Διηγήσατο ημίν ο Αββάς Παφνούτιος, ότι: όταν ήμην νεώτερος
ησύχαζον πλησίον του Αββά Απολλώ· όταν ήλθεν η Κυριακή των Βαίων επήγον εις τον
Γέροντα λίαν πρωΐ και ασπασάμενος αυτόν και ευλογηθείς, εκάθισα πλησίον του,
και παρεκάλουν αυτόν, όπως δεχθή με να κατοικήσω μετ᾿ αυτού διότι καθ᾿ όλην την
αγίαν Τεσσαρακαστήν μόνος μου κατοικών, πολύ επολεμήθην από τον δαίμονα της
πορνείας, αλλ᾿ ο Γέρων δεν συγκατετίθετο.
Παραμείνας μέχρι της έκτης ώρας (μεσημβρίας) ως ανεχώρησα
κατερχόμενος του Όρους, εις τον δρόμον συνήντησα τον υπηρέτην αυτού του
Γέροντος, πηγαίνοντα εις αυτόν, κτυπώντα το πρόσωπόν του και μαδώντα τας τρίχας
του γενείου του, και ιδόντος με παρεβιάσατο να επανέλθω εις τον Γέροντα· ως δε
υπήγομεν, προσπεσών εδιηγήθη προς αυτόν λέγων· Περιπατούντες μετά του
μικροτέρου αδελφού μου, επεράσαμεν από τον τάφον του Υπάτου, μη γνωρίζοντες ότι
κανείς δεν ημπορεί να περάση την νύκτα από αυτόν τον δρόμον. Ενώ περιεπάτουμεν,
εξ αίφνης φαντασία δαιμονική ελθούσα εκ του μνήματος, ήρπασέ μου τον αδελφόν.
Ως ήκουσε τούτο ο Γέρων, βοήσας προς τον Θεόν είπε· Κύριε ο Θεός των Δυνάμεων,
παρακαλώ σε βοήθησόν με. Και προσευχηθείς ο Γέρων, λαβών και εμέ μαζί του επηγαίνομεν.
Περιπατήσαντες ούν από ενάτης ώρας της ημέρας και δι᾿ όλης
της νυκτός, περί τα χαράγματα της ημέρας, εφθάσαμεν εις τον τόπον εν ω ηρπάγη ο
άνθρωπος. Πρασευχηθέντες επί ώραν πολλήν, εξεκίνησεν ο Γέρων να πηγαίνη προς
τον τάφον του Υπάτου, ακολουθούντες και ημείς αυτόν. Πλησιαζόντων ημών εις τον
τάφον, φοβεραί τινες και καταπληκτικαί φαντασίαι εγίνοντο, μορφαί διάφοροι και
εξηλλαγμέναι εφαίνοντο, ανθρώπων, κτηνών, δρακόντων και θηρίων πυρροειδών και
καπνών ερευγομένων, περικυκλωσάντων ημάς και εγγίζοντα ημίν και βλεπόμενα και
ακουόμενα και εφαπτόμενα ως και τη πνοή ημάς συνέχεσθαι. Ο δε Γέρων και εαυτόν
και ημάς τη σφραγίδι του Σταυρού σημειωσάμενος, και το όνομα του Κυρίου Ιησού
Χριστού επικαλούμενος, και ημάς προστάξαντος να λέγωμεν την αρχήν του εξηκοστού
εβδόμου ψαλμού «Αναστήτω ο Θεός, και
διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι
μισούντες αυτόν· ως εκλείπει καπνός εκλιπέτωσαν, ως τήκεται κηρός από προσώπου
πυρός…» επροχώρει εμπρός πλησιέστερον του τάφου γενόμενος. Όσον δε
επλησίαζε τοσούτον και αι δαιμονικαί φαντασίαι φοβερώτεραι εγένοντο.
Σεισμός και κλόνος συνεχής εγένετο του εδάφους, και μέγα
χάσμα ηνοίχθη έμπροσθεν ημών, ώστε και την άβυσσον να βλέπωμεν και δράκοντας εξ
αυτής ανερχομένους και ημάς εκφοβίζοντας, ως τους οδόντας αυτών τρίζοντας και
φλόγας πυρός εξακοντίζοντας. Ο δε Γέρων τα γόνατα κλίνας και τον νούν και τους
οφθαλμούς προς ουρανόν υψώσας, και με του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού το όνομα
εαυτόν καθοπλίσας, εις το σπηλαιώδες κτίσμα εισήλθεν εν ω η λάρναξ έκειτο· και
πάλιν με το σημείον του Σταυρού σημειωθείς, ερευνών εύρε τον αδελφόν του
διακονητού (του υπηρετούντος αυτώ) ημιθανή υπάρχοντα, μηδόλως τρίχας έχοντα,
ούτε εις την κεφαλήν, ούτε εις το γένειον, ούτε εις τα βλέφαρα, ουδέ εις τους
οφθαλμούς. Και αποστείλας τον αδελφόν αυτού εις το πλησίον χωρίον να φέρη
έλαιον, και προσευχηθείς, έχρισε τον ημιθανή τούτον υπάρχοντα από κορυφής έως
των ονύχων, και τω τύπω του τιμίου Σταυρού σφραγισάμενος αυτόν, υγιή τελείως
αποκατέστησεν.
Είχε δε η λάρναξ ταύτην την επιγραφήν, Σωματοθήκη Υπάτου
του ανεψιού Διοκλητιανού του Βασιλέως, του κατά παντός τόπου τους του
εσταυρωμένου υπασπιστάς βασανίσαντος. Αναγνούς ο Γέρων την επιγραφήν ήρξατο
θνηνείν και λέγειν που νυν της υπατείας η λαμπρά περιβολή; που οι κρότοι και αι
πανηγύρεις; πάντα εξηφανίσθη· πάντα παρέδραμε και ως σκιά και καπνός
διελύθησαν. Ευλογητός και δεδοξασμένος εις μόνον, ο Κύριος ημών και Θεός, ου η
βασιλεία, βασιλεία πάντων των αιώνων, και η Δεσποτεία αυτού εν πάση γενεά και
γενεά.
Έγιναν δε ταύτα, γνωστά εις όλα τα περίχωρα, και εφεξής
πάντες διήρχοντο αφόβως εκ της οδού εκείνης και την ημέραν και την νύκτα
δοξάζοντες τον πανάγαθον Θεόν, και τον αυτού δούλον Αββάν Απολλώ, όστις
αποφεύγων την των ανθρώπων τιμήν καταλιπών το κελλίον του μετώκησεν εις Θηβαίδα,
ου ταίς πρεσβείαις ρύσαιτο και ημάς ο Κύριος των δαιμονικών φαντασιών. Αμήν.
http://www.ekklisiaonline.gr/