Κυριακή ΙΔ΄ Λουκᾶ
Τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς καί ἡ ἀπόδοσή του στήν
νεοελληνική
Κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο Κεφ. 18, χωρία 35 ἕως 43
Η θεραπεία τοῦ
τυφλοῦ τῆς ῾Ιεριχὼ
ΙΗ΄\ 35 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς ῾Ιεριχὼ
τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· 36 ἀκούσας δὲ ὄχλου
διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 37 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι
᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. 38 καὶ ἐβόησε λέγων· ᾿Ιησοῦ υἱὲ
Δαυΐδ, ἐλέησόν με· 39 καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον
ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. 40 σταθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκέλευσεν
αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν
41 λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα
ἀναβλέψω. 42 καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ
σε. 43 καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν·
καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Εκείνο τον καιρό, καθώς πλησίαζε ο Ιησούς στην Ιεριχώ,
καθόταν ένας τυφλός κοντά στο δρόμο και ζητιάνευε. Όταν άκουσε πώς περνάει
πολύς κόσμος, ρώτησε τί ακριβώς συμβαίνει. Του απάντησαν δε πώς ο Ιησούς ο
Ναζωραίος περνάει από μπροστά του. Τότε φώναξε δυνατά: «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησε
με».
Εκείνοι που προπορεύονταν τον μάλωναν για να σωπάσει.
Αυτός όμως φώναζε πολύ περισσότερο. «Υιέ του Δαβίδ, ελέησε με». Αφού σταμάτησε
ο Ιησούς, έδωσε εντολή να τον φέρουν μπροστά του. Όταν αυτός (τυφλός) πλησίασε
τότε τον ρώτησε (ο Κύριος).
«Τί θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος δε είπε: «Κύριε, θέλω να
ξαναδώ (με τα μάτια μου). Και ο Ιησούς του είπε: «Ξανάβλεψε, η πίστη σου σε
έσωσε». Και αμέσως ξαναείδε το φως του και ακολουθούσε τον Κύριο δοξάζοντας τον
Θεό. Και όλος ο λαός, όταν είδε (το θαύμα) εδόξασε τον Θεό.