*Θαυμαστές διηγήσεις του Μοναχού Θεοδόσιου
Διονυσιάτη, περί της συγχρόνου Γερόντισσας Πελαγίας της Καλυμνίας (†1986).
~ Εὑρισκόμουν κάποτε σ᾿ ἕνα Κελλί τῶν Καυσοκαλυβίων. Δέν
θά εἰπῶ τό ὄνομά του. Ἔμεινα τρεῖς ἡμέρες. Ἤμουν σέ ἀπελπιστική κατάστασι,
διότι μέ εἶχαν καταφάγει οἱ ψύλλοι.
Ὁ Γέροντας τοῦ Κελλίου ἐκείνου μᾶς ἔλεγε: «Ἄς μᾶς
τσιμποῦν καί λίγο γιά νά μή τεμπελιάζουμε στήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ…«. Ἐμένα ὅμως
ἀπό τήν πρώτη βραδιά όρμησαν σάν μελίσσι οἱ ψύλλοι ἐπάνω μου καί δέν μ᾿ ἄφηναν
νά κοιμηθῶ καθόλου. Οἱ πόνοι τοῦ σώματός μου ἦσαν ἀφόρητοι. Εἶχα τήν Γερόντισσα
ἐκείνη μεσίτρια καί ἄρχισα νά τήν ἐπικαλοῦμαι νά μέ βοηθήση:«Γερόντισσα
Πελαγία, ἔλα νά μέ ἐλευθερώσης. Μέ κατέφαγαν οἱ ψύλλοι…». Ὕστερα ἀπό λίγο αἰσθάνθηκα
μέ βοή νά φθάνει στό κεφάλι μου καί σιγά σιγά τό σῶμα μου νά ἐλευθερώνεται ἀπό
τούς ψύλλους. Καί σέ λίγο δέν ἔμεινε οὔτε ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς τούς ληστές! Τότε ἤμουν
ἀκόμη κοσμικός. Ἐδόξασα τόν Θεό. Κατόπιν εἶχα τήν ἔγνοια πότε θά πάω στό
μοναστήρι της στήν Κάλυμνο.
Μετά ἀπό λίγους μῆνες ἐπῆγα. Τήν εὑρῆκα καί τῆς εἶπα ὅτι ἡ
προσευχή της μ᾿ἐλευθέρωσε ἀπό τούς ψύλλους. Ἐκείνη μοῦ εἶπε:
-Ἐγώ παιδί μου σ᾿ ἔχω σάν πνευματικό μου τέκνο. Ὅταν μέ ἐπικαλέσθηκες,
ἀμέσως ἦλθα κοντά σου.
-Καλά, ἀφοῦ ἐγώ ἤμουν στό Ἅγιον Ὄρος καί σύ εἶσαι γυναῖκα,
πῶς μπῆκες ἐκεῖ;
-Πῆγα μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ.
-Καί πῶς ἀνέβηκες τά ἀνηφορικά μονοπάτια τοῦ Ἄθωνος; Ἀφοῦ ἔχεις
σακατεμένο τό ἕνα πόδι σου καί τό ἀριστερό χέρι σου ἀπό ἡμιπληγία.
-Ἐμένα, παιδί μου, μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός ἄλλα πόδια καί ἔφθασα
στά Καυσοκαλύβια.
Ἐγώ δέν εἶχα ἐπισκεφθεί ὅλα τά ἀσκητήρια καί τά μέρη τῆς
Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων. Καί ἐξεπλάγην ὅταν ἄκουγα μία μισοπαράλυτη γριούλα
μοναχή νά μοῦ περιγράφη μέ κάθε λεπτομέρεια τήν Σκήτη αὐτή. Γιά νά βεβαιωθῶ ὅτι
ὅσα μοῦ ἔλεγε ἦσαν ἀληθινά, τήν ἑπόμενη φορά ἐπῆγα πάλι στά Καυσοκαλύβια καί ἐπῆγα
στά μέρη πού μοῦ περιέγραφε ἡ Γερόντισσα Πελαγία. Ἦσαν ἀκριβῶς ὅπως μοῦ τά εἶχε
πεῖ ἡ ἴδια. Τί μεγαλεῖα Θεοῦ εἶναι αὐτά, πάτερ μου !
Μετά ἐρώτησα τήν Γερόντισσα:
-Πές μου, Γερόντισσά μου, πῶς μοῦ ἔδιωξες τούς ψύλλους;
-Νά, ἦλθα κοντά σου, παιδί μου. Οἱ ψύλλοι πού εἶχες ἦσαν
τά νύχια τοῦ διαβόλου. Δέν ἄρεσε στόν διάβολο τό προσκύνημά σου αὐτό στό Ἅγιον Ὄρος.
Ἤθελε νά σέ διώξη καί πάλι γιά τόν κόσμο. Αὐτοί οἱ ψύλλοι ἦσαν χιλιάδες ἐπάνω
σου…
-Καί ὕστερα, τήν ἐρώτησα, τί ἔγινε, Γερόντισσα;
-Ὕστερα, ἐσήκωσα τά χέρια μου στόν Χριστό καί τοῦ εἶπα:
«Χριστέ μου πάρε καί σκότωνε…
Καί ἔβλεπες ἄλλους ψύλλους νά ψοφοῦν καί ἄλλοι νά
τάσσονται σέ παράταξι καί νά φεύγουν ἀπό τό σῶμα σου. Ἐγώ τούς ἔβλεπα καί ἐφοβούμην
μήπως αὐτή ἡ φάλαγγα πάει καί ἀνέβη στό σῶμα τοῦ Γέροντος τῆς Καλύβης. Ἐάν ἐπήγαιναν
σ᾿ αὐτόν, ἦτο σίγουρο ὅτι θά ἔφευγε ἐκεῖνος ἀπό τό Κελλί του ἀπό τόν φόβο του. Ἀλλά
δόξα τῶ Θεῶ, μέ τήν θεία ἐπέμβασι ἔφυγε ὅλο τό σμῆνος. Μετά ἦλθε μία φωνή καί
μοῦ εἶπε: «Τώρα τό κρεββάτι τοῦ Θεόδωρου (ἔτσι μέ ἔλεγαν κοσμικόν)
καθαρίσθηκε τελείως».
Τότε καί ἐγώ ξάπλωσα γιά λίγες ὧρες καί ξεκουράσθηκα. Εἷχα,
βλέπεις, τρεῖς νύκτες νά κοιμηθῶ.
από το βιβλίο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΓΕΡΟΝΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ» – Μοναχοῦ
Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου (ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2005)