Ο Mέγας Πατήρ και Στύλος της Ορθοδοξίας, Aθανάσιος,
διεξήγαγε πολλούς αγώνες για την Oρθόδοξη πίστη. Για το λόγο αυτό και για το
απαράμιλλό του ήθος ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, σε εγκωμιαστικό του
λόγο τον ταυτίζει με την αρετήν. Λέγει, Αθανάσιον επαινών αρετήν
επαινέσομαι. Ταυτόν γαρ εκείνο τε ειπείν και επαινέσαι (Επαινώντας τον
Αθανάσιο, θα επαινέσω την αρετή. Γιατί Αθανάσιος και αρετή είναι το ίδιο
πράγμα. Όταν αναφέρομαι σε αυτόν επαινώ την αρετή).
Γεννήθηκε το 293; στην Αλεξάνδρεια, κατά τον ιστορικό
Σωκράτη τον Σχολαστικό, από γονείς χριστιανούς. Εκεί μορφώθηκε θεολογικά και
φιλοσοφικά σε ονομαστές σχολές, και σχετίστηκε κατά τη νεανική του ηλικία
με τον ιδρυτή του μοναχισμού Αντώνιο, με τον οποίο και συνασκήτεψε στην έρημο.
Κάποτε ο Αθανάσιος με άλλα παιδιά παίζανε στην ακροθαλασσιά, όπου
βρισκόταν και το σπίτι του Πατριάρχη Αλέξανδρου. Ο Πατριάρχης παρατήρησε ότι τα
παιδιά υποδύονταν ρόλους αξιωματούχων της Εκκλησίας. Τον Αθανάσιο τον
χειροτόνησαν Πατριάρχη και στο τέλος τον είδε να βαφτίζει ένα παιδάκι κατά την
τάξη της Εκκλησίας. Ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, είδε κατά τύχη τη σκηνή και
θαύμασε, προγνωρίζοντας διά του Αγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία του Αθανασίου
ήταν προμήνυμα της μελλοντικής χειροτονίας του . Έτσι, το παιδάκι το έχρισε
μόνο με το Άγιο Μύρο, τον δε Αθανάσιο παρέδωσε σε παιδαγωγό, για να μάθει τα
ιερά γράμματα. Ο Άγιος χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Αλέξανδρο, όταν έφθασε σε
μέτρον ηλικίας. Από τις περιγραφές του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
πληροφορούμαστε, ότι απέκτησε θεολογικές γνώσεις στην Κατηχητική Σχολή της
Αλεξάνδρειας. Μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση του ήθους του και της
πορείας του, άσκησε και η γνωριμία του με τον Μέγα Αντώνιο, του οποίου και
συνέγραψε το Βίο και Πολιτεία. Ο Αθανάσιος συμμετείχε στην προσπάθεια
καταπολέμησης των θέσεων που προασπιζόταν ο Άρειος, όταν ακόμη ήταν λαϊκός,
συγγράφοντας κείμενα όπως το Κατά Ειδώλων και το Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου.
Ο Πατριάρχης Αλέξανδρος πήρε μαζί του το νεαρό
Αθανάσιο στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, το έτος 325 μ.Χ., στη Νίκαια της Βιθυνίας,
επί βασιλείας του μεγάλου Κωνσταντίνου, για συνεργό και βοηθό και μαζί
απεκήρυξαν τα δυσσεβή και βλάσφημα του αιρετικού Αρείου. Ο Άρειος υποστήριζε
ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά κτίσμα του Θεού δημιουργηθέν εν χρόνω και
επομένως, όπως όλα τα κτίσματα, έχει αρχή και τέλος. Άρα, ο Χριστός δεν μπορεί
να σώσει τον άνθρωπο, αφού μόνο ο Θεός έχει αυτή τη δυνατότητα.
Γνωρίζουμε, όμως, από την Αγία Γραφή, ότι ο Χριστός σαρκώθηκε για να σώσει και
να θεώσει τον άνθρωπο. Ο Αθανάσιος με τον πλούσιο λόγο του, διατύπωσε με
σαφήνεια τις αλήθειες, τις οποίες οι αιρετικοί διέστρεφαν. Ότι, δηλαδή, ο
Χριστός δεν είναι κτίσμα, αλλά ο Υιός και Λόγος του Θεού, τέλειον γέννημα του
Πατρός, γέννημα, δε, όχι κατά θέλησιν, αλλά κατά φύσιν. Δεν προήλθε, διότι το
θέλησε ο Πατήρ, αλλά διότι είναι μέσα στη φύση του Πατρός να γεννά τον Υιό και
μέσα στη φύση του Υιού να γεννάται. Τούτο ακριβώς συνιστά τη διαφορά αυτού από
τα κτίσματα. Είναι εικόνα και ομοίωση του Πατρός, άναρχος και Αυτός, όπως ο
Πατήρ, ενώ ο άνθρωπος είναι απλώς κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Αλέξανδρος κοιμήθηκε. Το
328, ο Αθανάσιος, με απόφαση κλήρου και λαού, χειροτονήθηκε επίσκοπος, ένεκα
του μεγάλου ζήλου και της φήμης, που είχε αποκτήσει ως ανυποχώρητου μαχητή.
Χειροτονήθηκε σε ηλικία τριάντα τριών χρόνων, στις 8 Ιουλίου. Οι οπαδοί του
Αρειανού Ευσεβίου Νικομηδείας δεν μπορούσαν να ανεχθούν τη νέα τάξη πραγμάτων.
Γι αυτό, με δολερά λόγια έπεισαν το Μέγα Κωνσταντίνο και ύστερα τους διαδόχους
του να το διώξουν από το θρόνο του και να τον εξορίσουν, για 17 συνολικά
χρόνια. Ο Μέγας Αθανάσιος εξορίστηκε πέντε φορές, καταδιώχτηκε από
αυτοκράτορες, καθαιρέθηκε από επισκόπους, εγκαταλείφθηκε από τους φίλους του,
αλλά ουδέποτε σταμάτησε τον αγώνα του εναντίον του αρειανισμού. Πέραν των
σαράντα χρόνων υπέμεινε καρτερικά μέχρι να αφήσει τα εγκόσμια και να απέλθει
προς Κύριο (371 ή 373). Η μνήμη του τελείται στις 18 Ιανουαρίου μαζί με τη
μνήμη του Αγίου Κυρίλλου και στις 2 Μαΐου, μέρα της κοίμησής του.
Ο Μέγας Αθανάσιος υπήρξε μεγάλη εκκλησιαστική μορφή της
εποχής του, ως μαχητής υπέρ της ορθοδοξίας, αλλά και ως πολυγραφότατος
συγγραφέας. Ανάλογα με το περιεχόμενό τους, οι πατρολόγοι κατάσσουν τα έργα του
Μεγάλου Αθανασίου σε απολογητικά, υπέρ του Χριστιανισμού, αντιαιρετικά,
ερμηνευτικά, ασκητικά και επιστολές. Ασχολείται με την Αγία Τριάδα, με το
Λόγο, το Άγιο Πνεύμα, με τη Δημιουργία του κόσμου, με την Ανθρωπολογία και
Σωτηρολογία, με την εν Χριστώ θέωση, με την ψυχή. Την πρώτη συγγραφική του
προσπάθεια την έκανε με το έργο Κατά Ελλήνων στρέφοντας τα βέλη του κατά των
ειδωλολατρών. Το δεύτερο επιγράφεται Λόγος περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου, στο
οποίο συνοψίζει τη διδασκαλία της Εκκλησίας περί σωτηρίας του ανθρώπου. Μεγάλο
τμήμα της συγγραφής του, αφορά την αίρεση των αρειανών με τέσσερεις λόγους κατά
Αρειανών, τον Απολογητικό κατά Αρειανών, την Απολογία προς βασιλέα Κωνστάντιο
και την Απολογία περί φυγής αυτού, που πραγματεύονται τις διδασκαλίες της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου, τις απολογίες σε βάρος του από τους Αρειανούς και τη
φυγάδευσή του στην έρημο. Από τα ερμηνευτικά, τα περισσότερα έχουν χαθεί,
διασώζονται, όμως, οι ερμηνείες των ψαλμών. Τέλος απο τα ασκητικά και πρακτικά,
διασώζονται τα Βίος και Πολιτεία Πατρός Αντωνίου και Περί Παρθενίας. Από τις
επιστολές διακρίνονται οι γιορταστικές, προς μοναχό Αμούν, Ρουφινιανό,
Σεραπίωνα, Επίκτητο, Αδέλφιο, Μάξιμο και Δρακόντιο. Στην 39η Εορταστική
Επιστολή του, ο Άγιος Αθανάσιος απαριθμεί τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης. Ο
λόγος του είναι πλούσιος και διακρίνεται για τη δύναμη, τη μαχητικότητα, την
ακριβολογία και την επιχειρηματολογία.
Άγιος Κύριλλος (378-444 μ. Χ.)
Ο Άγιος Κύριλλος έζησε επί βασιλείας Θεοδοσίου του Μικρού
και γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, από εύπορους γονείς της ελληνικής κοινωνίας.
Ήταν ανεψιός του Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου. Πήρε μεγάλη θεολογική
μόρφωση, ώστε έγινε διάδοχος του θείου του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της
Αλεξανδρείας. Θεωρείται από τους κορυφαίους δογματικούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας
και έχει συγγράψει πολλά θεολογικά συγγράμματα, τα οποία του απέφεραν το
χαρακτηρισμό του Στύλου της Ορθοδοξίας.
Όταν έγινε η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος, το 431 μ.Χ. στην
Έφεσο, ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας υπήρξε Πρόεδρος της Συνόδου και χαριτώθηκε
από τον Θεό να αντιμετωπίσει, με τεράστιες δυσκολίες, αλλά και με επιτυχία, το
θεμελιώδες πρόβλημα της χριστολογίας. Η προσφορά του αυτή τον ανέδειξε πατέρα
και διδάσκαλο της Εκκλησίας. Όταν αμφισβητήθηκε η πραγματική ενότητα των δύο
φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού μας, ο Κύριλλος απέδειξε θεολογικά την
ενότητα των ασυγχύτων φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού. Συνέτεινε στο να
γκρεμιστούν οι κακοδοξίες του Νεστορίου, που αποκαλούσε την Υπεραγία Θεοτόκο,
Χριστοτόκο.
Ο Άγιος Κύριλλος έγραψε πολλά θεολογικά συγγράμματα.
Χαρακτηρίζει τον Χριστό κατά τη Θεία Του φύση, ως του Πατρός φύσει Υιόν και
υπέρ ημάς Λόγον, εκ Θεού Λόγον, άνωθεν εκ Θεού Πατρός, ο οποίος είναι Θείος
Λόγος και ο οποίος οικονομικώς κατεφοίτησε δι΄ ημάς εις ανθρωπότητα, γέγονε
σαρξ και καθ΄ ημάς άνθρωπος, ηνώθη κατά φύσιν και καθ\' υπόστασιν τη σαρκί.
Έτσι, η Παναγία είναι Θεοτόκος, διότι στον Όρο αυτό συμπεριλαμβάνεται η Θεία
ενανθρώπηση του Λόγου, η κατά σάρκα γέννηση του Θεού από την Παρθένο και η
υποστατική ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπό Του.
Ο Κύριλλος παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον Κύριο,
στις 27 Ιουνίου 444 μ.Χ., αφού πατριάρχευσε για τριάντα δύο περίπου χρόνια. Ο
Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, τον αποκάλεσε Σφραγίδα των Πατέρων.
Η Εκκλησία θέλησε να αδελφώσει τη μνήμη των δύο Μεγάλων
Πατέρων και Αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας, του Μεγάλου Αθανασίου, πρωταγωνιστή
κατά του Αρειανισμού, και του Αγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστή κατά του
Νεστοριανισμού και έτσι όρισε το συνεορτασμό τους στις 18 Ιανουαρίου.
Απολυτίκιο:
Ήχος γ΄, Θείας πίστεως.
Ήχος γ΄, Θείας πίστεως.
Έργοις λάμψαντες, Ορθοδοξίας, πάσαν σβέσαντες κακοδοξίαν,
νικηταί τροπαιοφόροι γεγόνατε· τή ευσεβεία τα πάντα πλουτίσαντες, την Εκκλησίαν
μεγάλως κοσμήσαντες, αξίως εύρατε Χριστόν τον Θεόν δωρούμενον, πάσι το μέγα
έλεος.
Δρ Ελένη Ρωσσίδου-Κουτσού, Φιλόλογος-Βυζαντινολόγος
Αναφορές:
Αρχιμ. Βασιλόπουλου, Χ., Βίοι Αγίων, ο Μέγας Αθα¬νάσιος (Αθήνα, 1988)∙ Β.Ε.Π.Ε.Σ., τ. 59∙ Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 7∙ Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των Δώδεκα Μηνών του Ενιαυτού, τ. Γ΄ (Αθήνα, 2005)∙ Παπαδόπουλου, Στ., Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας (Αθήνα, 2004)∙ ΡG, 35, 103∙ Αρχ. Στεφανίδη, Β., Εκκλησιαστική Ιστορία (Αθήνα, 1998)∙ Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία 4, 7∙ The Early Christian Fathers: A Selection from the Writings of the Fathers from St. Clement of Rome to St. Athanasius (Oxford,1969)∙ The Eusebians: The Polemic of Athanasius of Alexandria and the Construction of the Arian Controversy (Oxford, 2007)∙ The Oxford Illustrated History of Christianity (Oxford, 2001).