Γράφει ὁ Ἀρχ. Ἰωὴλ
Κωνστάνταρος - Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα
Κυριακῆς Πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως (Ἑβρ. ΙΑ' 9-10, 32-40)
Ἤδη φθάνουμε στὴ μεγάλη ἑορτή. «Προεόρτιος ἡμέρα σήμερον
τῆς ἐνανθρωπήσεως Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ»! Ὅπως ψάλλει καὶ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἔτσι
λοιπόν, ὅλα τὰ μέλη τοῦ Σώματος «προεορτάσωμεν Χριστοῦ τὰ Γενέθλια». Αὐτὸ δηλ.
ποῦ δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲ ἄνθρωπος μὲ τὶς δικές του δυνάμεις νὰ διανοηθεῖ. Ὅμως,
ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, δὲν ἔχει μόνο ἱστορία. Ἔχει καὶ προϊστορία. Ἔχει
ἀκόμα καὶ προγόνους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἄνθρωποι πολλῆς φλογερῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ
ἄλλους μὲ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, δίχως αὐτὸ νὰ θίγει τὸν ἐνανθρωπήσαντα.
Ἀντιθέτως μάλιστα, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστὸς δέχεται νὰ σαρκωθεῖ καὶ νὰ σώσει ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς «κατὰ σάρκα γεννήσεως», προβάλλοντας αὐτοὺς τοὺς κατὰ σάρκα προγόνους τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἑπόμενο εἶναι, ὡς πρῶτος ἀπ' ὅλους ν' ἀναφέρεται ὁ Γενάρχης. Ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ. Προβάλλεται ἡ μεγάλη του πίστη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ παράδειγμα πρὸς ὅλους τους κατὰ πνεῦμα ἀπογόνους του, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν καὶ σώζονται διὰ τοῦ Ἰησοῦ.
Ἀντιθέτως μάλιστα, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστὸς δέχεται νὰ σαρκωθεῖ καὶ νὰ σώσει ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς «κατὰ σάρκα γεννήσεως», προβάλλοντας αὐτοὺς τοὺς κατὰ σάρκα προγόνους τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἑπόμενο εἶναι, ὡς πρῶτος ἀπ' ὅλους ν' ἀναφέρεται ὁ Γενάρχης. Ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ. Προβάλλεται ἡ μεγάλη του πίστη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ παράδειγμα πρὸς ὅλους τους κατὰ πνεῦμα ἀπογόνους του, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν καὶ σώζονται διὰ τοῦ Ἰησοῦ.
Προβάλλεται ἀπὸ τὸ Ἱερὸ κείμενο ὁ Ἀβραάμ, διότι μέσω τῆς
πίστεώς του, ζοῦσε τὴν οὐράνια πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Πράγματι,
μοναδικὸ φαινόμενο στὸν πρὸ Χριστοῦ κόσμο. Ἡ ἐκλεκτὴ αὐτὴ ψυχή, «ἐξεδέχετο τὴν
τοὺς θεμελίους ἔχουσαν Πόλην, ἢς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεὸς» (Ἑβρ. ΙΑ' 10).
Βίωνε τόσο πολὺ τὸ γεγονὸς τῆς πίστεως, ὥστε ἔμενε ὡς ξένος στὴ γῆ ποὺ τοῦ
ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς καὶ τὴ θεωροῦσε ξένη χώρα καὶ ὄχι δική του. Καὶ διέμενε ἐκεῖ
σὲ σκηνές, μαζὶ μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ....ἦταν συγκληρονόμοι τῆς ἴδιας
ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ.
Φυσικά, ὅπως γίνεται κατανοητό, αὐτὴ τὴν πραγματικότητα
τὴν βίωναν καὶ ὅλα τὰ πρόσωπα ποὺ ἀναφέρονται στὴ συνέχεια τοῦ Ἀποστολικοῦ μας
ἀναγνώσματος. Καὶ ὄχι μόνο αὐτά, πολλά, πάρα πολλὰ ἄλλα πρόσωπα, σὲ σημεῖο νὰ
καταγράφει ὁ ἱερὸς συγγραφέας «ἐπιλείψει γὰρ μὲ διηγούμενον ὁ χρόνος» (Ἑβρ. ΙΑ'
32).
Πίστη λοιπὸν πρὸς τὴν «πόλην τοῦ Θεοῦ», χαρακτηρίζει ὅσους
εἶχαν τὴν ἐμπειρία τοῦ ἄσαρκου ἀκόμα Λόγου. Ἀλλ' ἂς ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας στὴ συνέχεια,
ἐπάνω στὸ Θέμα αὐτῆς τῆς Οὐράνιας Βασιλείας.
Γνωρίζουμε οἱ πιστοὶ τὴν πικρὴ ἀλήθεια, ὅτι πρὶν γεννηθεῖ
ὁ Κύριος, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἦταν κλειστή. Δὲν μποροῦσε καμμιὰ ψυχὴ νὰ τὴν
ἀπολαύσει, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ πρωτόπλαστοι φυγαδεύτηκαν ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς
Ἐδέμ. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔκλεισαν οἱ θύρες τοῦ ἐπίγειου παράδεισου, γιὰ ὁλόκληρο
τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, εἶχε κλείσει πλέον καὶ ἡ ὁλόφωτη Βασιλεία τῆς Χάριτος.
Βεβαίως, τὴν Βασιλεία αὐτὴ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς τὴν εἶχε
προετοιμάσει «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. ΚΕ' 34), καὶ οὐδέποτε τὸ κακὸ θὰ
μποροῦσε νὰ ἀνατρέψει τὰ προαιώνια σχέδια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, τώρα, μετὰ
τὴν παράβαση, παραμένει «προσωρινῶς» κλεισμένη. Ἂς ἔχει δόξα ὁ Θεός, διότι μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου,
ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει ὁ βαθύτατος αὐτὸς πόθος.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πολὺ περισσότερο ὅμως οἱ δίκαιοι,
ἐνσυνείδητα γιὰ τὰ δεδομένα τῆς πρὸ Χριστοῦ καταστάσεως, στὶς προσευχὲς τοὺς
ἀποκάλυπταν τὸν φλογερὸ πόθο ποὺ ἔκαιγε τὴν καρδιά τους καὶ δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ
βροῦν ἡσυχία. Οἱ κόποι καὶ οἱ στερήσεις, οἱ περιπέτειες καὶ οἱ διωγμοὶ ποὺ
ὑπέστησαν καὶ τόσα ἄλλα, δὲν μποροῦσαν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὸν πόνο αὐτῆς τῆς
λαχτάρας, αὐτῆς τῆς νοσταλγίας καὶ προσμονῆς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ!
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἁγία ἐπιθυμία, ὁδήγησε τὸν Ἀβραὰμ στὸ ν'
ἀφήσει τὰ πάντα καὶ νὰ ζεῖ μέσα στὶς σκηνὲς ὡς πάροικος, ὅπως τοῦ ὑπέδειξε ὁ
ἴδιος ὁ Θεός. Παρὰ ὅμως τὶς τόσες προσπάθειες, τὴν ἀγωνία καὶ τοὺς ἀγῶνες,
ἡ ποθητὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παρέμενε κλειστή. Κλειστή, ἕως ὅτου ἦλθε τὸ «πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. Δ'
4). Οἱ οὐρανοὶ ἄνοιξαν καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἐπιτέλους, μποροῦσε τώρα νὰ βρεῖ αὐτὸ
ποὺ ποθοῦσε.
Ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου
τοῦ Θεοῦ, ἄνοιξε τὶς κλειστὲς πύλες. Ἦλθε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν Οὐράνιο
Πατέρα. Καὶ αὐτὸ ἔγινε διὰ μέσου του Θεανθρώπου καὶ μόνον. Ξεκάθαρη αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, διασαλπίζεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο
Παῦλο: «δι' αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν πρὸς τὸν Πατέρα».
Μὲ τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας του, (τῆς σωτηρίας
μας), ὁ Θεάνθρωπος ἄνοιξε τὸν δρόμο καὶ τὸ «πλησίασμα» στὴν τριαδικὴ Θεότητα. Γεμάτος Ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ ὁ ὅσιος Ἰουστίνος Πόποβιτς
ἑρμηνεύει: «Στὸ Θεανθρώπινο μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, ὅλα ''ὑφίστανται''
καὶ ὅλα ὑπάρχουν ''ἐκ τοῦ Πατρός, διὰ τουΥιού, ἐν Ἁγίω Πνεύματι''. Αὐτὸς εἶναι
ὁ ὕψιστος νόμος στὸ Θεανθρώπινο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὕψιστος νόμος στὴν ζωὴ
τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὕψιστος νόμος στὴ ζωὴ τοῦ κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας μας».
Ὄντως, φίλοι μου, λόγια ποὺ ἀποκαλύπτουν ἐμπειρίες τῆς
χάριτος καὶ ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης πρὸς τὴν Τριαδικὴ Θεότητα. Καὶ ἐπειδή, ἡ
Ὀρθόδοξη ὑμνολογία μας, εἶναι ταυτοχρόνως καὶ ἡ αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τῶν θείων
γραφῶν καὶ τῶν Ἱερῶν δογμάτων, ἂς προσέξουμε πόσο ὄμορφα ψάλλουν καὶ
ὑπογραμμίζουν τὴν ἀλήθεια αὐτὴ ποὺ ἀναπτύσσουμε, οἱ φωτισμένοι μᾶς ὑμνογράφοι:
«Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικται πάσιν ἡ Ἐδέμ». Καὶ σὲ ἄλλον πάλι ὕμνο, ἀκοῦμε καὶ
συγκλονιζόμαστε: «Ἐν Βηθλεὲμ γεννᾶται ὁ τοῦ παντὸς ποιητὴς καὶ τὴν Ἐδὲμ ἀνοίγει
ὁ πρὸ αἰώνων βασιλεύς». Ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς ἐνανθρωπήσεως, δὲν ὑπάρχει τίποτε πλέον
ποὺ νὰ μᾶς στέκει ὡς ἐμπόδιο πρὸς τὸν οὐρανό, παρὰ ἡ κακὴ καὶ διεστραμμένη προαίρεση
τοῦ ἴδιου του ἀνθρώπου.
Τώρα, ἡ «φλογίνη ρομφαία» τῶν Χερουβίμ, δὲν φυλάσσει τὴν
εἴσοδο τοῦ παραδείσου. Τώρα, ὁ ἴδιος ὁ σαρκωθεῖς Θεός, μᾶς δίνει τὸ δικαίωμα
τῆς εἰσόδου, ἀλλὰ καὶ τῆς κληρονομίας αὐτῆς τῆς ποθητῆς Βασιλείας. Τῆς
Βασιλείας βεβαίως, τὴν ὁποία καὶ προγευόμαστε μὲ τὴν εἴσοδό μας στὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία μας. Χρειάζεται νὰ τὸ τονίσουμε; Χρειάζεται νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι
αὐτὴ ἡ πολιτογράφησή μας στὴν οὐράνια Βασιλεία, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν κληρονομία
της, ἀρχίζει διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος καὶ ἀναπτύσσεται διὰ τῆς ἐν
γένει μυστηριακῆς καὶ ἀγωνιστικῆς ζωῆς;
Ὅλοι οἱ ἅγιοι κηρύσσουν καὶ μὲ τὸ λόγο τους, κυρίως ὅμως
μὲ τὸ εὐλογημένο τοὺς παράδειγμα, ὅτι γιὰ νὰ κάνουμε χρήση αὐτοῦ του
δικαιώματος καὶ γιὰ νὰ βρεθοῦμε στὴν οὐράνια πόλη γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ὁμιλεῖ τὸ
σημερινὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀνάγκη νὰ κοπιάσουμε. Νὰ κοπιάσουμε, χωρὶς ὅμως νὰ
στενοχωρούμαστε ἢ νὰ χάνουμε τὸν ἱερό μας ἐνθουσιασμό.
Ναί, θὰ παλέψουμε ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, θὰ «ὑποπιάσουμε καὶ
θὰ δουλαγωγήσουμε τὸ σῶμα μᾶς» (A΄Κορ. Θ΄29), ποὺ στὴν πράξη ἀποδεικνύεται ὁ
χειρότερος τῶν ἐχθρῶν, θὰ πονέσουμε, ἴσως δὲ καὶ νὰ τραυματιστοῦμε. Οὐδέποτε
ὅμως θὰ παραδώσουμε τὰ ὄπλα τὰ ἱερά.
Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, ξεκαθαρίζει τὸ ὅλον θέμα
καὶ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὸν ὀρθὸ δρόμο. Ὄχι γιὰ ἕναν ψευδοσυναισθηματισμό,
ἀλλὰ γιὰ ἕναν αὐθεντικὸ καὶ ἀγωνιστικὸ τρόπο ζωῆς: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ
βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν» (Ματθ. ΙΑ΄ 12).
Αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς, ὁ ἀσυμβίβαστος καὶ ρωμαλέος ἔναντι
τῶν ἐμποδίων, καὶ συνάμα ταπεινὸς ἔναντί του Θεοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν, μᾶς χαρίζει
τὴν εὐλογία καὶ μᾶς κάνει νὰ βιώνουμε τὶς δωρεὲς τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ.
Ἀλλὰ ἂς δοῦμε καὶ πάλι τὸ κείμενο τοῦ Ὁσίου Ἰουστίνου ποὺ
ξεχειλίζει καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀπὸ τὴν Ἁγιοπνευματικὴ τοῦ Ἑρμηνεία: «Τί εἶναι
σωτηρία; Ζωὴ στὴν Ἐκκλησία. Καὶ τί εἶναι ζωὴ στὴν Ἐκκλησία; Ζωὴ στὸν Θεάνθρωπο.
Καὶ τί εἶναι ζωὴ στὸν Θεάνθρωπο; Ζωὴ στὴν Ἁγία Τριάδα. Γιατί, ὁ Θεάνθρωπος
εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος, ὁμοούσιος μὲ τὸν Ἄναρχο Πατέρα
καὶ τὸ Ζωοποιὸ Πνεῦμα. Ἔτσι ἡ σωτηρία στὴν πραγματικότητα εἶναι διαβίωση στὴν
Παναγία Τριάδα. Ἡ σωτηρία εἶναι ὁ κεχαριτωμένος ἀγώνας γιὰ ἐκκλησιοποίση, γιὰ
ἐν- ἐκκλησιοποίηση, γιὰ Τριαδοποίηση καὶ ἐντριάδωση. Ὅ,τι εἶναι στὴν Ἐκκλησία
θεανθρώπινο, εἶναι καὶ Τριαδικό. Καὶ διαμέσου τοῦ Θεανθρώπου πάντα (ὅ,τι εἶναι
εἶναι τῆς Ἐκκλησίας) ὁδηγεῖ στὴν Τριαδικὴ Θεότητα».
Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχή του.