Ἡ ἁγία Μάρτυς Γλυκερία γεννήθηκε στὴν Τραϊανούπολη τὸν 2ο
αἰῶνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἀντωνίνος ὁ Εὐσεβὴς (138-161 μ.Χ.). Ὁ
πατέρας της ὠνομαζόταν Μακάριος καὶ εἶχε διατελέσει ὕπατος. Σὲ μικρὴ ἡλικία
ἀσπάσθηκε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἀνέπτυξε ἔντονη χριστιανικὴ καὶ κατηχητικὴ
δράση. Ὅταν ἐπληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς ὁ ἡγεμόνας Σαβίνος, τὴν ἐκάλεσε νὰ
παρουσιασθῇ μπροστά του. Μὲ μεγάλη προθυμία ἡ ἁγία ἐμφανίσθηκε σὲ ἐκεῖνον,
ἔχοντας σημειώσει στὸ μέτωπό της τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ δὲν ἐδίστασε νὰ ὁμολογήσῃ
μὲ παῤῥησία καὶ σθένος τὴν πίστη της στὸν Σωτῆρα καὶ ΛυτρωτὴἸησοῦ Χριστό.
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἐκάλεσε τὴν ἁγία νὰ θυσιάσῃ στὰ εἴδωλα,
αὐτὴ ἀρνήθηκε καὶ ὡμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ἀκολούθως προσευχήθηκε
στὸν Θεὸλέγοντας: «Ὁ Θεός, ὁ Παντοκράτορας, Σὺ ποὺ δοξάζεσαι μὲ τὸ Σταυρὸ τοῦ
Χριστοῦ σου ἀπὸ τοὺς δούλους σου, σὺ ποὺἐμφανίσθηκες στοὺς ὁσίους σου παῖδες
καὶ τοὺς ἐγλύτωσες ἀπὸἀναμμένο καμίνι, σὺ ποὺἔκλεισες τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν
καὶἀνέδειξες νικητὴ τὸν δοῦλο σου Δανιήλ, σὺ ποὺ κατέστρεψες τὸν Βάαλ καὶἐξόντωσες
τὸν δράκοντα καὶ συνέτριψες τὴ διαβολικὴ εἰκόνα (τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ),
Ἰησοῦ Χριστέ, τὸἄμωμο καὶἄκακο ἀρνίο τοῦ Θεοῦ, ἔλα σὲἐμένα τὴν ταπεινὴ καὶ
σύντριψε τὸ ἄγαλμα τοῦ ψεύτικου Δία ποὺ ἐδημιουργήθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη τέχνη
καὶ νὰ διασκορπίσῃς τὴν κακή τους θυσία». Ἀμέσως μετὰ τὴν προσευχὴ ἔγινε βροντὴ
μεγάλη καὶ ἔπεσε τὸ ἄγαλμα τοῦ Δία καὶ συντρίφθηκε, γιατί ἦταν πέτρινο.
Τότε ὁ ἡγεμόνας καὶ οἱ εἰδωλολάτρες ἱερεῖς, ὅταν εἶδαν νὰ
συντρίβεται τὸ ἄγαλμα τοῦ «θεοῦ» τους, γεμάτοι ἀπὸ ὀργή, ἔδωσαν τὴν ἐντολὴ νὰ
πεθάνῃ ἡ Γλυκερία μὲ λιθοβολισμό. Ἀμέσως τὰ πλήθη τῶν εἰδωλολατρῶν ὥρμησαν
μανιασμένα καὶ ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὴν ἁγία. Οἱ πέτρες ὅμως ἔπεφταν δίπλα της
χωρὶς καθόλου νὰ τὴν ἀγγίζουν. Οἱ εἰδωλολάτρες βλέποντας τὸ φαινόμενο καὶ μὴ ἀντιλαμβανόμενοι
αὐτὴ τὴ δωρεὰ καὶ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, ἐνόμισαν ὅτι ἡ ἁγία εἶναι μάγισσα καὶ γι’
αὐτὸ δὲν τὴν ἄγγιζαν οἱ πέτρες. Ἄρχισαν λοιπὸν νὰ τὴν ὑβρίζουν. Ὁ ἡγεμόνας
παρεμβαίνοντας διέταξε νὰ τὴν βάλουν μέχρι τὸ πρωΐ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας στὴ
φυλακὴ καὶ νὰ τὴν ἀσφαλίσουν καλά, μήπως κάνοντας χρήση τῶν μαγικῶν της
ἱκανοτήτων κατορθώσει νὰ φύγῃ καὶ ἔπειτα θὰ διαδοθῇ ὅτι τὴν ἐβοήθησε ὁ Θεός
της, μὲ συνέπεια νὰ ἐξαπατήσει πολλούς. Ἐκεῖ στὴν φυλακή, τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας
ἡμέρας, ἐπισκέφθηκε τὴν ἁγία ὁ χριστιανὸς ἱερέας τῆς πόλεως, Φιλοκράτης, τὸν
ὁποῖο ἡ ἁγία παρεκάλεσε νὰ τὴ σφραγίσῃ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Τὸ πρωΐ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας ὁ ἡγεμόνας ἦλθε στὸ
δικαστήριο, γιὰ νὰ δικάσῃ καὶ νὰ τιμωρήσῃ παραδειγματικὰ τὴν ἁγία Γλυκερία.
Διέταξε λοιπὸν νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστά του καὶ τὴν ἐρώτησε, ἐὰν θέλει νὰ
θυσιάσῃ στὸν Δία. Τῆς ἐπέστησε δὲ τὴν προσοχὴ ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ δὲν ἐπείθετο
καὶ δὲν ὑπάκουε θὰ ἔδινε τὴν ἐντολὴ νὰ τὴν σκοτώσουν. Ἡ ἁγία ἀρνήθηκε. Τότε ὁ
ἡγεμόνας διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ τῆς γδάρουν τὴν κεφαλή.
Ἡ ἁγία, καθὼς ἦταν κρεμασμένη, εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό.
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἀντιλήφθηκε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑποτάξῃ τὴν
ἁγία Γλυκερία, διέταξε νὰ ξεκρεμάσουν τὴν Μάρτυρα καὶ νὰ τῆς συντρίψουν τὸ
πρόσωπο. Μόλις ἐτελείωσε τὴν προσευχή της, οἱ ὑπηρέτες ἄρχισαν νὰ τὴν χτυποῦν.
Ξαφνικὰ ὅμως ἐμφανίσθηκε ἅγιος ἄγγελος τοῦ Κυρίου καὶ παρέλυσε τοὺς βασανιστές
της, ποὺ ἔμειναν ἀποσβολωμένοι σὰν νεκροί. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ
μεταφερθῇ ἡ ἁγία καὶ πάλι στὴ φυλακὴ καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολή, κανένας νὰ μὴν τῆς
δώσῃ τροφή. Ἡ ἁγία Γλυκερία γεμάτη χαρὰ καὶ δοξάζοντας τὸν Θεὸ ἐπανῆλθε στὴν
φυλακή. Ὁ δεσμοφύλακάς της, μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ φόβο, τὴν ἐκλείδωσε στὸ κελλί
της. Ἡ Μεγαλομάρτυς εὐχαρίστησε τότε τὸν Θεό.
Ἀπὸ τότε ἐπέρασε ἀρκετὸς χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ ἁγία ἦταν
πάντα κλεισμένη μέσα στὴ φυλακὴ καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεό, ἐνῷ ἅγιοι ἄγγελοι τῆς
ἔφερναν τροφὴ. Κάποτε ὁ ἡγεμόνας ἐπρόκειτο νὰ μεταβῇ στὴν Ἡράκλεια. Τότε
σκέφθηκε νὰ περάσῃ καὶ ἀπὸ τὴν φυλακή, γιὰ νὰ ἰδῇ πῶς εἶναι ἡ Γλυκερία καὶ ἂν
μπορεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ στὴν Ἡράκλεια. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στὴ φυλακὴ καὶ εἶδε
τὴν πόρτα σφραγισμένη, ἐνόμισε ὅτι εἶχε ἤδη πεθάνει ἡ ἁγία. Ἀλλὰ μόλις ἄνοιξε ἡ
πόρτα διεπίστωσε ὅτι ἡ ἁγία ἦταν λυμένη καὶ δίπλα της ὑπῆρχε ἕνα πινάκιο μὲ
γάλα καὶ ψωμὶ καὶ ἕνα δοχεῖο μὲ νερό. Γεμάτος ἔκπληξη ὁ ἡγεμόνας καὶ μὴ
γνωρίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς ἔτρεφε τὴν ἁγία, τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακή, καὶ μετὰ ἀπὸ
αὐτά, ἐπῆρε ὁ ἡγεμόνας τὴν ἁγία καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Ἡράκλεια. Ὅταν οἱ
χριστιανοὶ τῆς Ἡράκλειας ἤκουσαν γιὰ τὴν ἀθληφόρο τοῦ Χριστοῦκαὶ ὅτι τὴν
ἔφερναν στὴν πόλη τους, ἔτρεξαν ὅλοι νὰ τὴν προϋπαντήσουν ἔχοντας ἐπικεφαλῆς
τους τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως, Δομίτιο.
Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ προσαχθῇ
σὲ δίκη ἡ ἁγία καὶ σὲ περίπτωση ποὺ καὶ πάλι θὰ ἀρνιόταν νὰ ὑπακούσει, τότε θὰ
τὴν ἔριχναν στὴ φωτιά. Ἡ ἁγία καὶ πάλι ὡμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό.
Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ τὴν ῥίξουν μέσα σὲ καμίνι. Ὅταν ἑτοιμάσθηκε ἡ φωτιὰ
μέσα στὸ καμίνι, ὥστε νὰ μὴν μπορῇ νὰ τὸ πλησιάσει ἄνθρωπος, ἡ ἁγία κάνοντας τὸ
σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἐσφράγισε τὸν ἑαυτό της καὶ προσευχήθηκε στὸν Θεό. Μόλις τὴν
ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι, ἦλθε οὐράνια δροσιὰ καὶ ἔσβησε τὴ φλόγα τῆς φωτιᾶς.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ὁ ἡγεμόνας θυμωμένος διέταξε νὰ τῆς γδάρουν τὸ κεφάλι μέχρι τὸ
μέτωπο καὶ ἀφοῦ τὴν ἔδεσαν οἱ ὑπηρέτες χειροπόδαρα, ἔκαναν ὅ,τι τοὺς διέταξαν.
Ὁ ἡγεμόνας, μὴ ὑποφέροντας τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ἀντοχὴ τῆς ἁγίας, διέταξε
νὰ τὴν κλείσουν πάλι στὴν φυλακή. Ἐκεῖ διέταξε νὰ τὴν δέσουν χειροπόδαρα καὶ νὰ
τὴν ξαπλώσουν πάνω σὲ κοφτερὲς πέτρες, γιὰ νὰ ὑποφέρῃ ἀφόρητα ὅταν ἤθελε νὰ
μετακινηθῇ δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Τὸ μεσονύκτιο ὅμως ἅγιος ἄγγελος τοῦ Κυρίου ἦλθε
καὶ ἔλυσε τὴ Μάρτυρα ἀπὸ τὰ δεσμά της καὶ ἐπούλωσε τὰ τραύματα τοῦ προσώπου
της, ὥστε νὰ γίνῃ ἐντελῶς καλά, χωρὶς κάποιο σημάδι, ὅπως δηλαδὴ τῆς τὸ εἶχε
χαρίσει ὁ Θεός.
Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ἦλθε ὁ ἡγεμόνας στὸ δικαστήριο καὶ διέταξε
νὰ φέρουν μπροστά του τὴν ἁγία. Ὅταν ὁ δεσμοφύλακας Λαοδίκιος, ἄνοιξε τὴν πόρτα
τῆς φυλακῆς, εὑρῆκε τὴν Γλυκερία λυμένη καὶ ὑγιῆ, ὥστε δὲν τὴν ἀνεγνώρισε. Ἡ
ἁγία ὅμως τοῦ εἶπε: «Μὴν κάνεις τίποτε καὶ λυπήσου τὸν ἑαυτό σου, ἐγὼ εἶμαι
ἐκείνη ποὺ ζητᾷς». Ὁ δεσμοφύλακας γεμάτος ἔκπληξη καὶ ἔντρομος ἔβγαλε τὴν ἁγία
ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ ἀφοῦ δέθηκε ὁ ἴδιος μὲ τὰ δεσμὰ τῆς Μάρτυρος τὴν ἠκολούθησε
στὸ θρόνο τοῦ ἡγεμόνα. Ἀντικρύζοντας αὐτὸ τὸ θέαμα ὁ ἡγεμόνας ἐρώτησε τὸν
δεσμοφύλακα καὶ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε τί ἀκριβῶς συνέβη. Ὁ ἄρχοντας ἔδωσε ἀμέσως
ἐντολὴ καὶ οἱ στρατιῶτες ἀπεκεφάλισαν τὸν Μάρτυρα Λαοδίκιο. Τὸ λείψανό του τὸ
ἐπῆραν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνεταφίασαν. Στὴ συνέχεια ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ
ῥίξουν τὴν Γλυκερία στὰ θηρία. Ἀλλὰ ἡ Μάρτυς ἀκούγοντας τὴν ἀπόφαση τοῦ ἡγεμόνα
ἀντὶ νὰ πανικοβληθεῖ ἐχάρηκε ὡς νὰ τῆς συνέβη κάτι τὸ εὐχάριστο. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ
ἡγεμόνας καὶ ὁ λαὸς ἐπῆραν τὶς θέσεις τους στὸ στάδιο, ἔριξαν μέσα στὸν στίβο
τὴν ἁγία, ἡ ὁποία εἰσῆλθε χαρούμενη καὶ στάθηκε γαλήνια στὴν μέση τοῦ σταδίου
περιμένοντας καὶ πάλι τὸν Χριστὸ σὰν βοηθό της. Ἒτσι ἐτελείωσε τὸ μαρτύριο τῆς
ἁγίας μεγαλομάρτυρος Γλυκερίας. Τὸ ἱερὸ λείψανό της τὸ παρέλαβε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς
Ἡρακλείας Δομίτιος καὶ τὸ ἐτοποθέτησε σὲ εὐπρεπῆ τόπο κοντὰ στὴν πόλη.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν
ὡραιότητα.
Τὴν καλλιπάρθενον, Χριστοῦ τιμήσωμεν, τὴν ἀριστεύσασαν
πόνοις ἀθλήσεως, καὶ ἀσθενείᾳ τῆς σαρκός, τὸν ὄφιν καταβαλοῦσαν· πόθω γὰρ τοῦ
Κτίσαντος, τῶν βασάνων τὴν ἔφοδον, παρ’ οὐδὲν ἡγήσατο, καὶ θεόθεν δεδόξασται·
πρὸς ἣν ἀναβοήσωμεν πάντες, χαίροις θεόφρον Γλυκερία.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ Σὲ Νυμφίε μου
ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου·
καί πάσχω διά σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν
σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς
πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.