ΜΗ ΚΛΑΙΕ!:
Δεύτερη φορά επισκέφθηκε ο θάνατος την γυναίκα αυτή της Ναϊν. Έχοντας χάσει το
σύζυγο της, σήμερα κηδεύει το μονάκριβο παιδί της. Πένθος βαρύ και οδυνηρό αυτό
της μητέρας της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Κηδεία συγκινητική, αφού ο
πόνος και τα δάκρυα τούτης της γυναίκας προέρχονται από βαθειά πληγή.
Λαός πολύς παρακολουθεί την κηδεία, συμπαραστάτης στη
δυστυχισμένη μητέρα. Όταν την βλέπει ο Κύριος, τη σπλαχνίζεται, συγκινείται και
τη λυπάται βαθύτατα. Μετέχοντας στη θλίψη της, της λέει: «Μη κλαίς». Της το
λέει αυτό για να την παρηγορήσει και να την ενισχύσει, συμπαριστάμενος στο
πένθος της, μα και γιατί σε λίγο ο μονάκριβός της γιος, θα ξαναγύριζε στη ζωή.
Ο παρήγορος αυτός λόγος του Κυρίου, μας διδάσκει πώς πρέπει να φερόμαστε στις
ώρες του πένθους και του πόνου μας.
ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΥ: Είναι αλήθεια ότι ο θάνατος είναι η μόνη “σταθερά” στη ζωή
μας. Όλοι ανεξαίρετα θα τον υποστούμε, όσο κι αν μας είναι ανεπιθύμητος.
Γι’αυτό και είναι αδύνατο να μη πονέσουμε, να μη κλάψουμε, όταν ο θάνατος
αρπάξει κάποιον προσφιλή μας. Φυσικό είναι να πονέσουμε και να δακρύσουμε, αφού
και ο ίδιος ο Κύριος δάκρυσε στον τάφο του φίλου Του Λαζάρου. Το πένθος όμως
του πιστού δεν πρέπει να είναι υπερβολικό. Δεν πρέπει να φθάνει σε ακρότητες,
κλάμα απαρηγόρητο, και γογγυσμούς εναντίον του Θεού. Λυπούνται βέβαια και οι
πιστοί στο πένθος. Η λύπη τους όμως είναι συγκρατημένη, δεν μοιάζει με τη λύπη
των απίστων, που παραλύει και οδηγεί στην απελπισία. Το λέει άλλωςτε ξεκάθαρα ο
Απόστολος Παύλος: «Θέλουμε να ξέρετε, αδελφοί,τι θα γίνει με αυτούς που
πέθαναν, για να μη λυπάστε κι εσείς όπως και οι άλλοι που δεν ελπίζουν πουθενά.
Εμείς πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε κι αναστήθηκε· το ίδιο πιστεύουμε κι ότι
αυτούς που πέθαναν πιστεύοντας στον Ιησού, ο Θεός θα τους αναστήσει για να
ζήσουν μαζί Του». (Α΄Θεσσ. δ΄13–14). Οι πρώτοι χριστιανοί, έκλαιγαν βέβαια τους
νεκρούς τους, αλλά δεν έφθαναν ποτέ στην απελπισία. Οι επιγραφές που έθεταν
στους τάφους των συγγενών τους, πολλές από τις οποίες σώζονται, φανερώνουν πόσο
ήρεμο ήταν το πένθος τους. Όλες οι επιγραφές, μιλούν για τη βεβαιότητα της
μέλλουσας ζωής, την αθανασία και τη μακαριότητα των ουρανών. Για την αρχαία
Εκκλησία, ο μαρτυρικός θάνατος ενός πιστού, δεν ήταν υπόθεση θρήνων και οδυρμών,
αλλά αφορμή διδασκαλίας και παραδειγματισμού των επιζώντων. Ας μην ξεχνάμε,
άλλωστε, πως η μέρα θανάτου ενός μάρτυρα, είναι μέρα γιορτής και πανήγυρης.
Έτσι και οι σημερινοί πιστοί, χρειάζεται να σκεφτόμαστε πως ο Θεός είναι πηγή
και χορηγός της ζωής. Εκείνος κρίνει πότε και πώς πρέπει να φύγει κάποιος από
τον κόσμο αυτό. Γι’αυτό και δεν πρέπει να μεμψιμοιρούμε για τους πενθούντας
οικείους τους, γιατί ποτέ δεν αφήνει ο Κύριος απροστάτευτους αυτούς που μένουν
ορφανοί. Γίνεται, πατέρας των ορφανών, αναλαμβάνοντάς τους όλους υπό την
προστασία Του (Ψαλμ. Ρμε΄, 9 ). Ο Θεός δεν αδιαφορεί “για του ορφανού τη δέηση,
ούτε και για τη χήρα που ξεσπά σε παράπονα” (Σ.Σειράχ λε΄ 14). Είναι αναρίθμητα
τα παραδείγματα μέσα από την καθημερινή ζωή, που βεβαιώνουν την αλήθεια των
λόγων αυτών. Κι έχουμε πράγματι ορφανά και απροστάτευτα που προοδεύουν και
τακτοποιούνται με τρόπο θαυμαστό. Χήρες και ορφανά, που χωρίς να χάνουν πίστη
και ελπίδα στο Θεό, να βρίσκουν σύντομα το δρόμο τους, να συνέρχονται από τις
θλίψεις και να υπερνικούν τις δυσκολίες της ζωής.
ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ:
Μαζί όμως με την εμπιστοσύνη, χρειάζεται ν’αυξηθεί και η πίστη μας, σ’όσα μας
είπε Εκείνος, για την Ανάσταση νεκρών και τη μέλλουσα ζωή. Για το Θεό ο θάνατος
είναι ύπνος, γιατί μας βεβαιώνει ότι θα έλθει ώρα κατά την οποία όλοι οι
κεκοιμημένοι, θ’ακούσουν τη φωνή του Κυρίου, που θα τους διατάζει να
αναστηθούν. Και θα βγουν από τα μνήματα, κι όσοι έπραξαν στον επίγειο βίο τους
τα αγαθά, θ’αναστηθούν για να απολαύσουν τη μακαρία και αιώνια ζωή, εκείνοι δε
που έπραξαν τα κακά, θ’αναστηθούν για να δικασθούν και να κατακριθούν (Ιωάν. ε´
28 – 29). Συνεπώς, οι νεκροί μας δεν χάθηκαν, αλλά ζουν. Κοιμούνται και
περιμένουν ν’ακουσθεί η φωνή του Αρχαγγέλου που θα σημάνει την ανάσταση όλων.
Άλωστε κι εμείς, αυτό απαγγέλλουμε με το Σύμβολο της Πίστεως: “Προσδοκώ
ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος”! Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Πόνος και θάνατος είναι ο κλήρος μας από την τραγική μέρα της εξορίας μας. Από
τη στιγμή που το χέρι της Εύας κινήθηκε προς τον απαγορευμένο καρπό και
νικήθηκε από τον πειρασμό. Από τότε η γη μας, από Παράδεισος θείας αγάπης έγινε
τόπος εξορίας και θανάτου, μια “κοιλάδα του κλαυθμώνος”. Τούτος ο κόσμος δεν
είναι όμως η πατρίδα μας. Είναι απλώς τόπος πρόσκαιρης εξορίας. Γι’αυτό ας
έχουμε πάντοτε στο νου μας την Ανάσταση του Κυρίου. Η Ανάσταση δίνει εγγύηση
σ’όσους έχουμε προσφιλείς κοιμηθέντας, ότι θα τους δούμε και πάλι. Με την
ελπίδα αυτή ας γεμίζει πάντα η καρδιά μας. Και όταν έλθουν μέρες πένθους, ας μη
είμαστε απαρηγόρητοι, μα το πένθος μας να είναι πένθος ήρεμο, αληθινά
χριστιανικό.
ΝΕΑΝΙΣΚΕ ΕΓΕΡΘΗΤΙ:
Ο Ιησούς, συνεχίζει η ευαγγελική περικοπή, προχώρησε, ακούμπησε τη σορό και,
είπε, “νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι!” και ανακάθισε ο νεκρός κι άρχισε να
μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλοι κυριεύθηκαν από δέος
και δόξασαν το Θεό. Ο Χριστός στον επίγειό Του βίο, πραγμάτωσε θαυματουργικά
τρεις αναστάσεις νεκρών, οι οποίες φανερώνουν την απόλυτη κυριαρχία Του επί του
θανάτου, καθιστώντας τον έναν ύπνο, από τον οποίο θα ξυπνήσει όλους τους
κεκοιμημένους, κατά την δευτέρα Αυτού παρουσία, όταν “ερχόμενος μετά δόξης
κρίναι ζώντας και νεκρούς”. Οι αναστάσεις των νεκρών, προτυπώνουν της δική Του
Αγία Ανάσταση ενώ μας αποκαλύπτουν ότι ο θάνατος δεν έχει κυριαρχική δύναμη ή
εξουσία, όταν είναι ο Χριστός παρών. Η ανάσταση λοιπόν του Χριστού σημαίνει
κατάργηση του θανάτου, κατάργηση του άδη. Για την ανθρώπινη, όμως, χοϊκή
αντίληψη, ο θάνατος παραμένει ακόμη φοβερό μυστήριο. “Όντως φοβερότατον το του
θανάτου μυστήριο”, λέει ο υμνωδός, διότι εξακολουθεί να συνδέεται με τον βίαιο
χωρισμό της ψυχής από το σώμα και από την αρμονία της ενώσεώς της με αυτό. Ο
θάνατος είναι ακόμη λυπηρό γεγονός, διότι συνδέεται με την φθαρτότητα του
ανθρώπου, εξ’ αιτίας της παρακοής των πρωτοπλάστων, που άλλαξε τὴν πορεία της
ζωής τους. Τέκνο πρωτότοκο εκείνης της παρεκτροπής υπήρξε ο φόβος: “της φωνής
σου ήκουσα και εφοβήθην, ότι γυμνός ειμί και εκρύβην”, έλεγε ο Αδάμ (Γεν.
γ΄10). Έκτοτε ο άνθρωπος νεκρώθηκε, έχασε την ανθρωπιά του, την αθωότητα και τη
μοναδικότητά του μέσα στη δημιουργία. Ήταν η πρώτη φορά που συναισθάνεται την
γυμνότητά του ενώπιον του Θεού, διότι καθώς αναφέρει η Γραφή, έως τότε “ήσαν οι
δύο γυμνοί, και ουκ ησχύνοντο”, διότι ήταν αθώοι. (Γένεσις. β΄ 25). Έφθασαν σε
αυτή την ψυχική διαταραχή, διότι επέδρασε μέσα τους το αποτέλεσμα της αμαρτίας,
που τους αφαίρεσε την αθανασία. Εκείνο το αίσθημα του φόβου, τους(μας)
ακολουθεί και στη νέα μεταπτωτική ζωή, κάνοντας την επακόλουθη κυριαρχία του
θανάτου, συνώνυμη με τον πόνο και τον φόβο.
ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΤΗΣ
ΑΓΑΠΗΣ: Ο φόβος του θανάτου σε κάθε άνθρωπο εκφράζεται και ερμηνεύεται
διαφορετικά. Για τους κοσμικούς και αθέους έχει σχέση με την πορεία προς το
μηδέν, διότι θεωρούν ότι φεύγοντας από τη ζωή, καταλήγουν στην ανυπαρξία. Για
τους Χριστιανούς ο φόβος του θανάτου συνδέεται με την έξοδο της ψυχής από τον
κόσμο που γνωρίζουν, φίλους, συγγενείς, αλλά και την είσοδό της σε έναν άλλο
κόσμο που δεν γνωρίζουν, ούτε γνωρίζουν με ποιον τρόπο θα ζουν και τι θα γίνει
με την κρίση του Θεού που επακολουθεί. Γι΄ αυτό χρειάζεται προσδοκία και
προετοιμασία κατάλληλη. Ο θάνατος συνδέεται με την απουσία της αγάπης. Η αγάπη
είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο της ζωής. Ο θάνατος βρίσκεται εκεί που λείπει η
αγάπη. (Ρωμαίους ιγ΄10). H αγάπη του Θεού συνθέτει το δομικό στοιχείο της ζωής.
Η αγάπη είναι ζωή και η ζωή είναι αγάπη, εξ’ ορισμού. Η αγάπη του Θεού είναι ο
κανόνας της ζωής και συνεπώς είναι το έναυσμα για τη ζωή. Αντιθέτως, σκέψεις,
συναισθήματα και συμπεριφορές, που αντιτίθενται προς την αγάπη, κατευθύνουν τον
άνθρωπο, στην αμαρτία και συνεπώς, στον θάνατο. Ο Απόστολος Παύλος λέγει
κατηγορηματικά, ότι “μισθός της αμαρτίας, ο θάνατος” (Ρωμαίους στ΄23). Η
αμαρτία οδηγεί στον θάνατο ακριβώς γιατί είναι σε διαρκή σύγκρουση με το Θεό
και το νόμο Του. Ο απόστολος Παύλος επισημαίνει ότι η αμαρτία κάνει κακό στους
άλλους, διότι υπηρετεί το «εγώ» εις βάρος των άλλων. Λέγει ακόμη, ότι «η αγάπη
είναι η εκπλήρωση του νόμου» και πως αυτοί που ζουν εντός των ορίων του νόμου
του Θεού, ζουν για το Θεό και για τους άλλους, πριν και πάνω από τους εαυτούς
τους. Έτσι, η αμαρτία φανερώνει το νόμο του θανάτου, ενώ η αγάπη μαρτυρεί το
νόμο της ζωής. Όταν η ζωή του ανθρώπου ξεπερνά τη φθορά της αμαρτίας και το
θάνατο τότε γίνεται αιώνια, αφού η ζωή του Θεού είναι αιωνία. Ζωή και αγάπη
ταυτίζονται σε ένα πρόσωπο, το οποίο δεν αποθνήσκει, διότι αγαπάται και αγαπά.
Έξω από την κοινωνία της αγάπης το πρόσωπο χάνει την μοναδικότητά του, γίνεται
κοινό ον όπως και τα άλλα. Μεταποιείται σε «πράγμα» χωρίς «ταυτότητα» και
«όνομα». Θάνατος για το πρόσωπο σημαίνει, ότι παύει να αγαπάται και να αγαπά,
παύει να είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Έτσι, η αγάπη ελευθερώνει τον άνθρωπο
από φθορά και θάνατο, τον πραγματικό θάνατο, που είναι ο θάνατος της ψυχής, που
αυτόν πρέπει και μόνο ο πιστός να φοβάται. Ο άνθρωπος με την αγάπη γίνεται ένα
με την άκτιστη φύση του Τριαδικού Θεού, που είναι αγάπη και μάλιστα
απεριόριστη. Κάθε άνθρωπος καλείται να πραγματώσει αυτό τον τρόπο ύπαρξης εντός
της Εκκλησίας, που είναι τρόπος και τόπος υπάρξεως, επειδή ακριβώς είναι το
Μυστήριο της Αγάπης, το Μυστήριο, στο οποίο βιώνουμε απρόσκοπτα την ελευθερία
μας από τα πάθη. Αυτό, λοιπόν, που έχει ανάγκη ο άνθρωπος για να υπερβεί το
θάνατο είναι μόνο αγάπη. Μια αγάπη για όλους και για όλα, αγάπη ακόμη και για
το θάνατο, αφού για τον άνθρωπο της πίστης αποτελεί κέρδος και πέρασμα «εις την
εν αυτώ ζωήν», την πραγματική ζωή. Στη σημερινή, εποχή, των υπαρξιακών προκλήσεων,
προβληματισμών και αναζητήσεων, αλλά κυρίως των πνευματικών, κοινωνικών και
οικονομικών αρνητικών ανακατατάξεων, η οντολογία της αγάπης, όπως την βιώνει
και την κηρύττει η Εκκλησία του Αναστημένου Χριστού, έχει τη δυνατότητα να
βοηθήσει αποτελεσματικά στην τραγικότητα του θανάτου, διδάσκοντας την
αναστάσιμη ελπίδα και προοπτική, ότι “ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι
Ζωή”. Η Αγάπη μάλλον επαναφέρει τη ζωή, όπως την επανέφερε ο Χριστός στον
τεθνηκότα υιό της χήρας της Ναΐν. Όντως ο θάνατος είναι η μόνη βεβαιότητα που
συνέχει ακόμη και σήμερα το είναι του ανθρώπου και ταλανίζει την ύπαρξή του. Το
τραγικό γεγονός του θανάτου παραμένει το μεγάλο και αναπάντητο ερώτημα. Ο
θάνατος είναι ο άρχων της φρίκης και εξακολουθεί να είναι το κύριο και βασικό πρόβλημα
της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο αείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σημειώνει: 'η
πραγματικότητα του θανάτου δεν έχει ακόμη καταργηθεί, έχει όμως αποκαλυφθεί η
αδυναμία του”. Ενώ ο ιερός Χρυσόστομος κηρύττει: “εξακολουθούμε να πεθαίνουμε,
όπως και πριν, αλλά δεν παραμένουμε μέσα στο θάνατο, και τούτο σημαίνει ότι δεν
πεθαίνουμε”. Η δύναμη και η απόλυτη αλήθεια του θανάτου, είναι το γεγονός, ότι
ένας νεκρός δεν έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει στη ζωή. Όμως, μετά το θάνατο,
μπορεί να ζωοποιηθεί και, ακόμη περισσότερο, να αποκτήσει μια ανώτερη, αιώνια
ζωή και τότε η νέα του αυτή υπαρξιακή διάσταση δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά
ύπνος ελαφρύς.
Η ΥΠΕΡΝΙΚΗΣΗ ΤΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΥ: Είναι λάθος να πιστέψουμε πως η χριστιανικὴ διδασκαλία μας
συμφιλιώνει με το θάνατο, αφού ο άνθρωπος δημιουργήθηκε “διὰ το αεὶ είναι”. Ο
ευαγγελικός λόγος δεν μας συμβιβάζει με το θάνατο, αλλὰ μας δίνει τη δυνατότητα
να τον υπερνικήσουμε εν Χριστώ. Εδώ βρίσκεται η ουσία και το περιεχόμενο της
αποστολής της Εκκλησίας. Ο Θεὸs είναι η πηγὴ της ζωής, ο "διδοὺς πάσι ζωὴν
και πνοὴν και τα πάντα" (Πράξ. ιζ΄ 25). Όσες φορὲς ο άνθρωπος θέλει τη ζωή
για τον εαυτό του κι όχι γιὰ τὸν Θεό, αποκόπτεται απὸ την πηγὴ της ζωής καί,
νομίζοντας ότι μπορεί να ζήσει αφ' εαυτού, πεθαίνει. Τὸ σημερινό θαύμα του
Κυρίου αποκαλύπτει την αλήθεια για τη ζωὴ και το θάνατο. Ο Χριστὸς είναι ο
Κύριος της ζωής και του θανάτου. Η παρουσία Του διαλύει τὸ φόβο του θανάτου.
Ζωὴ είναι η κοινωνία μαζί Του και θάνατος η άρνηση της αγάπης Του. Τὰ βιολογικὰ
φαινόμενα μεταμορφώνονται μέσα στὸ φως της Ανάστασης του Χριστού, γι' αὐτὸ και
ζωὴ για τον πιστὸ δεν είναι απλὰ η φυσικὴ επιβίωση ούτε θάνατος η τελευταία
πράξη της. Είναι το πέρασμα στην πραγματικότητα της αιωνιότητας, στὴν
ολοκλήρωση της ζωής. Το θαύμα της ζωής είναι δώρο αγάπης του Θεού, και δεν
εκμηδενίζεται. Ο βιολογικὸς θάνατος παρουσιάζεται ως αναγκαίο κακό, συνέπεια
της πτώσης μας. Αλλὰ η λύπη μας για το χωρισμὸ δεν είναι απόγνωση κι απελπισία.
Γιατί η λύπη μας έχει την ελπίδα και την προσμονὴ της ανάστασης. Όταν λοιπόν
πεθαίνει ο άνθρωπος, δεν είναι δυνατὸν να χάνεται η ύπαρξή του, δε μπορεί να
εκμηδενίζεται η ζωή, απλώς αναστέλλεται προσωρινά, “κοιμάται”, γιὰ νὰ ξυπνήσει
μεταμορφωμένη “εν ετέρα μορφή στην αιωνιότητα της βασιλείας του Θεού. Όμως, ο
σύγχρoνoς άνθρωπος, έστω κι αν έχει ακούσει το χριστιανικὸ κήρυγμα της
ανάστασης, δὲ φαίνεται να το αποδέχεται, όπως μαρτυρεί η στάση της ζωής του.
Ζει σαν να μην υπάρχει θάνατος, γιατί, όταν τον αντικρίζει, τρομάζει κι
απελπίζεται μέσα στη κενότητά του. Μόνο, όμως, η σταθερὴ βεβαιότητα ότι ο
Χριστὸς είναι η Ζωὴ που νίκησε το θάνατο μας δίνει πληρότητα χαράς και της
ευτυχίας που αναζητούμε.
ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ
ΠΕΝΘΟΥΝΤΕΣ: Κι εμείς, ας μὴ διστάσουμε να σταθούμε δίπλα στο δοκιμαζόμενο
αδελφό μας. Να εκδηλώσουμε την αγάπη και τη συμπαράστασή μας στον πόνο του με
λόγια και έργα. Ένας λόγος παρακλήσεως στηρίζει, ενισχύει, παρηγορεί. Κοντὰ σ’
αυτὸν όμως και κάποια βοήθεια. Και υλική, αν χρειαστεί. Ακόμη και λίγη συντροφιὰ
ή μια μικρὴ εξυπηρέτηση ανακουφίζουν την πονεμένη ψυχή, η οποία αισθάνεται έτσι
ότι έχει κάποιον συνοδοιπόρο στὸν πόνο της. Μα το κυριότερο είναι να
φροντίσουμε ώστε η παρουσία μας δίπλα στον πάσχοντα αδελφό να είναι παρουσία
Χριστού, μια διαρκής υπόμνηση οτι ο Θεὸς είναι δίπλα Του και δεν πρόκειται να
τον εγκαταλείψει.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΠΑΡΧΗ ΤΩΝ
ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ: Ο Προφήτης Ηλίας ανέστησε ένα νεκρό με προσευχή, ο Ελισσαίος
ανέστησε έναν ενώ ζούσε και άλλον όντας νεκρός, επιβεβαιώνοντας και δείχνοντας
από πριν τη θεανδρικήζωοποιό ενέργεια τού Χριστού, ενώ ο Κύριος ανέστησε τρεις
νεκρούς πριν από το Σταυρό, ενώ κατά τη σταύρωσή του ανέστησε πολλούς,
οι οποίοι “εμφανίσθηκαν σε πολλούς”. Εκτός από αυτά μετά τον για χάρη μας
σταυρικό θάνατό Του, εξανέστησε τον εαυτό του τριήμερο, γενόμενος,
μόνος αυτός, αρχηγός τής αιώνιας ζωής. Γιατί οι άλλοι, αν και
αναστήθηκαν, απέκτησαν πάλι τη δική μας θνητή ζωή, όταν όμως αναστήθηκε ο
Χριστός “δεν Τον κυριεύει πλέον ο θάνατος”. Γι’ αυτό και μόνος ο Κύριος “έγινε
απαρχή εκείνων που έχουν κοιμηθεί”, δηλαδή των πιστών και εκείνων που
μετατέστησαν με την ελπίδα ανάστασης και αιώνιας ζωής. Έγινε λοιπόν απαρχή
αυτών που έχουν κοιμηθεί και “πρωτότοκος των νεκρών” επιβεβαιώνοντας την
επαγγελία εκείνη που εμπεριέχεται στις ελπίδες μας, την ένθεο και αθάνατη
και αιώνια ζωή. Καθώς λοιπόν δεν παρέχει εδώ αυτήν την αιώνια ζωή στους
αναστημένους από αυτόν, αλλά την διακοπτόμενη από τον θάνατο, δεν την παρέχει
σ’ αυτούς με τη μορφή χάριτος, αλλά το κάνει αυτό ως θαύμα για τους άλλους,οδηγώντας
αυτούς στην πίστη, που είναι πρόξενος της αιώνιας ζωής.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Ο
πόνος και ο θάνατος αποτελούν δεδομένα, τα οποία είναι αδύνατο να τ’
αποφύγουμε. Κάποια στιγμή της ζωής μας όλοι θα βρεθούμε αντιμέτωποι μ’ αυτά. Η
παρουσία του Ιησού Χριστού στη ζωή μας, αποτελεί την πηγή της ελπίδας και τη
βεβαιότητα της Ανάστασης. Αυτή η εμπειρία της Ανάστασης, οδηγεί στην υπέρβαση
του θανάτου. Αυτό που απομένει σ’ εμάς, είναι με πίστη και εμπιστοσύνη να του
αναθέτουμε τη ζωή μας, μέχρι την ημέρα της κοινής αναστάσεως μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Γρηγορίου
Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, Πατερικαί Εκδόσεις “Γρηγόριος ο Παλαμάς”. Κυριακή Γ’ Λουκά,
Φιλίππου Φίλιππος. Κυριακή Γ Λουκά Αρχιμ. Νικάνωρ Καραγιάννης.
http://aktines.blogspot.gr/2016/10/blog-post_40.html