Τὸ ἔθιμο τῶν ἡμερῶν ἀπαιτεῖ ἕνα γλυκὸ «τυχερὸ» παιχνίδι...
τὴν κοπὴ τῆς Βασιλόπιτας. Πολλὲς συνταγὲς κυκλοφορούν ὅμως ὅλες ἔχουν ἕνα
βασικὸ συστατικὸ ...τὸ πολυπόθητο φλουρί! Πρὶν τὴν κόψετε, διαβάστε τὴν ἱστορία
της.
Ἡ ἱστορία τῆς βασιλόπιτας, εἶναι μία ἱστορία ποὺ συνέβηκε
πρὶν ἀπὸ ἑκατοντάδες χρόνια, πρὶν ἀπὸ 1500 χρόνια περίπου, στὴν πόλη Καισαρεία
τῆς Καππαδοκίας, στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν δεσπότης τῆς Καισαρείας
καὶ ζοῦσε ἁρμονικὰ μὲ τοὺς συνανθρώπους του, μὲ ἀγάπη, κατανόηση καὶ
ἀλληλοβοήθεια. Κάποια μέρα ὅμως, ἕνας ἀχόρταγος στρατηγὸς - τύραννός της
περιοχῆς, ζήτησε νὰ τοῦ δοθοῦν ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς πόλης τῆς Καισαρείας,
ἀλλιῶς θὰ πολιορκοῦσε τὴν πόλη γιὰ νὰ τὴν κατακτήσει καὶ νὰ τὴ λεηλατήσει.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ὁλόκληρη τὴ νύχτα προσευχόταν νὰ σώσει ὁ
Θεὸς τὴν πόλη. Ξημέρωσε ἡ νέα μέρα καὶ ὁ στρατηγὸς ἀποφασισμένος μὲ τὸ στρατὸ
τοῦ περικύκλωσε ἀμέσως τὴν Καισαρεία. Μπῆκε μὲ τὴν ἀκολουθία του καὶ ζήτησε νὰ
δεῖ τὸ Δεσπότη, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸ ναὸ καὶ προσευχόταν. Μὲ θράσος καὶ θυμὸ
ὁ ἀδίστακτος στρατηγὸς ἀπαίτησε τὸ χρυσάφι τῆς πόλης καθὼς καὶ ὅτι ἄλλο
πολύτιμο ὑπῆρχε στὴν πόλη.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπάντησε ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλης του
δὲν εἶχαν τίποτε ἄλλο πέρα ἀπὸ πείνα καὶ φτώχια, δὲν εἶχαν νὰ δώσουν τίποτε
ἀξιόλογο στὸν ἅρπαγα στρατηγό. Ὁ στρατηγὸς μὲ τὸ ποὺ ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια
θύμωσε ἀκόμα περισσότερο καὶ ἄρχισε νὰ ἀπειλεῖ τὸν Μέγα Βασίλειο ὅτι... θὰ τὸν ἐξορίσει πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του ἢ κι ἀκόμη
μπορεῖ νὰ τὸν σκοτώσει.
Οἱ χριστιανοὶ τῆς Καισαρείας ἀγαποῦσαν πολὺ τὸ Δεσπότη
τους καὶ θέλησαν νὰ τὸν βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπὸν ἀπὸ τὰ σπίτια τους ὅτι
χρυσαφικὰ εἶχαν καὶ τοῦ τὰ πρόσφεραν, ὥστε δίνοντας τὰ στὸ σκληρὸ στρατηγὸ νὰ
σωθοῦν. Στὸ μεταξὺ ὁ ἀνυπόμονος στρατηγὸς κόντευε νὰ σκάσει ἀπὸ τὸ κακό του.
Διέταξε ἀμέσως τὸ στρατό του νὰ ἐπιτεθεῖ στὸ φτωχὸ λαὸ τῆς πόλης.
Ὁ Δεσπότης, ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ ἤθελε νὰ προστατέψει
τὴν πόλη τοῦ προσευχήθηκε καὶ μετὰ παρουσίασε στὸ στρατηγὸ ὅτι χρυσαφικὰ εἶχε
μαζέψει μέσα σὲ ἕνα σεντούκι. Τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ὁ στρατηγὸς πῆγε νὰ ἀνοίξει τὸ
σεντούκι καὶ νὰ ἁρπάξει τοὺς θησαυρούς, μὲ τὸ ποὺ ἀκούμπησε τὰ χέρια τοῦ πάνω
στὰ χρυσαφικὰ ἔγινε τὸ θαῦμα!
'Ὅλοι οἱ συγκεντρωμένοι εἶδαν μία λάμψη καὶ ἀμέσως μετὰ
ἕναν λαμπρὸ καβαλάρη νὰ ὁρμάει μὲ τὸ στρατὸ τοῦ ἐπάνω στὸν σκληρὸ στρατηγὸ καὶ
τοὺς δικούς του. Σὲ ἐλάχιστο χρόνο ὁ κακὸς στρατηγὸς καὶ οἱ δικοί του
ἀφανίστηκαν. Ὁ λαμπρὸς καβαλάρης ἦταν ὁ 'Ἅγιος Μερκούριος καὶ στρατιῶτες τοῦ οἱ
ἄγγελοι.
'Ἔτσι σώθηκε ἡ πόλη τῆς Καισαρείας. Τότε ὅμως, ὁ δεσπότης
της, ὁ Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σὲ δύσκολη θέση! Θὰ ἔπρεπε νὰ μοιράσει τὰ
χρυσαφικὰ στοὺς κατοίκους τῆς πόλης καὶ ἡ μοιρασιὰ νὰ εἶναι δίκαιη, δηλαδὴ νὰ
πάρει ὁ καθένας ὅ,τι ἦταν δικό του. Αὐτὸ ἦταν πολὺ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπὸν
ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Θεὸς τὸν φώτισε τί νὰ κάνει. Κάλεσε τοὺς διακόνους καὶ
τοὺς βοηθούς του καὶ τοὺς εἶπε νὰ ζυμώσουν ψωμάκια, ὅπου μέσα στὸ καθένα ψωμάκι
θὰ ἔβαζαν καὶ λίγα χρυσαφικά.
'Ὅταν αὐτὰ ἑτοιμάστηκαν, τὰ μοίρασε σὰν εὐλογία στοὺς
κατοίκους τῆς πόλης τῆς Καισαρείας. Στὴν ἀρχὴ ὅλοι παραξενεύτηκαν, μὰ ἡ ἔκπληξή
τους ἦταν ἀκόμη μεγαλύτερη ὅταν κάθε οἰκογένεια ἔκοβε τὸ ψωμάκι αὐτὸ κι ἔβρισκε
μέσα τὰ χρυσαφικά της. Ἦταν λοιπὸν ἕνα ξεχωριστὸ ψωμάκι, ἡ βασιλόπιτα . 'Ἐφερνε
στοὺς ἀνθρώπους χαρὰ κι εὐλογία μαζί. Ἀπὸ τότε φτιάχνουμε κι ἐμεῖς τὴ
βασιλόπιτα μὲ τὸ φλουρὶ μέσα, τὴν πρώτη μέρα τοῦ χρόνου, τὴ μέρα τοῦ Ἁγίου
Βασιλείου