Γράφει ὁ πατὴρ Ἰωὴλ
Κωνστάνταρος
Κυριακή τῆς
Τυροφάγου (Ματθ. ΣΤ' 14-21)
Ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσει ἐγωιστικὰ καὶ αὐτοδύναμα ὁ
ἄνθρωπος, οὐδέποτε θὰ κατορθώσει νὰ ὑποτάξει μέσα στὴν κρούστα τοῦ δικοῦ του
ὑποκειμενισμοῦ, τὴν διαλεκτική τοῦ Θεοῦ. Θὰ παραμένει πάντοτε στὴν
ἀντιδικία ἢ στὴν ἀκούσια καὶ σκανδαλώδη ἀποδοχή.
Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι μία τέτοια κατάσταση εἶναι ἀδύνατο νὰ
ἐπιφέρει πνευματικὴ προκοπὴ καὶ συναίσθηση προσωπικῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν
Τριαδικὸ Θεό.
Γι' αὐτὸ καὶ θὰ πρέπει νὰ γίνει κατανοητό, ὅτι ἡ θέση μας
ἔναντι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, εἶναι αὐτὴ τῆς εὐλογημένης ὑπακοῆς καὶ τῆς
ἀγαπητικῆς διαθέσεως ἔναντι τοῦ Λατρευτοῦ Θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου
Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μὲ μία τέτοια δηλ. στάση ἀγάπης ποὺ ἑρμηνεύεται ὡς ἑκούσια
καὶ καρδιακὰ ἀποδοχὴ τῶν θείων ἐντολῶν. Μία γνήσια καὶ ἀνεξάντλητη ὑπακοή, ποὺ
ἐπιβεβαιώνεται ἐκ μέρους μας μὲ τὸν προφητικὸ λόγο: «λάλει Κύριε καὶ ὁ δοῦλος
σου ἀκούει», ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἄριστη προϋπόθεση μὰ καὶ τὸ πρῶτο δεῖγμα, τοῦ ὅτι
ἡ καρδιὰ μας μαγνητίζεται ἀπὸ τὸν οὐράνιο θησαυρό.
Καὶ οὐράνιος θησαυρὸς εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ
ἡ ἀποκαλυπτική του διδασκαλία.
Φυσικά, ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ
μαγνητισθεῖ καὶ νὰ ἑλκύεται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποδεχθεῖ ὡς
θησαυρό. Ἔχει ἀποδεχθεῖ, ἀλλὰ καὶ ἔχει...κλείσει τὸν ἐσωτερικό
του κόσμο σ΄ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀγάπησε καὶ βεβαίως ἀγωνίζεται νὰ κατακτήσει.
Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ κεντρικὸ ζήτημα, ποὺ στὴν
ἔκφραση τῆς Εὐαγγελικῆς διδασκαλίας: «Ὅπου ἐστὶν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ
ἔσται καὶ ἡ καρδία ἠμῶν», ὁ ἄνθρωπος σοκάρεται καὶ ἀρχίζει νὰ αἰσθάνεται
γιὰ τὰ καλὰ τί θὰ πεῖ ὁλοκληρωτικὴ ἀποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ.
Βεβαίως, ὅσοι βρίσκονται ἐκτός τοῦ σώματος τῆς
Ἐκκλησίας μας καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, ὅσοι
συνειδητὰ ἔχουν ἐπιλέξει ὡς «χῶρο διαμονῆς», τοὺς «παγωμένους ὠκεανοὺς» τῆς
ἀπιστίας καὶ τοὺς «κατεψυγμένους πόλους» τοῦ μίσους, ἀδυνατοῦν νὰ ἐννοήσουν τὸν
Κυριακὸ αὐτὸν λόγο. Ἀλλὰ μήπως, φίλοι μου, καὶ ὅσοι ἔχουμε προσελκυσθεῖ ἀπὸ τὴν
ζωὴ τῆς πίστεως, ὅσοι ἔχουμε ζήσει ἔτη καὶ δεκαετίες μέσα στὸ πλαίσιο τῆς
χριστιανικῆς, περισσότερο «γνώσεως» παρὰ ζωῆς, ἔχουμε τελικῶς συνειδητοποιήσει
πὼς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔχει διατυπώσει καὶ ἀποκαλυπτικὰ ἀναλύσει μέσα σὲ
δύο παραβολές, τὴν ἔννοια τοῦ «θησαυροῦ» μὲ τὸ βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο
περιεχόμενό του;
Ἡ πρώτη παραβολή, παρμένη ἀπὸ τὴν ὄμορφη, ἀλλά,
περιφρονημένη ἀπὸ τὴν γενιά μας, ἀγροτικὴ ζωὴ (Ματθ. ΙΓ' 44), καὶ ἡ δεύτερη
ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴν παραζάλη τῆς ἐμπορικῆς ζωῆς. Τῆς ζωῆς
ἐκείνης ποὺ ὅποιος τὴν ἐπιλέγει, θὰ πρέπει νὰ γίνεται τόσο προσεκτικὸς στὸ κάθε
βῆμα τῶν συναλλαγῶν τοῦ (Ματθ. ΙΓ' 45-46).
Ἡ οὐσία τῶν παραβολῶν εἶναι πὼς ὁ θησαυρὸς εἶναι
πολύτιμος. Μὰ ταυτοχρόνως καὶ κρυμμένος. Ἴσως νὰ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὰ πόδια
σου, μὰ ἐσὺ νὰ μένεις ἀνυποψίαστος. Πού θὰ πεῖ, ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει
κρυμμένη καὶ μυστικὴ γιὰ ὅσους εἶναι ἐπιπόλαιοι καὶ δὲν ἔχουν διάθεση νὰ τὴν
βροῦν. Γιὰ δὲ τὸν ἀνυποψίαστο, ποὺ οἱ κεραῖες τῆς καρδιᾶς του εἶναι ρυθμισμένες
στὸ νὰ συλλαμβάνουν ἄλλα πράγματα, πεζὰ καὶ καθημερινά, ἡ βασιλεία αὐτὴ μοιάζει
σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει καν. Μόνο ὅποιος ἀρχίζει νὰ ἐννοεῖ ὅτι ὑφίστανται καὶ ἄλλες
πραγματικότητες, ποὺ δὲν ἀναλύονται, παρὰ στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς ποὺ λαχταρᾶ τὴν
ἀγάπη, μόνο τότε μπορεῖ νὰ ἀνακαλύψει τί θησαυρὸς κρύπτεται μέσα στὸ χωράφι τῆς
ὑπάρξεώς του. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀξία τοῦ θησαυροῦ τῆς πίστεως, ποὺ κορυφώνεται στὴν
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν, εἶναι ἀσύγκριτη καὶ ἀνυπέρβλητη, χρειάζεται
ἀγώνας μεγάλος, τόσο γιὰ τὴν κατάκτησή του, ὅσο καὶ γιὰ τὴν διασφάλισή του.
Ὁ καλὸς ἔμπορος, δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία ποὺ τοῦ δίνεται.
Ὅταν βρεῖ τον «πολυτιμο μαργαρίτη», πουλάει τὰ πάντα γιὰ νὰ τὸν
ἀγοράσει. Δίνει τὰ πάντα γιὰ ν' ἀγοράσει τὸ ἕνα, ποὺ στὴν ἀξία του εἶναι
ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπ' ὅλα τ' ἄλλα ποὺ κατεῖχε καὶ ποὺ ἕως τότε νόμιζε ὅτι αὐτὰ
εἶναι τὰ μοναδικά. Καὶ ὅταν πραγματοποιεῖ αὐτό, ὅταν δηλ. ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύψει
τὸ ποῦ βρίσκεται ὁ θησαυρός, ὅταν δώσει τὰ πάντα γι' αὐτὸν τὸν «πολύτιμο
μαργαρίτη» καὶ στὴ συνέχεια, ὅταν τὸν διασφαλίσει μέσα στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς καρδιά
του, ε, φίλοι μου, ὁ ἕως τότε ἀναζητητής, ἀνακαλύπτει τὸν προορισμό του. Αὐτῆς
δὲ τῆς μακαριότητας καὶ εὐλογίας, «οὐκ ἔσται τέλος».
Ἴσως τώρα νὰ ρωτήσει κάποιος: «Ναί, καταλάβαμε, ὅτι
τελικώς αὐτὸς ὁ θησαυρὸς ὁ πολύτιμος, εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ ἀναπτύσσεται στὸ
ἔδαφος τῆς πίστεως. Ἀλλὰ ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀνακάλυψαν καὶ ποῦ
βρίσκονται γιὰ νὰ τοὺς γνωρίσουμε; Καὶ κατ' ἐπέκτασιν, πῶς θὰ μπορέσουμε κι
ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ν' ἀνακαλύψουμε τὸν ἀμύθητο αὐτὸ θησαυρό;».
Μά, φίλοι μου, ἡ ἀπάντηση εἶναι τόσο εὔκολη, ἀφοῦ ἤδη
γνωρίζουμε τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ συνάμα ἔχουμε φίλους καὶ ἀδελφούς
τους Ἁγίους μας. Αὐτὲς δηλ. τὶς καταπληκτικὲς προσωπικότητες ποὺ ἀποδεικνύουν
στὴν πράξη τί θὰ πεῖ νὰ στρέφεται ἡ καρδιὰ στὸν οὐράνιο ἐκεῖνο θησαυρό,
ὄπου «Οὔτε σής, οὔτε βρῶσις ἀφανίζει καὶ ὅπου κλέπται οὗ διορύσσουσιν οὐδὲ
κλέπτουσιν».
Εἶναι πράγματι μεγάλο πράγμα νὰ ἔχουμε κοντά μας καὶ δίπλα
μας τοὺς ποδηγέτες αὐτοὺς ποὺ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ἀνακάλυψαν, ἔσκαψαν, βρῆκαν,
θησαύρισαν καὶ διαφύλαξαν τὸν «πολύτιμο μαργαρίτη» καὶ τὸν «οὐράνιον θησαυρὸν»
τῆς πίστεως, τῆς ἐν Χριστῷ δηλαδὴ ἀρετῆς καὶ τῆς ἀγάπης. Καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς
τώρα, τὸ ἂν καὶ κατὰ πόσον θὰ ἀποδείξουμε τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς καλοὺς μαθητὲς καὶ
γνήσια τέκνα τῶν θεοπνεύστων αὐτῶν σκαπανέων τῆς πίστεως καὶ τῶν ἀναρριχητῶν
τῆς φωτολουστῆς κορυφῆς τῆς ἀγάπης.
Ἐννοεῖται δέ, ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ συνδράμει σὲ πολὺ
μεγάλο βαθμό, ὅταν ἀποφασίσουμε αὐτὸ τὸν θησαυρὸ τῆς Σταυρικῆς Ἀγάπης νὰ τὸν
οἰκειοποιηθοῦμε. Τὰ φωτομορφα μάλιστα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Ἅγιοι δήλ.
ποῦ προσέχουν τὸν κάθε τοὺς λόγο καὶ τὴν κάθε τοὺς κίνηση, ὥστε νὰ μὴ
διασπαθίζεται καὶ νὰ μὴ χάνεται ἐκτός του Σώματος, ὁ πλουτισμὸς τῆς ἐμπειρίας
καὶ ὁ θησαυρὸς τῆς θεολογίας, μᾶς ὑποδεικνύουν ἐν πάση λεπτομερεία τὴν μέθοδο
καὶ τὸν τρόπο, ὥστε ὁ ἀγώνας αὐτὸς νὰ εἶναι «νόμιμος». Καὶ τοῦτο, διότι
ὑφίσταται πάντοτε καὶ ὁ μεγάλος κίνδυνος, ἐπάνω στὴν ἀδιακρισία τοῦ κανείς, νὰ
σκάπτει, ὄχι στὸ ἔδαφος ποὺ κρύπτεται ὁ θησαυρός, ἀλλὰ στὰ μπάζα τοῦ
ὑποκειμενισμοῦ, στὴ χωματερὴ τῶν «φασμάτων τῆς ἀληθείας». Νὰ τειχίζει σὲ
προσχώσεις καὶ νὰ οἰκοδομεῖ σὲ ἁρμύρες. Τότε, ἂν συμβαίνει αὐτό, ἀλλοίμονο, τὰ
ἀδειανὰ κονσερβοκούτια ποὺ λίγο γυαλίζουν στὸν ἥλιο, τὰ νομίζει γιὰ διαμάντια,
καὶ τὸν ἀνθυγιεινὸ ἄνθρακα, τὸν ἐκλαμβάνει ὡς θησαυρό. Ἔτσι, καταντᾶ,
ὥστε ὁ πλουτισμός του νὰ μὴν εἶναι καν θησαυρός, καὶ τὸ χειρότερο νὰ
ἀντιτίθεται σὲ ὅποιον σκάπτει στὸ κανονικὸ χωράφι ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῶν ἐπαϊόντων,
δήλ. τῶν φωτισμένων καὶ θεουμένων Ἁγίων.
Φαντάζεται λοιπὸν κανείς, πόσοι κόποι καὶ μόχθοι πᾶνε
χαμένοι καὶ πόση βλάβη καὶ ζημιά, ἤδη ἔχει ὑποστεῖ ἕνας τέτοιος ἔμπορος, ποὺ
ξεπουλᾶ τὰ ὅσα κατέχει γιὰ κάτι τί τὸ καλύτερο, καὶ τελικῶς ἐκεῖνο ποὺ
καταλήγει ν' ἀγοράσει δὲν εἶναι παρὰ κίβδηλο, ἄχρηστο καὶ κυρίως ἐπιζήμιο, τόσο
γιὰ τὸν ἴδιον, ὅσο καὶ γιὰ ὅσους λαμβάνουν μέρος στὴν πολύμοχθη ἐπιχείρηση.
Ἀλλὰ νὰ φυλάει ὁ Θεὸς ἀπὸ τέτοιες περιπτώσεις, ποὺ ἐκεῖνο
τὸ ὁποῖο φανερώνουν, εἶναι ἡ αἰθαλομίχλη τῆς ἀδιακρισίας καὶ ὁ ὀχληρὸς γνόφος
τῆς συγχύσεως καὶ τῆς πλάνης. Καὶ ὅπως γίνεται σὲ ὅλους φανερό, τὸ εὐρύτατο
αὐτὸ φάσμα τῆς ἀκαταλληλότητας τοῦ ἐδάφους, τῆς ἐξόρυξης τοῦ ἄνθρακα καὶ τέλος
ἡ «παζαριώτικη συλλογὴ καὶ ἀγοραπωλησία τῶν ρεταλιῶν», παρουσιάζει εὐρύτατο φάσμα
«ἀδελφικῆς ἀπονεύσης», καὶ ξεδιπλώνει βεντάλια μεγάλων ἀποκλίσεων καὶ
ἐποστράκισμα εὐαγγελικῆς συμπεριφορᾶς.
Στὸ πλαίσιο αὐτὸ τώρα, μπορεῖ κανεὶς νὰ ἁλιεύσει ἀπὸ
περιπτώσεις οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἀκατάσχετη δίψα, ὡς πρὸς τὸν
ἐπίγειο πλουτισμὸ καὶ τὶς ἀθέμιτες ἀπολαύσεις τῶν ἡδονῶν, ἕως καὶ αὐτὲς τὶς
λεπτὲς ψυχικὲς ἀποχρώσεις ποὺ ἀποκαλύπτουν τὴν ἀντικειμενικὴ ποιότητα τῆς
«πνευματικῆς ζωῆς». Στὴν παράγραφο δὲ αὐτὴ ἐντάσσεται καὶ ἡ ἐμμονὴ ὁρισμένων,
νὰ ἀποχωροῦν ἀπὸ τὸν χῶρο ποὺ ἔχει ἤδη ἀνακαλυφθεῖ ὁ «μαργαρίτης καὶ ὁ
θησαυρός», καὶ τὸ νὰ σκάπτουν σὲ διαφορετικὰ καὶ χέρσα χωράφια. Ἀλλὰ καὶ ἡ
ἐπιμονή τους γιὰ ἀναρρίχηση ἀπὸ τὰ ὀλισθηρὰ ἀκρόβραχα, τὰ χαρτογραφημένα ἀπὸ
τοὺς εἰδικοὺς μὲ ἔνδειξη «ἐπικινδυνότητας», καὶ ποὺ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιλογῆς
τους ἐπιφέρουν τὸ «σισύφειον δράμα», στὶς καλύτερες τῶν περιπτώσεων.
Ἐπίσης, στοὺς χώρους αὐτοὺς τοῦ ἄκρατου ὑποκειμενισμοῦ,
ἐπιπολάζει καὶ ἡ θεωρία ὅτι δῆθεν ὅλα τὰ «χωράφια» καὶ ὅλα τὰ «οἰκόπεδα» ἔχουν
τὴν ἴδια ἀξία, ἀφοῦ στὸ ὑπέδαφός τους διασφαλίζεται ἡ ἴδια «φλέβα χρυσοῦ».
Δοξασίες τῷ ὄντι καταγέλαστες, ἀφοῦ καὶ στὶς δύο τῶν
περιπτώσεων, καταδεικνύεται, τόσο ἡ ἀπουσία ἢ μᾶλλον ἡ περιφρόνηση τῆς «λυδίας
λίθους» ἐκ μέρους τοῦ «οἰκοπεδούχου Σισύφου», ὅσο καὶ ἡ ἔλλειψη ἐμπορικοῦ
πνεύματος ἀπὸ τοὺς κυρίους τῆς κίβδηλης ἀγαπολογίας καὶ τοῦ προγραμματισμένου
καὶ ἐπιδοτούμενου «ἀναδασμοῦ».
Φυσικὰ ἡ κοινὴ συνισταμένη ὅλων αὐτῶν τῶν διελκυστίνδων
καὶ τῶν φυγόκεντρων δυνάμεων, εἶναι ἡ ἀπουσία αὐτοῦ του πολύτιμου θησαυροῦ καὶ
ἡ ἐμπορικότητα τοῦ «χρυσωμένου χαπιοῦ». Ὅσο δὲ γιὰ τὴν ἀγάπη, μὰ αὐτὴ
ἀπουσιάζει σὲ «μόνιμες διακοπές», ἀφοῦ οἱ παγεροὶ ἄνεμοι τοῦ κάθετου
ἀπομονωτισμοῦ, καὶ ὁ λίβας τοῦ ἰσοπεδωτισμοῦ, τῆς ἀρνοῦνται πεισματικὰ τὴν
ὄμορφη καὶ ζεστὴ θαλπωρή. Ἀλλὰ πῶς μπορεῖ νὰ συμβαίνει διαφορετικά, ὅταν
ὁ «πολύτιμος μαργαρίτης» ποὺ προσωποποιεῖται ἀπολύτως στὸ Θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ
Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη Αὐτοῦ, καὶ κατ' ἐπέκταση
στὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν, πῶς εἶναι δυνατόν, ὅταν ἀπὸ τρόπο ζωῆς καὶ βίωμα θείου
ἔρωτος, ἁγιότητος καὶ ἀδελφικῆς ἀγάπης, μέσα στὴ λατρευτικὴ σύναξη τοῦ σώματος
τῆς Ἐκκλησίας, μεταβάλλεται εἴτε σὲ «θρησκευτικὴ ἰδεολογία» καὶ σὲ «καρικατούρα
ποιμαντικῆς ὁδηγητικῆς», εἴτε σὲ σχέδια πλουτισμοῦ, μὲ τίμημα τὸν στραγγαλισμὸ
τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας;
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναπτυχθεῖ καθέτως καὶ ὁριζοντίως ἡ
ἀγάπη, ὅταν ἀπὸ τὴ συνείδηση, στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς, χάνεται ἡ ἐπαφὴ πρὸς τὸ
πρόσωπο τὸ «κατ' εἰκόνα Θεοῦ», καὶ τὰ μέσα πρὸς κάθαρση μεταβάλλονται σὲ
ἐργαλεῖα καὶ σὲ ὄπλα ἐναντίον τῶν «καθ' ἠμῶν»;
Φυσικά, σὲ τέτοιο σκληρὸ ἔδαφος καὶ μὲ ἀποδεδειγμένο τὸ
πετρῶδες ὑπέδαφος, μὲ τέτοιες δήλ. προϋποθέσεις, εἶναι ἀδύνατον ν' ἀνθίσει καὶ
νὰ εὐωδιάσει τὸ ἄνθος τῆς ἀγάπης. Οὐδέποτε αὐτὸ τὸ κίβδηλο κατασκεύασμα, θὰ
διαχύσει τὶς φωτεινὲς ἀποχρώσεις στὶς πλευρές του. Στὶς πλευρὲς της
ἀνεπυτυχοὺς ἀπομιμήσεως τοῦ «διαμαντιοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας».
Ἔτσι λοιπόν, ὁ θησαυρὸς παραμένει κρυμμένος καὶ
θαπτόμενος. Ἡ δὲ πνοὴ τῆς ἀγάπης περιφέρεται καὶ ζητᾶ νὰ βρεῖ καρδιὲς ζεστές,
εἰλικρινεῖς καὶ ἁπλές, γιὰ ν' ἀνοίξει τοὺς μυρίπνοους κάλυκες καὶ γιὰ νὰ
ὁδηγήσει ὅσους μὲ στοργὴ τὴν φιλοξενοῦν, σὲ Αὐτὸν ποὺ τὴν ἔφερε στὴν γῆ καὶ τὴν
φύτευσε στὸν ἀγρὸ τῆς Ἐκκλησίας μας διὰ τοῦ Σταυροῦ Του.
Ὅμως, δόξα τῷ Θεῶ φίλοι μου, γνωρίζουμε τὸν θησαυρὸ τῆς
πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης ποὺ ἀνακάλυψαν καὶ ἔζησαν οἱ μεγάλοι μας φίλοι, οἱ
Ἅγιοι, τὴ ὑποδείξει καὶ χειραγωγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συνάμα δὲ ἔχουμε οἱ
πιστοί, μέσα στὴν λειτουργικὴ καὶ ἀδιάσπαστη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας,
συνειδητοποιήσει τὴν ἀλήθεια. Τὴν ἀλήθεια, ὅτι οἱ ἱεροὶ καὶ θεοπαράδοτοι θεσμοὶ
τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ἡ νηστεία καὶ γενικῶς ἡ εὐλογημένη ἄσκηση, δὲν
ἀποτελοῦν αὐτοσκοπό, ἀλλὰ μέσα παιδαγωγικά, γιὰ νὰ φθάσει κανεὶς στὸν
εὐλογημένο, μοναδικὸ καὶ ἀπόλυτο σκοπὸ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης.
Ὅταν μάλιστα, τὰ ὑποβοηθητικὰ αὐτὰ μέσα ἀπὸ τὰ τόσα
βεβαίως ποὺ ὑφίστανται στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς βιωτῆς τῶν Πατέρων μας,
ἐφαρμόζονται «ἐν κρυπτῷ», ὅταν δηλ. ὁ πιστὸς δὲν «βγάζει ὄνομα ἀσκήσεως» καὶ
δὲν ἀποφεύγει τὴν σύναξη «σὺν πάσι τοῖς ἁγίοις», τότε «ὁ Πατήρ, ὁ βλέπων ἐν τῷ
κρυπτῷ, ἀποδώσει ἐν τῷ φανερῷ».
Ἀδελφοί μου, ἡ ευλογημένη καί κατανυκτική περίοδος πού ἐντός ὀλίγου θά εἰσέλθουμε, τῆς αγίας καιμεγάλης Τεσσαρακοστῆς, θά μάς βοηθήσει μέσω τοῦ σύντονου καιδιακριτικοῦ αγώνα, ἐννοείται δε μέσα ἀπό ισσοροπημένη, ὄμορφηκαί χαρούμενη διάθεση, πλήν τῶν άλλων νά διαγνώσουμε, καίστή συνέχεια νά
θεραπεύσουμε πάθη καί αδυναμίες πού οπωσδήποτε θά ἀνακαλύψουμε στό υπέδαφος τῆς ψυχῆς μας. Μη
λησμονούμε όμως ποτέ, ότι η ζωή μας θά πρέπει νά αυξάνεται εντός τῆς Εκκλησίας καί νά εἶναι ἀπολύτως
Χριστοκεντρική.
Ναί, αὐτος ὁ Κύριος εἶναι ὁ θησαυρός μας. Αυτός τό ἀκρότατο αγαθό. Αυτός ὁ πόθος καί η λαχτάρα τῆς καρδιάς μας καί Αυτός ὁ αιώνιος πλουτισμός μας. Ενώπιον Αυτοῦ, τά πάντα, ἀκόμα καί εκείνα πού έχουν κάποια ἀξία, χάνονται καί ούτε καν μπορούν νά προσεχθούν καί νά ἀξιολογηθούν. «Πάντα σκιά, καν δόξανειπης, καν ευδοκίμησην, καν πλοῦτον, καν τρυφήν, καν ό,τι
ουν ετερον βιοτικό» (Ι. Χρυσόστομος, Ὀμιλία ΚΘ'
εἰς Β' Κορινθ.).
Ἀλλ' ας κλείσουμε με τούτον τον επιγραμματικό λόγο, πού μας κάνει νά συνειδητοποιούμε τήν ουσία τοῦ θησαυρού μας και ρυθμίζει την καρδιακή μας πυξίδα, χαράσσοντας συνάμα καί τήν ψυχική μας αυτοσυνειδησία:«Ο άνθρωπος ἀξίζεόσο ¨ζυγίζει¨. Καί ζυγίζει, ὄσο ἀκριβως ἀγαπα»!
Ἀμήν.