Ο Παντοκράτωρ Ιησούς Χριστός

Ο Παντοκράτωρ Ιησούς Χριστός

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

"Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ"

 πάναγνη Κόρη τῆς Ναζαρὲτ ἀνυμνεῖ τὸν Κύριο, διότι «ἐπέβλεψεν», ἔριξε βλέμμα εὐμενές, βλέμμα εὐαρεσκείας, στὴ μικρότητα, στὴν ἀσημότητά της. Ἡ Παναγία Παρθένος ἦταν στολισμένη μὲ ὅλες τὶς ἀρετές, μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει ἡ προσφώνηση «Κεχαριτωμένη», μὲ τὴν ὁποία τὴν προσφώνησε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἀλλὰ στὴν ἐξαίρετη ὠδή της, ποὺ τὴν ἔψαλε μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καταθέτει ὅτι ὁ ἅγιος Θεὸς εὐαρεστήθηκε «ἀπὸ τὴν ὑπερβάλλουσαν αὐτῆς ταπεινοφροσύνην»: «Ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λουκ. α΄ 48).
Ἡ Θεοτόκος δὲν ἔκανε καμιὰ ἀπολύτως ἐνέργεια προβολῆς καὶ ἐπιδείξεως. Ἀπεναντίας, διακρινόταν γιὰ τὴ βαθύτατη ταπείνωσή της, ποὺ ἦταν χάρισμα καὶ δωρεὰ τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος. Ἀγαποῦσε τὴν ἀφάνεια, τὴν ἀθόρυβη ζωή. Γενικῶς, ἡ ταπείνωση ἀγαπᾶ νὰ κρύβεται. Δὲν φουσκώνει σὰν τὸ παγώνι, δὲν ἐπιδεικνύεται.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Θεὸς περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἀναπαύεται στοὺς ταπεινοὺς ἀνθρώπους. «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;», μᾶς βεβαιώνει μὲ τὴ γραφίδα τοῦ προφήτου Ἡσαΐου (Ἡσ. ξς΄ [66] 2). Σὲ ποιὸν ἄλλον νὰ στρέψω εὐμενὲς τὸ βλέμμα μου παρὰ στὸν ταπεινό, στὸν ἤρεμο ἄνθρωπο, σ’ αὐτὸν ποὺ σέβεται τὸν νόμο μου καὶ τὰ προστάγματά μου, σ’ αὐτὸν ποὺ βαδίζει σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημά μου!
Τὸ ρῆμα «ἐπιβλέπω» σημαίνει παρατηρῶ κάποιον μὲ θαυμασμό, ἐντυπωσιάζομαι ἀπὸ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα του, ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀρχοντιά του. Ἐμεῖς θαυμάζουμε αὐ τοὺς ποὺ στὶς ἐπίσημες τελετὲς καὶ ἐκδηλώσεις καταλαμβάνουν τὶς πρῶτες θέσεις. Ἀλλὰ ἡ Θεοτόκος μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς παρατηρεῖ μὲ θαυμασμὸ τοὺς ταπεινοὺς ἀνθρώπους, ποὺ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι κατὰ κόσμον ἀφανεῖς καὶ ἄσημοι.
Ἡ Κεχαριτωμένη εἶχε τὴν αἴσθηση ὅτι κανεὶς δὲν τὴν ξέρει, κανεὶς δὲν τὴ βλέπει, κανεὶς δὲν τὴν παρατηρεῖ. Καὶ ὅμως· τὴν ἤξερε, τὴν ἔβλεπε καὶ τὴν παρατηροῦσε μὲ θαυμασμὸ ὁ εὐλογητὸς Τριαδικὸς Θεός. Ἡ πάνσεμνος Κόρη καλλιεργοῦσε τὸ αἴσθημα τῆς ἀσημαντότητας, τῆς μικρότητας, τῆς εὐτέλειας τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς της «συγκρινομένης πρὸς τὸ ὕψος τῆς θείας φύσεως καὶ μεγαλειότητος». Πίστευε βαθιὰ ὅτι εἶναι «δούλη Κυρίου», ἀσήμαντη, μικρή, ἀδύνατη. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς τὴν ἐπέλεξε ὡς τὸ καταλληλότερο πρόσωπο γιὰ νὰ γίνει Μητέρα Του κατὰ τὴν Ἐνανθρώπησή Του.
Ὅταν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος συναν τήθηκε στὴν Ὀρεινὴ Ἰουδαία μὲ τὴ θεία της Ἐλισάβετ καὶ ἔψαλε τὴν ὑπέροχη ὠδή της, «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον..», κυοφοροῦσε ἤδη τὸν ἐνανθρωπήσαντα Κύριο. Κι ἐνῶ ὑπηρετοῦσε τὸ «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον», μιλάει μὲ τόση ταπείνωση γιὰ τὸν ἑαυτό της· Ἐκεῖνος ἐπέβλεψε σὲ μένα τὴν ταπεινή. Ἐκεῖνος ἐνήργησε τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεώς Του. Ἐγὼ ποιὰ ἤμουν, γιὰ νὰ μοῦ ἀνατεθεῖ τόσο σπουδαῖο ἔργο; «Τίς εἰμι ἐγὼ πρὸς τοσοῦτον ἔργον; Αὐτὸς ἐπέβλεψεν, οὐκ ἐγὼ προσεδόκησα. Ταπεινὴ γὰρ ἤμην καὶ ἀπερριμμένη». Δὲν εἶναι δικό μου τὸ κατόρθωμα. Ὁ ἅγιος Θεὸς μὲ ἀγάπησε, μὲ τίμησε, μὲ πῆρε ἀπὸ τὴν ἀσημότητα καὶ μὲ ἀνέδειξε Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Σ’ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος.
Ἐκπλησσόμαστε ἀπὸ «τὴν ὑπερβάλλουσαν αὐτῆς ταπεινοφροσύνην»! Κυριευόμαστε ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ ἔκσταση! «Κατὰ ἀλήθειαν ἀπορεῖ κάθε νοῦς, καὶ ἐξίσταται κάθε διάνοια, ὅταν στοχασθῇ τὴν ἐσχάτην ταπείνωσιν, ὁπού εἶχεν ἡ Θεοτόκος· διότι αὐτή, ἀγκαλὰ καὶ ἔφερεν (μολονότι ἔφερε) ἐν τῇ παρθενικῇ αὐτῆς κοιλίᾳ τὸν τὰ πάντα φέροντα Θεὸν Λόγον, ἀγκαλὰ καὶ ἦτον (παρόλο ποὺ ἦταν) μήτηρ ἀληθὴς τοῦ Θεοῦ καὶ βασίλισσα πάντων τῶν κτισμάτων ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων, μ’ ὅλον τοῦτο ὀνομάζει ἑαυτὴν δούλην Θεοῦ· ἕνα μέν, διότι κατὰ τὴν φύσιν καὶ δημιουργίαν ἦτον δούλη Θεοῦ· κατὰ τὸ ‘‘Τὰ σύμπαντα δοῦλα σά’’ (Ψαλμ. ριη΄ [118] 91)· καὶ ἄλλο δέ, διὰ τὴν ἄκραν αὐτῆς καὶ ἐσχάτην ταπείνωσιν· ὅσον γὰρ ἦτον μεγάλη καὶ ὑψηλή, τόσον περισσότερον ἐταπείνωνε τὸν ἑαυτόν της…», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (Κῆπος Χαρίτων, ἔκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 204).
Ἂς παραδειγματισθοῦμε ἀπὸ τὴν «ὑ περβάλλουσαν ταπεινοφροσύνην» τῆς Παναγίας Παρθένου, ποὺ μιμεῖται τὴν ταπείνωση τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου μας, ὁ Ὁποῖος «ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβών». Νὰ ἀγαπήσουμε κι ἐμεῖς τὴν ταπείνωση περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀρετή. Ἰδίως νὰ ταπεινωνόμαστε, ὅταν στεκόμαστε σὲ στάση προσευχῆς, ὅταν ἐπικαλούμαστε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ! Καὶ ὅπως ἡ Θεοτόκος ἔψαλε τὴν ὑπέροχη ὠδή της στὸν Κύριο καὶ διεκήρυξε μὲ τὸν πνευματοκίνητο ὕμνο της ὅτι ὁ Κύριος «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ», ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Κύριος ἐπι βλέπει, εὐλογεῖ καὶ χαριτώνει τοὺς ταπεινοὺς ἀνθρώπους.

Απόσπασμα από το Περιοδικό “Ο Σωτήρ”, τεύχος 15 Μαρτίου 2014
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...