Από παιδάκι στην
Εκκλησία
Από την παιδική ακόμα ηλικία ο Νικόλαος, γιος του Ιωάννη
και της Αυγουστίνας Μελισσουργού, έδειχνε την κλίση του προς τα ιερά και τα
όσια. Γεννημένος το έτος 1851 στη Νάξο από σχετικά εύπορους γονείς, δεν άργησε
να αποκαλύψει πως ήταν αγιασμένος από την κοιλιά της μητέρας του και να
προκόπτει σοφία και ηλικία και χάριτι (Λουκ. 2, 52), ενώπιον του Θεού και των
συνανθρώπων του.
Παιδί ακόμα τον έθελγαν τα αγαπητά σκηνώματα (Ψαλμ. 83, 1) του
Κυρίου. Έτρεχε στο Ιερό Βήμα για να υπηρετεί τον ιερέα παππού του Γεώργιο
Μελισσουργό καθώς ιερουργούσε. Είχε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής και του σώματος
του για να ακούν και να δέχονται τα ιερά λόγια των ευχών και των ύμνων. Τα
πρώτα γράμματα διδάχθηκε από τον ιερέα παππού του, τον οποίο και συνόδευε στις
λειτουργίες και τους εσπερινούς που εκείνος τελούσε στα πολλά εξωκλήσια,
βοηθώντας τον στο Ιερό και το ψαλτήρι και παρατηρώντας την ευλάβεια με την
οποία ιερουργούσε. Έτσι και για το μικρό Νικόλαο είχε εφαρμογή ο ευαγγελικός
λόγος, δεν έφευγε από το ναό, αλλά λάτρευε τον Θεό νύχτα και μέρα... (Λουκ. 2,
37). Αυτή η ευλαβής ενασχόληση είλκυσε πλουσιότερη τη χάρη του Θεού και τον
προίκισε με το προορατικό χάρισμα. Είναι βεβαιωμένο, για παράδειγμα, το
ακόλουθο περιστατικό:Ένα βράδυ χειμωνιάτικο καθόταν μπροστά στο τζάκι του
σπιτιού όλη η οικογένεια. Οι γονείς του ανήσυχοι συζητούσαν για την τύχη του
καϊκιού τους που βρισκόταν σε ταξίδι στο φουρτουνιασμένο Αιγαίο ή στη θάλασσα
της Προποντίδας, πλέοντας προς την Πόλη. Ο Νικόλαος, φωτισμένος από τον Θεό,
είπε στους γονείς του: «Το καΐκι μας «Ευαγγελίστρια» αυτή τη στιγμή βυθίζεται
κοντά στην Πόλη...». Τρομαγμένος ο πατέρας του λέει στη γυναίκα του!«Τι λέει το
παιδί;».Όπως αποδείχθηκε, ακριβώς εκείνη τη μέρα και ώρα είχε βυθισθεί το καΐκι
τους!
Από τη Νάξο στην
Αθήνα
Η απώλεια του καϊκιού, μαζί με τους ναυτικούς του,
στοίχισε συναισθηματικά στον πατέρα του παιδιού. Τον πήρε «η κάτω βόλτα».Έχασε
την υγεία του και σε σύντομο σχετικά διάστημα έφυγε από την παρούσα ζωή,
αφήνοντας χήρα τη γυναίκα του, με το Νικόλαο τότε 14 ετών και τη μικρότερη
αδελφή του. Έτσι πλέον, ορφανός από πατέρα και πολύ νέος ο Νικόλαος βρέθηκε
προστάτης της χήρας μητέρας και της αδελφής του. Η ζωή στη Νάξο, χωρίς το
καΐκι, ήταν δύσκολη. Η πρόνοια όμως του Θεού τους «μεταφύτεψε» στην Αθήνα για
να εξασφαλίσουν πόρους ζωής, επειδή εξαιτίας των αντίξοων περιστάσεων της
εποχής στερήθηκαν σύντομα και από τα άλλα περιουσιακά τους στοιχεία και επειδή
άλλα ήταν τα σχέδια του Κυρίου για τον αφοσιωμένο του δούλο Νικόλαο. Η μητέρα
του Νικολάου, η Αυγουστίνα, επιδόθηκε σε σκληρό αγώνα για να ζήσει την
οικογένειά της. Έκανε οποία εργασία παρουσιαζόταν. Παραμάνα και οικιακή βοηθός
σε ευκατάστατες οικογένειες, κεντήτρια, εργάτρια σε κήπους και αμπελώνες. Όταν
αυτό ήταν δυνατόν έπαιρνε μαζί της και τα δυο παιδιά, όχι μόνο για να την
βοηθούν αλλά και για να 'χει την επίβλεψή τους, φοβούμενη να τα αφήσει μόνα
τους, μήπως και αντιμετωπίσουν κάποιον από τους κινδύνους που ελλόχευαν στην
πρωτεύουσα. Ο Νικόλαος όταν δεν είχε βιοποριστικές ασχολίες, έτρεχε κοντά σε
κληρικούς και φωτισμένους μοναχούς για να ακούει πνευματικούς λόγους σύχναζε σε
ιερές Ακολουθίες και Αγρυπνίες, βοηθούσε τους ιερείς στο Άγιο Βήμα ή τους
ψάλτες στο αναλόγιο. Την Κυριακή συνήθως εκκλησιαζόταν στο ναό της
Μεταμορφώσεως Πλάκας, προσφέροντας συνάμα όποιο διακόνημα του ζητούσαν.Έτσι
τρεφόταν πνευματικά, στερεωνόταν στην πίστη, εμπέδωνε τα Ιερά γράμματα και
διαπίστωνε ότι ο Θεός τον καλούσε στη διακονία της ιερωσύνης.
Γάμος και χειροτονία
Αλλά η μητέρα του, επηρεασμένη και από το παράδειγμα του
πατέρα της, του αγαθού ιερέα Γιώργου Μελισσουργού, επιθυμούσε να δει τον
Νικόλαο έγγαμο κληρικό. Πράγμα που έγινε όταν μες στον κύκλο τους βρέθηκε σεμνή
κοπέλα από τα Κύθηρα, η Ελένη Προβελέγγιου. Και την άνοιξη του 1879, σε ηλικία
28 ετών, τελέσθηκε ο γάμος τους στο ναό Μεταμορφώσεως της Πλάκας, ενώ στις 28
Ιουλίου του ίδιου έτους και στον ίδιο ναό χειροτονήθηκε διάκονος. Από την πρώτη
στιγμή οι ενορίτες περιέβαλαν με αγάπη και σεβασμό τον νεαρό διάκονο, γνωστό
τους άλλωστε από τη μέχρι τότε προσφορά των υπηρεσιών του στο Ιερό και στο
αναλόγιο. Αλλά και εκείνος ήταν ιδιαίτερα εξυπηρετικός προς αυτούς στις
θρησκευτικές τους ανάγκες. Ο συζυγικός του όμως βίος πάνω στο χρόνο δοκιμάστηκε
σκληρά. Το 1880 η διακόνισσα του Ελένη, αφού γέννησε το παιδί τους στο οποίο
δόθηκε το όνομα του παππού του Γιάννη έφυγε ξαφνικά από τη ζωή, ο δε Νικόλαος
κλήθηκε να σηκώσει το σταυρό της χηρείας, όπως είχε συμβεί και με τη μητέρα
του, έχοντας και ένα παιδί βρέφος. Εδώ φάνηκε η απέραντη υπομονή και η
εμπιστοσύνη του στην πρόνοια του Θεού, στην οποία αφέθηκε αυτός και το παιδί
του. Και κατά πρώτον μοιράστηκε την πατρική περιουσία, που είχε απομείνει, με
την αδελφή του. Ύστερα δεν πέρασε πολύς καιρός, όταν ένας πατριώτης του τον
παρακάλεσε να τον λυπηθεί γιατί κινδύνευε η περιουσία του από χρέος. Αμέσως
προσεφέρθη ο πονόψυχος να βάλει την περιουσίαν του ενέχυρο, για να σωθεί ο
πλησίον του, ώσπου του την πήρανε και ησύχασε. Απαλλαγείς λοιπόν από τις
κοσμικές και κτηματικές φροντίδες, επεδόθη εξ ολοκλήρου, ψυχή τε και σώματι,
εις την ζωήν των μεγάλων ασκητών της ερήμου, εν μέσω της πολυθορύβου πόλεως των
Αθηνών. Αφού ανέθεσε τη φροντίδα του γιου του στη μητέρα και την αδελφή του,
έγινε μοναχός και αφοσιώθηκε στη λατρεία του Θεού και στη διακονία ψυχών και
σωμάτων των εμπερίστατων και των ευσεβών χριστιανών οι οποίοι αναπαύονταν να
βρίσκονται κοντά του και να οικοδομούνται πνευματικά. Πέντε χρόνια υπηρέτησε ως
διάκονος. Στις 2 Μαρτίου του 1884, όπως μαρτυρεί και ιδιόγραφο σημείωμά μου,
χειροτονήθηκε ιερέας «εις την Εκκλησίαν του προφήτου Ελισσαίου», ένα ταπεινό
εκκλησάκι στο κέντρο της αγοράς, στο οποίον αργότερα επρόκειτο να τελεί τις
Αγρυπνίες, με ψάλτες τους μεγάλους των νεοελληνικών Γραμμάτων Αλέξανδρο
Παπαδιαμάντη και Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Έκτοτε και επί 48 ολόκληρα χρόνια, μέχρι
την οσιακή κοίμηση του, διακρίθηκε ως ο λειτουργικότερος ιερέας και άνθρωπος
προσευχής, του οποίου η ζωή υπήρξε μία αδιάκοπη διακονία του θυσιαστηρίου.
Στους ναούς, «από
φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός»
Στους ναούς και του Αγίου Παντελεήμονος, κοντά στον Ιλισσό
ποταμό, και της ακόμη πτωχότερης και απόμερης τότε Εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου
του Προδρόμου του λεγομένου «Κυνηγού», στη σημερινή οδό Βουλιαγμένης. Διακρίθηκε
ως ο λειτουργικότερος ιερεύς, άνθρωπος προσευχής, του οποίου η ζωή υπήρξε και
αναδείχθηκε συνεχής διακονία του Θυσιαστηρίου. Από «φυλακῆς πρωίας μέχρι
νυκτός» παρέμενε στο ναό. Ήταν αφιλάργυρος κατά τον τρόπο και πλήρης έργων
αγαθών και ελεημοσύνης. Του αρκούσε για τροφή λίγο ψωμί και λίγα χόρτα, τα
οποία συνέλεγε ο ίδιος, και κάποιες φορές, λίγο γάλα που του πρόσφεραν βοσκοί
στην ερημική τότε περιοχή της ενορίας του. Αλησμόνητες παρέμειναν οι αγρυπνίες
τις οποίες ετελούσε στο ναό του Αγίου Ελισσαίου Αθηνών. Αναφέρονται και
μαρτυρίες παιδιών, ότι τον έβλεπαν κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας
μεταρσιωμένο να στέκεται υπεράνω της γης. Μαρτυρίες δε περιφανών λογίων, όπως
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και Αλέξανδρου Μωραϊτίδου, που έψαλλαν στις αγρυπνίες
τις οποίες ετελούσε, εξαίρουν τη σπάνια και αγία ιερατική αυτού προσωπικότητα.
Τον παπα-Νικόλα γνώρισαν ως λειτουργό και άλλα ταπεινά εκκλησάκια γύρω από την
Ακρόπολη, καθώς αναφέρει και ο Φώτης Κόντογλου, στα οποία τελούσε κυρίως
Αγρυπνίες, όπως του Άη-Γιάννη του Κυνηγού (μετέπειτα Άγιος Ιωάννης της οδού
Βουλιαγμένης), των Τριών Ιεραρχών Παγκρατίου, του Αγίου Γεωργίου Κουκακίου, του
Αγίου Λαζάρου, του Αγίου Φανουρίου Παγκρατίου, του Αγίου Σπυρίδωνος Μαντουκά,
του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη. Αλλά τις Κυριακές και μεγάλες εορτές
λειτουργούσε στην ενορία του (Άγιο Παντελεήμονα Ιλισσού), με τους λίγους
ενορίτες. Ώσπου μια μέρα «τον επεσκέφθη ένας ιερεύς άνευ ενορίας και τον
παρεκάλεσε να συλλειτουργήσουν και αυτός ως καλός και αγαθός τον εδέχθη
ολοψύχως». Εκείνος όμως συμφώνησε με τους επιτρόπους τού ναού και έδιωξαν τον
παπα-Νικόλα, στέλνοντάς τον στην εκκλησία του Άη-Γιάννη του Κυνηγού (ή «του
αγρού»), που ως ενορία αριθμούσε μόλις 8 οικογένειες και βρισκόταν αρκετά
μακριά από το κέντρο της Αθήνας. Η απομάκρυνσή του από τον Άγιο Παντελεήμονα
τον στενοχώρησε. Μια βραδιά, φεύγοντας από τον Άγιο Ιωάννη για να πάει στο
σπίτι του, έκλαιγε στο δρόμο. Έρημος ο τόπος τότε. Βλέπει έξαφνα στο δρόμο ένα
νεαρό παληκάρι και του λέγει: Τι κλαις, πάτερ μου; Κλαίω, παιδί μου, γιατί με
διώξανε από τον Άγιο Παντελεήμονα. Μη λυπείσαι, πάτερ μου, και εγώ είμαι
πάντοτε μαζί σου. Του λέγει: Ποιος είσαι συ, παιδί μου; Εγώ είμαι ο
Παντελεήμων, που μένω στον Νέο Κόσμο και τον έχασε αμέσως από εμπρός του. Αυτήν
την οπτασία την διηγείτο ο ίδιος επί λέξει εις μίαν κόρην της συνοδείας του.
Ταπεινός, απλούς,
υπομονετικός
Ο Άγιος λευίτης δεν διακρινόταν μόνο για την αγάπη του
προς τους φτωχούς και τους εμπερίστατους. Ήταν ακόμα γνωστός για την ταπεινότητα,
την απλότητα και την υπομονή του. Δηλαδή αρετές που σπανίζουν στην εποχή μας. Ο
αγαθός ιερέας είχε εμπεδώσει την ευαγγελική αλήθεια ότι χωρίς την πραότητα και
την ταπείνωση δεν ήταν δυνατό να βρει «ανάπαυσιν» στην ψυχή του. Λίγα χρόνια
πριν την κοίμηση του, μετά τη θεία Λειτουργία που τελείωσε στις 3 μ.μ. κι ενώ
ήταν κατάκοπος, έρχεται κατά πολύ νεότερος συνεφημέριος του και του λέει: Να
πας να κοινωνήσεις ένα μελλοθάνατο στο τάδε σπίτι. Οι παριστάμενοι απόρησαν,
ακούγοντας τέτοια παραγγελία προς τον κατάκοπο γέροντα από νεότερο του κληρικό.
Ο άγιος «δεν είπε τίποτα, τα παραμέρισε όλα η αγία υπομονή. Επήρε την Αγία
Κοινωνία... και άρχισε να βαδίζει, με τη γνωστή του βραδυπορία...Όταν γύριζαν,
αφού κοινώνησε τον ασθενή, η θέα του παππού μετά των συνοδών του ήτο
κατανυκτική... Όταν πλησίαζαν στην εκκλησία, στο δρόμο, όσα κάρα και αμάξια
περνούσαν εκείνη την ώρα στάθηκαν όλα, και κατέβηκαν οι καραγωγείς, έσκυψαν το
κεφάλι τους... και σταυροκοπούμενοι εκθείαζαν για μια ακόμα φορά την αρετή του
παπα-Νικόλα».
Με αγγέλους και
αγίους
Πάντοτε την παραμονή του αγίου Παντελεήμονος τελούσε
Αγρυπνία στον ιερό ναό του στον Ιλισσό. Μια χρονιά όμως ήταν άρρωστος με υψηλό
πυρετό. Οι δικοί του τον απέτρεπαν να πάει για την Αγρυπνία. Εκείνος φλεγόταν
από αγάπη προς τον Άγιο. Και πήγε. Όπως έλεγε αργότερα, τη νύχτα, μετά τη Λιτή
ακούμπησε, εξαντλημένος από τον πυρετό, στην άκρη της Αγίας Τραπέζης. Και
βλέπει εμπρός του τον Άγιο «να κρατά ένα μικρό ποτήρι γεμάτο φάρμακο» και του
λέει: «Πιέτο, πάτερ μου, να γίνης καλά». Το πήρε, το ήπιε, έφυγε ο πυρετός,
έγινε τελείως καλά. Και έλεγε: «Επί μίαν εβδομάδα είχα τη γλύκα στο λάρυγγά
μου... Το θεώρησα αμαρτία και αγνωμοσύνη να μη το ειπώ...». Κάποτε ξεκίνησε να
πάει μόνος του σ' ένα ερημοκλήσι στο Περιστέρι όπου θα γινόταν αγρυπνία.
Σύντομα όμως έχασε το δρόμο και άρχισε να περιπλανιέται στα μονοπάτια μες στα
χωράφια. Καθώς προχωρούσε προσευχόμενος, βλέπει μπροστά του ένα όμορφο νέο που
του είπε! « Έχασες το δρόμο σου, πάτερ; Θα σε οδηγήσω εγώ». Μόλις όμως έφτασαν
στο ερημοκλήσι και γύρισε να ευχαριστήσει τον νέο, «αμέσως εκείνος ηλαμψένε
[έλαμψε] και τον έχασα», έλεγε ο ίδιος στα πνευματικά του παιδιά.
Αφιλοχρήματος και
φιλάνθρωπος
Τέλεσε κάποτε την Παράκληση στο σπίτι ενός ευκατάστατου
χριστιανού, ο οποίος στο τέλος του έδωσε φάκελο κλειστό που περιείχε σεβαστό
για την εποχή ποσό. Ο παπα-Νικόλας πήρε τον φάκελο και «τον έδωσε αμέσως
κλειστόν σε μια πτωχή, που τον περίμενε πότε να τελειώσει την Παράκληση », προς
μεγάλη στενοχώρια του χριστιανού που είπε:« Μα τον ευλογημένον, να μη κοιτάξη
καν τι του έδωσα;». Μια κυρία, θέλοντας από δαιμονική περιέργεια να δοκιμάσει
τον άγιο, τον κάλεσε να έρθει στο σπίτι της να κάνει 40 Παρακλήσεις, επειδή
είχε οικογενειακές φουρτούνες, επί 40 απογεύματα. «Μετά χαράς, παιδί μου», της
απάντησε. Μετά την πρώτη Παράκληση του έδωσε μια δεκάρα. Εκείνος την πήρε «
απαθώς».Του λέει: Σε περιμένω και αύριο. «Μετά χαράς», της επανέλαβε. Αυτό
συνέβη επί 40 απογεύματα. Και κάθε φορά αυτή του έδινε μία δεκάρα, ο δε άγιος
εξακολουθούσε να την παίρνει ήρεμα. Στο τέλος η κυρία, έχοντας καταλάβει το
λάθος της, ζήτησε γονατιστή συγγνώμη, λέγοντάς του: «Συ είσαι ο ενδεδειγμένος
ιερεύς της υπομονής και του καθήκοντος!» Όπως εκμυστηρευόταν καμιά φορά σε
κάποια έμπιστη, πνευματική του κόρη, «είχε κόψει μισθόν εις ένδεκα οικογενείας
χηρών και ορφανών και μάλιστα στις πιο νεαρές χήρες, διότι η φτώχεια τις εξωθεί
προς την διαφθοράν. Χρόνια διετήρει το επίδομα, ώσπου βλέπαμε τα παιδιά τους
μεγάλα... να έρχωνται εις την εκκλησία, να πάρουν το επίδομα. Περνούσε πολύ
χρήμα από τα χέρια του, αλλά αμέσως διωχετεύετο στην ελεημοσύνη. Ως και νεαρούς
διάκους βοηθούσε να σπουδάσουν. Πολλές φορές δεν είχε ούτε μια πεντάρα επάνω
του...».
Θαύματα και «σημεία»
Μια φορά ήταν πολύ εξαντλημένος από τις πολλές Ακολουθίες
που τελούσε. Ένας φαρμακοποιός του ετοίμασε φάρμακο (κρασί με διάφορα τονωτικά
και μικρή δόση αρσενικού), για να πίνει κάθε μέρα ένα ποτηράκι. Η οικογένειά
του ανέλαβε να του το δίνει. Δυο μέρες μετά, από απροσεξία, πήρε μαζί του το
μπουκαλάκι με το αρσενικό (δηλητήριο). Πήγε στην εκκλησία, και αφού «κατέλυσε»
ήπιε και όλο το περιεχόμενο του. Γυρίζοντας στο σπίτι, οι δικοί του θέλησαν να
του δώσουν τη δόση. Καθώς διεπίστωσαν τι είχε συμβεί, ανησύχησαν. Αλλ' εκείνος
τους είπε: Μη στενοχωρείσθε, γιατί ο Κύριος είπε• κάν θανάσιμόν τι πίπτε ου μη
βλάψη υμάς (Μαρκ. 16, 18). Σε αρκετές θείες Λειτουργίες που τελούσε
προσέρχονταν πολλοί χριστιανοί. Μια φορά πήγε κάποια γυναίκα άγνωστη να του
δώσει ένα πρόσφορο. Αφού την κοίταξε καλά της είπε: «Δεν μπορώ να το πάρω».
«Γιατί»; τον ρώτησε. «Γιατί ζης αστεφάνωτη»! Η γυναίκα κατάλαβε την αμαρτία της
και άρχισε να κλαίει. «Τι να σου κάμω; Κλαίω κι εγώ μαζί σου, αλλά δεν μπορώ να
το πάρω». Η Μια οικογένεια επί τρία χρόνια δεν είχε ειδήσεις από το γιο της που
ήταν στρατιώτης στην ελληνική αποστολή στη Ρωσία. Δεν ήξεραν αν ζει η πέθανε.
Πληροφορίες δεν μπορούσαν να πάρουν από τις αρμόδιες Αρχές. Είχαν ακούσει για
τα χαρίσματα του παπα-Νικόλα. Πήγαν και τον βρήκαν στην εκκλησία. Του είπαν τον
πόνο τους. «Ελάτε αύριο και θα σας ειπώ», ήταν η απάντησή του. Τη νύχτα
προσευχήθηκε επί ώρες. Την επόμενη μέρα τους είπε: «Ζη το παιδί σας και εις το
τέλος της εβδομάδος θα έχετε γράμμα, και τον άλλο μήνα θα τον ιδήτε να έλθη».
Όπως και έγινε! Αλλά και μετά την οσιακή κοίμηση του αναφέρονται θαύματα, δια
των πρεσβειών του, όπως τα επόμενα: Κάποιος συγγενής του υπέφερε από
ρευματοαρθρίτιδα. Μια μέρα επικαλέσθηκε με δάκρυα τη μεσιτεία του παπα-Νικόλα,
ενώ ζήτησε να του φέρουν ένα ράσο του. Όταν το έφεραν, το δίπλωσε προσευχόμενος
και ζητώντας τη βοήθειά του. Αυτό ήταν! Έπαψαν οι πόνοι, ο άρρωστος έγινε
τελείως καλά και γύρισε στη δουλειά του. Γυναίκες που λογομαχούσαν με τους
άντρες τους, πήγαιναν στον τάφο του, έπαιρναν λίγα φύλλα που έπεφταν πάνω σ'
αυτόν, θύμιαζαν με κείνα το σπίτι τους και επανερχόταν η οικογενειακή γαλήνη.
Η οσιακή τελείωση
Ο ακάματος ποιμένας είχε φτάσει πλέον σε βαθύ γήρας. Το
1931 ήταν 80 ετών. Επί πενήντα σχεδόν χρόνια δεν είχε παύσει να λειτουργεί, να
αγιάζει, να τελεί Παρακλήσεις, Ακολουθίες και Αγρυπνίες. Αρχές Ιουνίου του 1931
μόλις τελείωσε τη θεία Λειτουργία στο εκκλησάκι του Προφήτη Ελισσαίου
λιποθύμησε από την εξάντληση. Τα πνευματικά του τέκνα τον έφεραν στο νάρθηκα
και φώναξαν γιατρό. Ενώ αυτός πήρε το χέρι του να του κάνει μια ένεση, ο
παπα-Νικόλας άπλωσε το άλλο χέρι ικετευτικά στην εικόνα του Χριστού,
λέγοντας:«εν μποώ... άλλο». (δεν μπορώ άλλο). Μεταφέρθηκε στο σπίτι του. Από
την ημέρα αυτή μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου δεν λειτούργησε, αλλά διάβαζε μαζί με
μια βοηθό του κάθε μέρα την Ακολουθία του Όρθρου. Επιστρατεύοντας τις λιγοστές
του δυνάμεις λειτούργησε, με πολύ κόπο και αμέτρητη ευλάβεια, την ημέρα μνήμης
του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου (23 Οκτωβρίου), για τελευταία φορά. Η ψάλτρια
στις Ακολουθίες που τελούσε στα εκκλησάκια των Αθηνών, η μοναχή Βικτωρία,
περιέγραψε ως εξής τις τελευταίες του στιγμές: «Την Πέμπτη το πρωί, τη μόνη
μέρα που έπεσε στο κρεβάτι, και δεν εζήτησε να του διαβάσουν Ακολουθία, ηρνήθη
πάσαν τροφήν ή ρόφημα, έως τας 7 το βράδυ. Εις τας 9 η ώρα έβαλαν να φάνε και
του ζήτησαν την ευλογία, και είπε: «η θεία χάρις να τα πληθαίνη». Κατά τας 10
μ.μ. εκεί που μιλούσαν του ήρθε ένας βηχάκος, έβηξε τρεις φορές και έφυγε σαν
πουλάκι...». Την άλλη μέρα τον μετέφεραν στο ναό του Αγίου Ιωάννου και η σορός
του επί τρεις ημέρες είχε εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ οι καμπάνες του
Αγίου Ιωάννου, του Αγίου Παντελεήμονος και της ενορίας που κατοικούσε ηχούσαν
πένθιμα. Πήγε και ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ο σοφός Καθηγητής Χρυσόστομος
Παπαδόπουλος και αφού έψαλε τη νεκρώσιμη Ακολουθία, προσφώνησε τον άγιο λευίτη,
εντυπωσιασμένος από τη συρροή χιλιάδων χριστιανών. Ο παπα-Νικόλας, μετά από
αίτημα τους ετάφη στον περίβολο του Αγίου Ιωάννου, το Ψυχοσάββατο 2 Μαρτίου του
1932, «με την κατάπαυσιν των έργων των ανθρώπων».
Η Κάρα του Αγίου
Νικολάου του Πλανά και η Λειψανοθήκη Του
Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα ιερώτατα και θαυματουργά
Λείψανα του Αγίου Νικολάου του Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που
σήμερα βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του Ιερού αυτού Ναού. Η Αγία μας Εκκλησία
ανεκήρυξε και επισήμως ως άγιο τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά κατά την 135 η
Συνοδική Περίοδο (1991 - 1992 μ.Χ.) του Πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, με
εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ.κ. Νικοδήμου, και βεβαίως με
την φροντίδα του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου κ.κ. Αμβροσίου. Οι Ασματικές Ακολουθίες
του Αγίου Νικολάου του Πλανά, οι οποίες ευρίσκονται σε λειτουργική χρήση,
συντάχθηκαν από τον Μητροπολίτη Πατρών κ. Νικόδημο, και από τον Αρχιμ. Νικόδημο
Παυλόπουλο, Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Λειμώνος Λέσβου.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α;
. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τᾶς τοῦ πλάνου παγίδας ἐκφυγῶν, ἱερώτατε, ἀπλανῶς
ἐπορεύθης διὰ βίου, πατὴρ ἠμῶν, Νικόλαε ἀοίδιμε Πλανᾶ, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν,
ἀγρυπνίαις καὶ νηστείαις, ἱερουργῶν ὁσίως τῷ Κυρίῳ σου. Ὅνπερ καθικετεύων ἐκτενῶς,
Νάξιον ἱεράτευμα, πρέσβευε δωρηθῆναι καὶ ἠμὶν τὸ θεῖον ἔλεος.
Κοντάκιον Ήχος
βαρύς. Επί του όρους μετεμορφώθης
Εν παντί έθνει, καιρώ και χρόνω Θεός αμάρτυρον ουκ αφήκεν
Αυτού την θείαν δόξαν και την θειότητα× τους δε όντας αγίους εν τη γη αυτού και
Πλανάν τον Νικόλαον εδόξασεν και ημίν εδωρήσατο πρεσβευτήν, πατέρα και θερμόν
εν ανάγκαις αντιλήπτορα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, του Προδρόμου δούλος πιστός, των αγρυπνιών τε ο
εργάτης ο θαυμαστός, χαίροις, εκκλησίας προφήτου Ελισσαίου το σέμνωμα και δόξα,
πάτερ Νικόλαε!