Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὸ Κύριο, φοβᾶται τὴν κόλασι (ποὺ εἶναι
χωρισμὸς αἰώνιος ἀπ’τὸ Θεό). Κι’ ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὴ κόλασι, προσέχει τὸν ἑαυτό
του καὶ δὲν τὸν ἀφήνει ἐλεύθερο νὰ γίνη ἕρμαιο τῶν παθῶν. Κι’ αὐτὸς ποὺ
φυλάγεται ἀπὸ τὰ πάθη, ὑπομένει τὶς θλίψεις. Ὑπομένοντας δὲ τὶς θλίψεις, ἀποκτᾶ
τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό. Αὐτὴ τώρα ἡ ἐλπίδα στὸ Θεό, κάνει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀποχωρίζεται
ἀπὸ κάθε γήινη προσκόλλησι καὶ ἐπιδίωξι• ἀφοῦ δὲ πιὰ ὁ νοῦς ἀποχωρισθῆ ἀπ’ αὐτὲς
τὶς ἀσχολίες, τότε ἀποκτᾶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό.
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ νοῦ του στραμμένο καὶ προσηλωμένο στὴν
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, περιφρονεῖ ὅλα ὅσα φαίνονται στὸν κόσμο αὐτό, ὡς καὶ τὸ ἴδιο
του τὸ σῶμα, ποὺ τὸ θεωρεῖ σὰν ξένο καὶ ὄχι δικό του κτῆμα.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ μὴ ἀγαπήση καὶ
κάθε ἄνθρωπο σὰν τὸν ἑαυτό του, ἂν καὶ γιὰ ὅποιους δὲν ἔχουν ἀκόμη ἀποκτήσει τὴν
ψυχικὴ καθαρότητα ἀποβάλλοντας τὰ πάθη, αἰσθάνεται κάποια δυσκολία. Γι’ αὐτὸ καὶ
ὅταν μάθη πὼς αὐτοὶ διωρθώθηκαν, χαίρει μὲ χαρὰ ποὺ οὔτε λέγεται, οὔτε
μετριέται.
Εἶναι εὐτυχὴς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν δύναμι νὰ ἀγαπήση στὸν
ἴδιο βαθμὸ κάθε ἄνθρωπο.
Ἐκεῖνος ποὺ εἰλικρινὰ ἀπαρνήθηκε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ,
καὶ ποὺ χωρὶς ὑποκρισία διακονεῖ τὸν πλησίον του μὲ τὴν ἀγάπη, αὐτὸς γρήγορα ἐλευθερώνεται
ἀπὸ κάθε πάθος καὶ γίνεται μέτοχος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Τὸ πάθος εἶναι κάτι τι ἀξιοκατάκριτο, εἶναι μιὰ ἀφύσικη
κίνησις τῆς ψυχῆς.
Ὁ Προφήτης, ὁ θεῖος Ἱερεμίας, λέγει: μὴ πῆτε πὼς εἴσαστε
ναὸς τοῦ Κυρίου. (Ἱερ. στ’, 4). Καὶ σὺ λοιπὸν μὴ πῆς ὅτι σκέτη ἡ πίστις στὸν
Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, μπορεῖ τάχα νὰ μὲ σώση. Γιατί αὐτὸ εἶναι ἀνεδαφικό, ἂν
δὲν κατορθώσης μὲ τὰ ἔργα ν’ ἀποκτήσης καὶ τὴν πρὸς τὸν Κύριο ἀγάπη. Γιατί, μὴ
ξεχνᾶς, πὼς ἡ χωρὶς ἔργα πίστις δὲν ὠφελεῖ, ἀφοῦ καὶ τὰ δαιμόνια, κι’ αὐτὰ
πιστεύουν καὶ φρίττουν.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει τὸν Θεό, ζῆ στὴ γῆ αὐτὴ ζωὴ ἀγγελική,
μὲ τὸ νὰ νηστεύη καὶ νὰ ἀγρυπνῆ, νὰ ψάλλη καὶ νὰ προσεύχεται καὶ γενικὰ νὰ
σκέπτεται πάντα τὸ καλὸ γιὰ κάθε ἄνθρωπο.
Πρόσεχε νὰ μὴ μολύνης τὴν σάρκα σου μὲ αἰσχρὲς πράξεις, καὶ
νὰ μὴ λεκιάζης τὴν ψυχή σου μὲ αἰσχροὺς λογισμούς. Ἂν αὐτὸ προσέξης, τότε θὰ ἔλθη
μέσα σου ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, φέρνοντας μαζί της καὶ τὴν ἀγάπη.
Ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὸν Κύριο, ἔχει πάντα γιὰ σύντροφό του
τὴν ταπεινοφροσύνη, καὶ μὲ ὅσα αὐτὴ τοῦ φέρνει στὸ νοῦ, βοηθεῖται γιὰ νὰ ἔλθη
στὴ θεία ἀγάπη καὶ εὐχαριστία. Γιατί σκέπτεται τὸν τρόπο τῆς προηγουμένης, κατὰ
κόσμον, ζωῆς του, καὶ τὰ διάφορα σφάλματά του, καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔνοιωσε
στὸν καιρὸ τῆς νιότης, καὶ πὼς ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὸν ἔσωσεν ὁ Κύριος καὶ τὸν
μετέφερε ἀπ’ τὴ γεμάτη μὲ πάθη ζωή, στὴν κατὰ Θεὸν πολιτεία, καὶ τότε μαζὶ μὲ τὸν
φόβο ἀποκτᾶ καὶ τὴν ἀγάπη, εὐχαριστῶντας πάντα μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη τὸν Εὐεργέτη
καὶ Κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας.
Ἀφοῦ, σύμφωνα μὲ ὅσα λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος, σὲ
τίποτε δὲν ὠφελεῖται ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος, ἂν δὲν ἔχη
τὴν ἀγάπη, φαντασθῆτε πόσο πρέπει νὰ ἐνδιαφερθοῦμε γιὰ νὰ τὴν κάνουμε κι’ ἐμεῖς
κτῆμα δικό μας αὐτὴν τὴν ἀγάπη.
Ἀφοῦ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη δὲν σκέπτεται οὔτε κάνει κάτι κακὸ γιὰ
τὸν πλησίον, τότε ἐκεῖνος ποὺ φθονεῖ τὸν ἀδελφό του καὶ λυπεῖται γιὰ τὴν πρόοδό
του, καὶ μὲ εἰρωνεῖες προσπαθεῖ νὰ μειώση τὸ καλό του ὄνομα, ἢ μὲ τίποτε ἄλλη
κακοήθεια ἐπιζητεῖ τὸ κακό του, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ μὴ ἀποξενωθῆ ἀπ’ τὴν ἀγάπη
καὶ νὰ καταστήση τὸν ἑαυτὸ του ἔνοχο τῆς αἰωνίας Κρίσεως;
Μὴ ἀνοίγης τ’ αὐτιά σου γιὰ ν’ ἀκούσης ὅσα ἡ γλῶσσα τοῦ
κατηγόρου τῶν ἄλλων ἐκστομίση, οὔτε πάλι ν’ ἀφήνης τὴν γλῶσσα σου νὰ λέη λόγια
σὲ ἄνθρωπο φιλοκατήγορο, καὶ νὰ εὐχαριστεῖται λέγοντας καὶ ἀκούοντας κατηγορίες
ἐναντίον τοῦ πλησίον σου, γιὰ νὰ μὴ χάσης τὴν θεία ἀγάπη καὶ ἀποξενωθῆς ἀπ’ τὴν
αἰώνια ζωή.
Ὅπως τὸ πουλάκι, ποὺ τοῦ ἔχουν δέσει τὸ πόδι του μὲ ἕνα
σχοινάκι, μόλις ἄρχιση νὰ πετάη, πέφτει πάλι στὴ γῆ, ἀφοῦ ἡ κλωστὴ δὲν τὸ ἀφήνει
ἀλλὰ τὸ συγκρατεῖ, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἂν ἀρχίση νὰ πετάη πρὸς τὴν γνῶσι τῶν οὐρανίων
πραγμάτων, χωρὶς νὰ ἔχη ἀκόμη ἀποκτήσει τὴν ἀπάθεια, δήλ. τὴν ἀπαγκίστρωσί του ἀπὸ
τὰ πάθη, ξαναπέφτει στὴ γῆ πίσω γιατί τὸν τραβοῦν πρὸς τὰ κάτω τὰ πάθη.
Ἡ τελειωμένη ἀγάπη δὲν κάνει διάκρισι καὶ δὲν ξεχωρίζει τοὺς
ἀνθρώπους, ποὺ ὅλοι τους ἔχουν τὴν ἴδια φύσι, ἀνάλογα πρὸς τὶς διαφορετικὲς γνῶμες
ποὺ ὁ καθένας τους ἐκπροσωπεῖ, ἀλλὰ ἔχουσα πάντα κατὰ νοῦν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἴδια
φύσι ὅλων, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου. Καὶ τοὺς μὲν σπουδαίους τοὺς
ἀγαπᾶ σὰν φίλους, τοὺς δὲ κακούς τους ἀγαπᾶ σὰν ἐχθρούς, μὲ τὸ νὰ τοὺς εὐεργετῆ,
νὰ τοὺς ἀνέχεται, νὰ ὑπομένη ὅσα αὐτοὶ διαπράττουν, χωρὶς διόλου νὰ
συλλογίζεται τὸ κακὸ ποὺ αὐτοὶ ἐνσαρκώνουν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ ὑποφέρη ἐνίοτε πρὸς
χάριν τους, ἂν τὸ καλέση ἡ χρεία. Καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ σκοπὸ νὰ κάνη κι’ αὐτοὺς
φίλους, ὅσο εἶναι δυνατό. Κι’ ἂν ὅμως δὲν τὸ κατορθώση, πάλι δὲν χάνει τὴ καλή
της διάθεσι, ἀφοῦ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους πάντοτε ἐξ ἴσου προσφέρει τοὺς
καρποὺς τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος καὶ Θεός μας ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ ν’
ἀποδείξη τὴν ἀγάπη Του γιά μᾶς, πρὸς χάριν ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας ὑπέστη τὸ Πάθος,
καὶ σὲ ὅλους ἐξ ἴσου ἐχάρισε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Ἂν καὶ ὁ καθένας μόνος
του κάνει τὸν ἑαυτὸ του ἄξιο εἴτε τῆς αἰωνίας δόξης, εἴτε τῆς αἰωνίας κολάσεως.
Ὅταν ἡ ψυχὴ ἀρχίση νὰ καταλαβαίνη ὅτι ἔχει ὑγεία, τότε καὶ
τὰ ὄνειρα ποὺ συμβαίνουν στὸν ὕπνο, ἀρχίζει πιὰ νὰ μὴ τὰ ὑπολογίζη, οὔτε νὰ τὰ
φοβᾶται.
Αγίου Μάξιμου του Ομολογητή