Αυτές τις άγιες μέρες η Εκκλησία μας με τόσο πλούσια
υμνολογία συνεχώς υμνεί τον Κύριο για τη μεγάλη του συγκατάβαση που έκανε για
τον άνθρωπο και αναπτύσσει με τόσο θεολογικό βάθος όλα αυτά τα νοήματα, που
ενάρετοι γέροντες και ενάρετοι άνθρωποι βίωναν μπροστά στο γεγονός της
γεννήσεως.
Όταν ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης επέστρεψε από τα
Ιεροσόλυμα, περιμέναμε να μας πει ότι συγκλονίστηκε από τον Γολγοθά ή τη
Σταύρωση.
Ωστόσο εκείνο το οποίο τον συγκλόνισε ήταν το σπήλαιο της
Βηθλεέμ. Διότι έθεσε τον εαυτό του μπροστά σ’ αυτό το πράγμα και είπε ότι: «από
τότε νόμιζα πως στα Κατουνάκια, ζώντας μέσα σ’ αυτό το ασκητήριο με τα
υποτυπώδη πράγματα που είχα, ήμουν κάτι. Όταν είδα που εγεννήθη ο Χριστός, τότε
πραγματικά αισθάνθηκα τον εαυτό μου να διαλύεται».
Ο Χριστός, αφού γεννήθηκε σ’ ένα σπήλαιο καταδιωγμένος και
περιφρονημένος από όλους τους ανθρώπους, τέλεσε το μέγιστο γεγονός της ιστορίας
του ανθρώπου, τη σάρκωσή του μέσα στην απόλυτη ησυχία, ταπείνωση, αφάνεια,
χωρίς κανείς απολύτως να πάρει είδηση ότι ο Θεός εκείνη τη νύχτα έγινε
άνθρωπος, εκτός από ορισμένους απλοϊκούς ποιμένες και τους μάγους από την
Περσία. Έγινε αυτό το γεγονός του κόσμου σε άκρα πτωχεία και ταπείνωση. Εάν
θέλουμε, λοιπόν, να κρίνουμε τον εαυτό μας, μπορούμε κάθε φορά που η δική μας
ζωή έρχεται να μας βασανίσει με απαιτήσεις και με θελήματα, να στήσουμε τον
εαυτό μας μπροστά σ’ αυτό το σπήλαιο της Βηθλεέμ, σ’ αυτό το γεγονός της
σαρκώσεως του Θεού Λόγου και να κρίνουμε κατά πόσο αυτά τα οποία πράττουμε,
μοιάζουν με αυτό που έκανε ο Κύριος κατά τη γέννησή του. Κατά τον ίδιο τρόπο
μπορούμε να κρίνουμε ολόκληρη τη ζωή μας.
Από τότε που έγινε ο Θεός άνθρωπος και έψαλλαν οι Άγγελοι
το επί γης ειρήνη, έρχεται ο Λόγος του Θεού και λέει ότι: «Εγώ δεν ήρθα στη γη
για να φέρω ειρήνη, αλλά για να φέρω μάχαιρα». Γιατί ο Χριστός έφερε μάχαιρα
και όχι ειρήνη και γιατί οι Άγγελοι έψαλλαν περί της ειρήνης; Ασφαλώς η ειρήνη
που ήρθε στον κόσμο είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος γενόμενος άνθρωπος για
μας μπορούμε πλέον να τον αγαπήσουμε. Μας έδειξε ότι η σχέση μας με τον Θεό δεν
είναι σχέση θεωρίας, γιατί δεν μπορεί κανείς να αγαπήσει μια ιδέα. Μπορεί να
είσαι πιστός ακόλουθος κάποιας φιλοσοφίας, αλλά δεν θα μπορέσεις καμιά φορά ν’
αναπτύξεις αγάπη μ’ αυτό το σύστημα, γιατί εκείνο δεν θα μπορέσει ποτέ να σ’
αγαπήσει. Στην Εκκλησία όμως συμβαίνει το αντίθετο. Δεν έχουμε σχέση με καμιά
θεωρία και ο Λόγος δεν έγινε ιδεολογία ή φιλοσοφία αλλά ο Λόγος σαρξ εγένετο.
Ο Λόγος έγινε άνθρωπος ακριβώς, για να μπορέσουμε και
εμείς να τον αγαπήσουμε. Και όταν τον αγαπήσουμε, τότε θα καταλάβουμε ότι Αυτός
αγάπησε εμάς προηγουμένως κατά τρόπο απερίγραπτο. «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτὸν ὅτι
αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» λέει ο Απόστολος. Αυτό είναι το μυστήριο και το
γεγονός το οποίο επιτελείται μέσα στην Εκκλησία. Γι’ αυτό ο Χριστός ως
ειρήνη του κόσμου έγινε αντικείμενο αγάπης και όχι αντικείμενο πίστεως. Διότι
πρέπει να υπερβείς την πίστη και την ελπίδα, για να παραμείνεις μέσα στην
αγάπη. Όπως λέει ο Απόστολος στο τέλος καταργείται και η ελπίδα και η πίστη και
παραμένει η αγάπη, διότι μόνο η αγάπη είναι γεγονός εμπειρικό, οντολογικό με το
οποίο αισθάνεται ο άνθρωπος ότι όντως είναι ενωμένος με τον Θεό. Αυτή την
πορεία βάδισαν όλοι όσοι από τότε που γεννήθηκε ο Χριστός τον αγάπησαν ως το
τέλος.
Απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας
(Δημοσιεύθηκε στο
περιοδικό Παράκληση. Διμηνιαία Εκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού, τεύχος 75)
http://ekklisiaonline.gr