ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
π. Δημητρίου Μπόκου
Στὴ δραματικὴ ἱστορία τοῦ Ἰὼβ (βλ. ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 382, Μάιος 2015) ἀξίζει νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα τὴ νηφάλια τοποθέτησή του ἐνῷ δοκιμάζεται σκληρά, τὴ στιγμὴ δηλαδὴ ποὺ ἔχει χάσει τὴν ἀμύθητη περιουσία του, τὰ δέκα παιδιά του, ἀλλὰ καὶ τὴν πολύτιμη ὑγεία του. Ἡ στάση του ἀποτελεῖ μοναδικὸ διαχρονικὸ παράδειγμα, ἱκανὸ νὰ ἐμπνέει καὶ τὸν ἄνθρωπο τῆς μετὰ Χριστὸν ἐποχῆς. Ὁ Ἰὼβ γνωρίζει καλὰ τοὺς ὅρους μιᾶς ἰσορροπημένης σχέσης μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ καὶ διαζωγραφεῖ τὶς ἄριστες πνευματικὲς ἀρχὲς ποὺ πρέπει νὰ τὴ διέπουν.
Τὰ λόγια του, ὅταν πληροφορήθηκε τὶς μεγάλες του συμφορές, εἶναι χαρακτηριστικά: «Ὁ Κύριος τὰ ἔδωσε, ὁ Κύριος τὰ ἀφαίρεσε. Ὅπως φάνηκε καλὸ στὸν Κύριο, ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου στοὺς αἰῶνες».
Θεωρεῖ ὅτι ὅλα του τὰ ἀγαθὰ ἀνήκουν στὸν Κύριο. Δὲν ἀποτελοῦν δική του ἰδιοκτησία. Αὐτὸς εἶχε γεννηθεῖ ἀπὸ τὴ μητέρα του γυμνός. Χωρὶς νὰ φέρει τίποτε δικό του στὸν κόσμο. Ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε ἦταν δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος θέλησε καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε. Ὁ Ἰὼβ δὲν τὰ οἰκειοποιεῖται. Ἀναγνωρίζει τὸν πραγματικὸ κύριό τους. Δὲν σφετερίζεται τὴν ἰδιοκτησία τοῦ Κυρίου του. Γνωρίζει ὅτι «τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς», ὅσα δηλ. τὴ γεμίζουν (Ψαλμ. 23, 1). «Αὐτοῦ ἐστιν ἡ θάλασσα καὶ αὐτὸς ἐποίησεν αὐτὴν καὶ τὴν ξηρὰν αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἔπλασαν». Ἑπομένως αὐτὸς εἶναι ἀποκλειστικὸς «Κύριος καὶ Βασιλεὺς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν» (Ψαλμ. 94, 3-5). Ἔχει τὴν ἀπόλυτη κυριότητα. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος μὲ ὅ,τι τὸν γεμίζει ἀνήκουν σ’ αυτόν. Εἶναι «κληρονομία Κυρίου».
Ὁ Ἰὼβ γνωρίζει ὅτι ὁ Κύριος τοῦ ἐμπιστεύτηκε ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν κληρονομιά του αὐτὴ προσωρινά. Γιὰ νὰ τὴ διαχειρισθεῖ σωστά. Γιὰ τὶς ἀνάγκες τὶς δικές του καὶ τῶν συνανθρώπων του. Μόνο ὡς διαχειριστὴ τοῦ Θεοῦ βλέπει τὸν ἑαυτό του. Ὡς οἰκονόμο μέχρι ὁρισμένη προθεσμία. Ποτὲ ὡς ἰδιοκτήτη. Ἀναγνωρίζει πρόθυμα, ὅτι εἶναι στὴν ἀπόλυτη δικαιοδοσία τοῦ Κυρίου νὰ κάνει ὅ,τι θέλει μὲ τὴν κληρονομιά του. Νὰ τὴ δωρίζει ὅπου καὶ ὅποτε θέλει καὶ πάλι νὰ τὴν ἀποσύρει κατὰ τὴ δική του βούληση. «Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξε, οὕτω καὶ ἐγένετο». Ὅ,τι δηλαδὴ ἀποφασίζει ὁ Κύριος σχετικὰ μὲ τὴν ἰδιοκτησία του, εἶναι καλὰ καμωμένο. Νὰ εἶναι εὐλογημένο λοιπὸν τὸ ὄνομά του στοὺς αἰῶνες.
Ὁ Ἰὼβ γνωρίζει καλὰ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἐγείρει δικαιώματα σὲ ξένη περιουσία. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπαναστατεῖ καθόλου σὲ καμμιὰ ἀπόφαση τοῦ Κυρίου. Ἡ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ εἶναι βαθύτερη. Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ δῶρα ποὺ λαμβάνει, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν χάνεται ὅταν τὰ δῶρα αὐτὰ ἀνακαλοῦνται πίσω. Ὁ Ἰὼβ βλέπει τὸν Θεὸ καὶ ὄχι τὰ δῶρα του. Τὸν Κτίστη καὶ ὄχι τὴν κτίση. Ἡ σχέση του δὲν εἶναι ἐμπορικὸ ἀλισβερίσι. Δοῦναι καὶ λαβεῖν. Νὰ δίνει, μόνο ἀφοῦ πάρει. Ἀποβλέπει σὲ κάτι σημαντικώτερο.
Γνωρίζει ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀξίζει εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὄχι τὰ δῶρα του. Αὐτὸς εἶναι τὸ ὄντως ἐφετόν. Ὁ μόνος ποὺ ἀξίζει νὰ ἀγαπιέται. Ὁ Ἰὼβ δὲν θεωρεῖ συμφορά του τὴν ἀπώλεια τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ τὸ νὰ χάσει τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Γι’ αὐτὸ καὶ συνεχίζει νὰ εὐλογεῖ καὶ νὰ ἀγαπᾶ ἀκλόνητα τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴ στέρηση τῶν δώρων του. Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰὼβ εἶναι γνήσια. Ἡ εὐσέβειά του ἀληθινή.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 383, Ίούνιος 2015)
(Συνεχίζεται)