Ο Όσιος Λουκάς καταγόταν από την νήσο Αίγινα που βρίσκεται
στον Σαρωνικό κόλπο. Οι πρόγονοι του όμως, κουράστηκαν από τις συνεχείς εφόδους
των Αγαρηνών στο νησί και με φόβο για την ζωή τους, το εγκατέλειψαν. Οι
πρόγονοι του Οσίου, πήγαν στη Φωκίδα και εγκαταστάθηκαν σ' ένα παραθαλάσσιο
χωριό, κοντά στην Ιτέα, όπου και γεννήθηκε ο πατέρας του, Στέφανος.
Αργότερα μετακόμισαν στο χωριό
Καστρί κοντά στους Δελφούς. Όταν ο Στέφανος έφτασε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκε
την Ευφροσύνη, που καταγόταν και αυτί από την Αίγινα. Έκαναν επτά παιδιά, τον
Θεόδωρο, την Μαρία, τον Λουκά (896 μ.Χ.), την Καλή η οποία έγινε μοναχή, τον
Επιφάνιο, που και αυτός έγινε μοναχός και δυο παιδιά ακόμη που πέθαναν σε
νηπιακή ηλικία. Ο Λουκάς δεν ήταν σαν τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Από
μικρός ξεχώριζε, καθώς δεν του άρεσαν τα παιχνίδια, τα γέλια και οι
διασκεδάσεις, μα ήταν ήσυχος, γαλήνιος και φρόνιμος. Επίσης έδειχνε μία
εγκράτεια πρωτοφανή για την ηλικία του. Δεν έτρωγε κρέας, τυρί, αυγά, φρούτα
και όλα αυτά που αγαπούν τα παιδιά. Τρεφόταν μόνο με κριθαρένιο ψωμί, νερό,
χόρτα και ίσως όσπρια. Την Τετάρτη και την Παρασκευή, δεν έτρωγε τίποτα έως την
δύση του ήλιου.
Το αξιοσημείωτο ήταν, πως όλα αυτά τα έκανε με δική του θέληση, χωρίς να τον καθοδηγεί κάποιος. Αγαπούσε τους κόπους, τις στερήσεις και είχε μία έμφυτη κλίση προς την ασκητική ζωή. Οι γονείς του ανησυχούσαν για αυτή την συμπεριφορά του, και θεωρούσαν πως είναι μόνο παιδιάστικα, ανόητα καμώματα. Μια μέρα λοιπόν, μαγείρεψαν κρέας και ψάρι στην ίδια κατσαρόλα. Σερβίρισαν το ψάρι στο τραπέζι και τον διέταξαν να φάει. Ο Λουκάς έκατσε στο τραπέζι και για να μην τους στενοχωρήσει δοκίμασε το φαγητό. Κατάλαβε αμέσως την γεύση του κρέατος και έκανε εμετό. Στενοχωρήθηκε πολύ για το τέχνασμα των γονιών του και έμεινε τρεις μέρες νηστικός, κλαίγοντας για να καθαριστεί. Μετά από αυτό το περιστατικό, οι γονείς του κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται για παιδική ανοησία μα για θεία χάρη και τον άφησαν ελεύθερο να κάνει ότι θεωρούσε σωστό. Ο Λουκάς δεν αμελούσε τις υποχρεώσεις του προς τους γονείς του. Φερόταν πάντα με τον πρέποντα σεβασμό σε αυτούς, έβοσκε τα ζώα τους και ασχολιόταν και με τις γεωργικές δουλειές. Ήταν πλέον νεαρός και υπέβαλλε το σώμα του σε κάθε ταλαιπωρία και κόπο, χωρίς να νοιάζεται για τον εαυτόν του. Έμενε νηστικός, όλη μέρα στους αγρούς, γιατί μοίραζε το λιγοστό φαγητό του στους πεινασμένους που συναντούσε στον δρόμο του και πολλές φορές μοίραζε και αυτά τα ρούχα που φορούσε, όταν κάποιος περαστικός τα είχε ανάγκη. Η φιλανθρωπία του τον έκανε ιδιαίτερα αγαπητό στους φτωχούς της περιοχής του. Δεν στενοχωριόταν από τις επιπλήξεις, τις τιμωρίες και το ξύλο των συγγενών του για την συμπεριφορά του αυτή. Θεωρούσε χρέος του προς τον Θεό, την βοήθεια που πρόσφερε στους συνανθρώπους του. Πήγαινε στους αγρούς να σπείρει και μοίραζε τους μισούς σπόρους στους φτωχούς για να έχουν και αυτοί σοδειά. Ο Θεός τότε, αντάμειβε την ελεημοσύνη που έδειχνε, τον ευλογούσε και τα χωράφια του καρποφορούσαν.
Η προσευχή
Πέρασαν λίγα χρόνια και ο πατέρας του πέθανε. Ο Λουκάς
τότε αποφάσισε να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο και να αφοσιωθεί στον Θεό.
Εγκατέλειψε την φροντίδα των ζώων και των αγρών και αφοσιώθηκε στην προσευχή
και την μελέτη των Γραφών. Ήταν δε τόση η προκοπή του Οσίου στην προσευχή, που
άφηνε άφωνους όσους τον παρακολουθούσαν. Η μητέρα του ακούγοντας διάφορα,
αποφάσισε να δει η ίδια με τα μάτια της τον γιο της να προσεύχεται. Ένα βράδυ
λοιπόν, κρύφτηκε κοντά στο μέρος που προσευχόταν ο Λουκάς και περίμενε. Είδε
τον γιο της, απόλυτα συγκεντρωμένο να προσεύχεται ευλαβικά στον Κύριο. Τότε
παρατήρησε πως αυτός δεν πατούσε στη γη, μα βρισκόταν στον αέρα, ένα μέτρο
περίπου ψηλά σαν ν' ανέβαινε προς τον ουρανό. Τρόμαξε από το φοβερό και
ταυτόχρονα θαυμάσιο θέαμα που αντίκρισε. Ορκίζεται δε και βεβαιώνει πως δεν το
είδε μία μόνο φορά, μα τρεις. Υπάρχουν και άλλοι μάρτυρες που βεβαιώνουν το
θαύμα αυτό, που το είδαν με τα μάτια τους και το διηγήθηκαν σε πολλούς.
Η αιχμαλωσία
Ο Λουκάς, από καιρό επιθυμούσε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια
και να στραφεί προς την μοναχική ζωή. Έτσι, μόλις του δόθηκε η ευκαιρία,
ξεκίνησε για την Θεσσαλία. Στο δρόμο, στο στενό των Θερμοπυλών, υπήρχαν
στρατιώτες, διορισμένοι να πιάνουν τους δούλους που το έσκαγαν από τους
αφεντάδες τους και να τους φυλακίζουν. Βλέποντας τον Λουκά με τα φτωχικά και
ταλαιπωρημένα ρούχα του, θεώρησαν πως ήταν δούλος και τον συνέλαβαν. Άρχισαν να
τον ρωτούν, από ποιόν αφέντη το έσκασε και που πήγαινε. Ο Λουκάς απάντησε πως
είναι δούλος του Θεού και πηγαίνει εκεί που Αυτός τον οδηγεί. Οι στρατιώτες
νομίζοντας πως τους κοροϊδεύει, τον ξυλοκόπησαν, τον έριξαν στη φυλακή και
συνέχισαν να ρωτούν τα ίδια πράγματα. Ο Λουκάς συνέχισε να λέει την αλήθεια και
να υποφέρει στα χέρια τους. Τότε κάποιοι τον αναγνώρισαν, βεβαίωσαν ποιος είναι
και αφέθηκε έλεύθερος να επιστρέψει στους συγγενείς του. Εκείνοι, τον
υποδέχτηκαν με πειράγματα και κοροϊδίες για το πάθημά του. Ο Λουκάς τα υπέμενε.
Ξερε πως ο διάβολος ήταν αυτός που έβαζε εμπόδια στον δρόμο του προς τον Θεό.
Προσευχόταν συνεχώς στον Παντοδύναμο και Τον παρακαλούσε να τον βοηθήσει.
Στο Μοναστήρι
Στο Μοναστήρι
Μετά από λίγο καιρό, εμφανίστηκαν στο χωριό του δύο
μοναχοί, προερχόμενοι από την Ρώμη. Ζήτησαν φιλοξενία και η μητέρα του, τους
την πρόσφερε απλόχερα. Ο Λουκάς δεν χόρταινε να συζητάει μαζί τους για την
Μοναστική ζωή. Φούντωνε στην ψυχή του ο πόθος να τους ακολουθήσει. Αυτοί, δεν
δέχονταν να τον πάρουν μαζί τους, φοβούμενοι τις συνέπειες, γιατί ήταν
ανήλικος. Τελικά τους έπεισε. Έτσι έφυγαν όλοι μαζί κρυφά από το χωριό και
κατευθύνθηκαν προς την Αθήνα. Φτάνοντας εκεί, ζήτησαν φιλοξενία στο Μοναστήρι
της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αφού προσευχήθηκαν, ζήτησαν από τον Ηγούμενο να
αναλάβει τον νεαρό Λουκά και όταν κρίνει πως είναι κατάλληλος ο καιρός, να τον
κάνει μοναχό. Αυτοί συνέχισαν τον δρόμο τους, με προορισμό τους Αγίους τόπους.
Ο Ηγούμενος, προσπάθησε πολλές φορές να μάθει από τον Λουκά, ποιος ήταν, από
που καταγόταν, ποιοι ήταν οι γονείς του, μα μάταια. Δεν έπαιρνε καμία απάντηση.
Βλέποντας όμως την αφοσίωσή του στον Θεό, τον έντυσε το μικρό σχήμα των μοναχών
και τον έκανε μέλος της αδελφότητας της Μονής.
Ο καημός της μητέρας
Η μητέρα του από την άλλη πλευρά, ήταν πολύ λυπημένη.
Έκλαιγε και υπέφερε από την αναχώρηση του γιου της. Ήταν δε τόση η στενοχώρια
της, που κατηγορούσε τον Κύριο για όλα του ζητούσε προσευχόμενη να της φέρει
πίσω το παιδί της και έλεγε ότι θα ψάξει να τον βρει και θα δοξάζει την
Μεγαλοσύνη του Κυρίου σε όλες τις μέρες της ζωής της. Με την προσευχή αυτή
προκαλεί το έλεος Του. Κανονίζει λοιπόν να δει ο Ηγούμενος ένα όνειρο. Του
παρουσιάζεται στον ύπνο του η μητέρα του Λουκά να τον κατηγορεί και να λέει:
— «Γιατί Γέροντα εμένα την χήρα βασανίζεις; Γιατί στον
πόνο μου πρόσθεσες και άλλον; Γιατί πήρες τον γιο μου, την παρηγοριά μου; Δος
τον μου πίσω γιατί είναι το φως και η ελπίδα μου. Αλλιώς εγώ δεν θα σταματήσω
να καταφεύγω στον Θεό και να σε καταγγέλλω».
Ο Ηγούμενος στην αρχή δεν 'έδωσε σημασία στο όνειρο. Μόλις είδε όμως το 'διο όνειρο τρεις φορές, με την 'ίδια πάντα γυναίκα, θορυβήθηκε. Σκέφτηκε πως είναι Θεία θέληση και κάτι έπρεπε να κάνει. Μόλις ξημέρωσε, κάλεσε τον νεαρό Λουκά και του είπε όλα όπως έχουν. Τότε τον παρότρυνε να γυρίσει πίσω και θα φροντίσει για την σωτηρία της ψυχής σου, σε όποιο ήσυχο μέρος επιλέξει. Ο Λουκάς από ντροπή και σεβασμό, δεν είπε τίποτα. Έβαλε μετάνοια, πήρε την ευχή του Ηγούμενου και έφυγε από το Μοναστήρι. Έφτασε στο σπίτι του και βρήκε την μητέρα του λυπημένη και πιο αδύνατη. Εκείνη, γεμάτη χαρά, σήκωσε τα χέρια της, έστρεψε τα μάτια της προς τον Θεό και τον ευχαρίστησε με τα λόγια:
— «Ευλογητός ο Θεός, που δεν απέρριψε την προσευχή μου και την ευσπλαχνία Του προς εμένα».
Ο Ηγούμενος στην αρχή δεν 'έδωσε σημασία στο όνειρο. Μόλις είδε όμως το 'διο όνειρο τρεις φορές, με την 'ίδια πάντα γυναίκα, θορυβήθηκε. Σκέφτηκε πως είναι Θεία θέληση και κάτι έπρεπε να κάνει. Μόλις ξημέρωσε, κάλεσε τον νεαρό Λουκά και του είπε όλα όπως έχουν. Τότε τον παρότρυνε να γυρίσει πίσω και θα φροντίσει για την σωτηρία της ψυχής σου, σε όποιο ήσυχο μέρος επιλέξει. Ο Λουκάς από ντροπή και σεβασμό, δεν είπε τίποτα. Έβαλε μετάνοια, πήρε την ευχή του Ηγούμενου και έφυγε από το Μοναστήρι. Έφτασε στο σπίτι του και βρήκε την μητέρα του λυπημένη και πιο αδύνατη. Εκείνη, γεμάτη χαρά, σήκωσε τα χέρια της, έστρεψε τα μάτια της προς τον Θεό και τον ευχαρίστησε με τα λόγια:
— «Ευλογητός ο Θεός, που δεν απέρριψε την προσευχή μου και την ευσπλαχνία Του προς εμένα».
Έπειτα αγκάλιασε τον γιο της, κλαίγοντας από ευτυχία. Ο
Λουκάς έμεινε και πρόσφερε στην μητέρα του την βοήθεια, την τιμή και την υπακοή
που της όφειλε. Αυτό κράτησε όμως μόνο τέσσερις μήνες. Κυριεύτηκε πάλι από τον
πόθο της μοναχικής ζωής και ζήτησε την άδεια της μητέρας του να φύγει. Εκείνη
από την πλευρά της, παρ' όλο που πίστευε ότι κάθε παιδί χρωστά αφοσίωση στους
γονείς του, κατάλαβε πως ο Θεός και η πίστη προς Αυτόν έρχεται πρώτη. Του έδωσε
λοιπόν την ευχή της και τον άφησε να πάρει τον δρόμο του.
Ο Όσιος Ασκητής
Με την εύχή της μητέρας του οδηγό, πήρε το δρόμο και
έφτασε σ' ένα βουνό το λεγόμενο του Ιωάννου, που οι ντόπιοι το ονόμαζαν
Ιωάννιτζα. Προς την πλευρά της θάλασσας, βρήκε τον Ναό των Αγίων Αναργύρων
Κοσμά και Δαμιανού και εκεί έφτιαξε την καλύβα του. Ο Όσιος ζούσε σκληρή και
αυστηρή ζωή. Ταλαιπωρούσε το σώμα του με αμέτρητες γονυκλισίες, με αγρυπνίες
και φτωχικό φαγητό. Έτρωγε μόνο κριθαρένιο ψωμί, νερό, λίγα λαχανικά και
όσπρια. Πάγωνε τον χειμώνα από το κρύο και καιγόταν το καλοκαίρι από την ζέστη.
Κοιμόταν στο χώμα, εργαζόταν την ημέρα και την νύχτα προσευχόταν. Η καλύβα του
ήταν τόσο μικρή που χωρούσε μόνο ο ίδιος. Μέσα, αντί για κρεβάτι, είχε σκάψει λάκκο
μακρύ και μέσα εκεί ξάπλωνε να κοιμηθεί για να θυμάται πάντα τον θάνατο.
Το Μεγάλο Σχήμα
Η μεγαλύτερη επιθυμία του Οσίου ήταν να γίνει
μεγαλόσχημος. Και έφτασε η ώρα που ο Θεός τον αξίωσε. Δύο Γέροντες μοναχοί,
σεμνοί και ενάρετοι, στον δρόμο τους προς την Ρώμη, πέρασαν από την περιοχή που
ασκήτευε. Ο Όσιος τους φιλοξένησε με την καλοσύνη και την ευγένεια που τον
διέκριναν. Συζήτησε πολύ μαζί τους και κάποια στιγμή τους εξομολογήθηκε τον
πόθο του να γίνει μεγαλόσχημος. Οι Μονάχοι έκριναν ότι ο Όσιος ήταν άξιος να
λάβει αυτό που επιθυμούσε. Εκτίμησαν ιδιαίτερα την αρετή και τον ζήλο του και
αφού διάβασαν τις συνήθεις ιερολογίες, τον έντυσαν το αγγελικό σχήμα, προς χαρά
του Θεού, των αγγέλων και των ανθρώπων και προς μεγάλη λύπη του διαβόλου, που
έβλεπε έναν νέο στρατιώτη του Χριστού, να μπαίνει στη μάχη εναντίον του.
Οπλισμένος με καινούρια δύναμη, αποφάσισε να εντείνει τον αγώνα του. Στη
νηστεία πρόσθεσε νηστεία, στα δάκρυα περισσότερα δάκρυα, στις προσευχές
θερμότερες προσευχές. Έτσι έλαβε από τον Παντοδύναμο, θεία βοήθεια και χάρη για
να μπορεί να θεραπεύει, μα και το προορατικό χάρισμα για τα παρελθόντα, τα
τωρινά και τα μελλούμενα. Είχε δε πει πολλές ημέρες πριν την εισβολή των
Σκύθων, οι οποίοι παρ' ολίγο θα κατέστρεφαν ολόκληρη την Ελλάδα:
— « Η Ελλάς θα λεηλατηθεί και η Πελοπόννησος θα
καταπολεμηθεί».
Η ευσπλαγχνία του ήταν τόσο μεγάλη που δεν περιοριζόταν μόνο στους ανθρώπους μα και στα κτήνη, τα πτηνά και τα ερπετά.
Η ευσπλαγχνία του ήταν τόσο μεγάλη που δεν περιοριζόταν μόνο στους ανθρώπους μα και στα κτήνη, τα πτηνά και τα ερπετά.
Φεύγει από το ερημητήριο και πάλι επιστρέφει
Ενώ βρισκόταν εκεί, προείπε και την επιδρομή των Βουλγάρων
του Συμεών στην κυρίως Ελλάδα, που έγινε στις αρχές η τα μέσα του 918 μ.Χ. και
τον εξανάγκασε, καθώς και τους συμμοναστές και τους άλλους γνωστούς του, να
εγκαταλείψει το ερημητήριό του στου Ιωαννιτζή το όρος και να φθάσει στην απέναντι
Πελοποννησιακή ακτή, κοντά στην Κόρινθο, για λόγους ασφαλείας. Ο νεαρός, τότε,
Λουκάς ήταν 21 περίπου χρόνων.
Στην Πελοπόννησο παρέμεινε μία ολόκληρη δεκαετία (918 –
928 μ.Χ.), στο χωριό Ζεμενό της Κορινθίας και στο ευκτήριο του Μάρτυρος
Προκοπίου. Κατά την εκεί παραμονή του προσέφερε με πολύ μεγάλη προθυμία κάθε
είδους υπηρεσία και εξυπηρέτηση στον γέροντα στυλίτη ερημίτη που μόναζε εκεί, η
αυστηρή και ασκητική ζωή του οποίου τον παραδειγμάτισε στην κατά Θεόν ζωή και
τον δίδαξε πολλά.
Μετά τον θάνατο του τσάρου των Βουλγάρων Συμεών (17 Μαΐου
927 μ.Χ.) και την σύναψη συνθήκης ειρήνης (Οκτώβριος 927 μ.Χ.) του υιού και
διαδόχου του Πέτρου με τους Βυζαντινούς, ο Όσιος επέστρεψε πάλι στις απέναντι
ακτές της Φωκίδος, στο γνώριμο σ’ αυτόν όρος του Ιωαννιτζή. Εκεί έμεινε μία
δωδεκαετία (928 – 939/940 μ.Χ.), οργάνωσε δραστήρια μοναστική κοινότητα και
επιδόθηκε σε νέους άθλους και άλλα ασκητικά σκάμματα και παλαίσματα. Κατά το
διάστημα της δεύτερης, μακρόχρονης, παραμονής του η γύρω περιοχή γνώριζε ξανά
την ευεργετική δράση της άκρας φιλανθρωπίας του, των παραινέσεων και θαυμάτων
του.
Η αναχώρηση από το ερημητήριο του
Ο Όσιος είχε κουραστεί από τον κόσμο που ανεβοκατέβαινε
στο ερημητήριο του. Αποζητούσε ησυχία και ερημιά. Αποφάσισε να φύγει για άλλον
τόπο, μα θέλησε να συμβουλευτεί κάποιον. Έστειλε έναν μαθητή του στην Κόρινθο,
στον διδάσκαλο Θεοφύλακτο, να ρωτήσει την γνώμη του. Εκείνος του απάντησε να
ακολουθήσει το παράδειγμα του Αγίου Αρσενίου και τα λόγια που έλεγε:
«Φεύγε τους ανθρώπους και σώζου. Φεύγε, σιώπα, ησύχαζε».
Μετά από αυτά ο Όσιος άναχώρησε για ένα μέρος που λεγόταν Καλάμιον. Εκεί στην ησυχία αγωνιζόταν όπως εκείνος ήθελε. Έμεινε τρία χρόνια εκεί όταν οι Αγαρηνοί επιτέθηκαν ξανά στη Στερεά Ελλάδα. Μαζί με χωριανούς, κατέφυγε σ' ένα μικρό νησάκι, που λεγόταν Αμπελών. Εκεί με πολύ κόπο βοηθούσε τους ανθρώπους να βρίσκουν τροφή και νερό. Όσους ήθελαν να φύγουν προς την Πελοπόννησο τους απέτρεπε λέγοντας:
Μετά από αυτά ο Όσιος άναχώρησε για ένα μέρος που λεγόταν Καλάμιον. Εκεί στην ησυχία αγωνιζόταν όπως εκείνος ήθελε. Έμεινε τρία χρόνια εκεί όταν οι Αγαρηνοί επιτέθηκαν ξανά στη Στερεά Ελλάδα. Μαζί με χωριανούς, κατέφυγε σ' ένα μικρό νησάκι, που λεγόταν Αμπελών. Εκεί με πολύ κόπο βοηθούσε τους ανθρώπους να βρίσκουν τροφή και νερό. Όσους ήθελαν να φύγουν προς την Πελοπόννησο τους απέτρεπε λέγοντας:
—«Παιδιά μου, σύννεφο είναι και θα περάσει».
Πράγματι, σύντομα η Ελλάδα ελευθερώθηκε και οι κάτοικοι
επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ο Όσιος, έμεινε εκεί τρία χρόνια ακόμα,
αντιμετωπίζοντας στερήσεις στο φαγητό και το νερό ακόμα και αρρώστιες. Με
υπομονή, υπέφερε την θέληση του Θεού. Φεύγοντας από το νησί επέστρεψε πάλι στο
όρος Στείριον. Διάλεξε να μείνει κοντά στην πηγή, καθάρισε το μέρος, έσπειρε
λαχανικά και φύτεψε δέντρα. Την καλύβα του όμως την έφτιαξε πιο μακριά για να
εξασφαλίζει ησυχία από τους επισκέπτες. Εκεί έμεινε επτά περίπου χρόνια, όταν
προαισθάνθηκε ότι το τέλος πλησίαζε.
Η κοίμηση του Οσίου
Αποχαιρέτισε τους φίλους και τους γείτονες φιλώντας τους
και λέγοντας:
— «Να προσεύχεστε αδελφοί μου για μένα, γιατί δεν ξέρουμε αν θα ξαναιδωθούμε».
Γύρισε έπειτα στην καλύβα του μόνος. Μετά από τρεις μήνες, αρρώστησε ελαφρά στην αρχή, μα η κατάστασή του σιγά-σιγά χειροτέρεψε. Όταν οι κάτοικοι των περιχώρων έμαθαν τα νέα, παρ' όλο που ήταν χειμώνας και οι δρόμοι αδιάβατοι από το χιόνι, έτρεξαν κοντά του. Έκλαιγαν και προσεύχονταν για λογαριασμό του, λυπημένοι που θα τους άφηνε. Μετά από οκτώ ημέρες, όλοι κατάλαβαν ότι ετοιμαζόταν πλέον για το τελευταίο του ταξίδι, κοντά στον Κύριο που τόσο αγαπούσε, υπηρετούσε και λάτρευε σε όλη του τη ζωή. Χαιρέτισε τον κόσμο που βρισκόταν κοντά του, τους έδωσε ευχές και περίμενε. Σε κάποια στιγμή, ρώτησε τον αγαπημένο του μαθητή Γρηγόριο, τι ώρα είναι. Μαθαίνοντας πως ο ήλιος ετοιμάζεται να δύσει, κατάλαβε ότι πλησιάζει η ώρα να δύσει και το δικό του λαμπρό αστέρι. Ζήτησε λοιπόν από τον Γρηγόριο να διαβάσει τον εσπερινό. Μετά το τέλος του εσπερινού, ο Γρηγόριος με δάκρυα, τον ρώτησε που θέλει τον τάφο του. Ο Όσιος απάντησε:
— «Λεν ντρέπεσαι να με ρωτάς τι πρέπει να χάνεις; Εδώ που βρίσκομαι θα σκάψεις και θα βρεις τούβλα. Σήκωσε τα, σκάψε, βάλε το σώμα μου στο χώμα και τοποθέτησε τα τούβλα από πάνω. Διότι ο Θεός θέλησε στον τόπο αυτό να μαζεύονται οι Χριστιανοί και να δοξάζουν το Άγιο Όνομά Του».
Μόλις είπε αυτά, ασπάστηκε τον Πρεσβύτερο, χαιρέτησε όλους όσους βρίσκονταν εκεί, έστρεψε τα μάτια του στον ουρανό και είπε:
—«Στα χέρια Σου Κύριε, εγκαταλείπω το πνεύμα μου».
Με τα λόγια αυτά, παρέδωσε την Αγία ψυχή του. Ήταν σε ηλικία πενήντα επτά ετών, στις 7 Φεβρουαρίου του έτους 953 μ.Χ. Ο Γρηγόριος, έκανε ότι του είπε, διάβασε τα επιτάφια και ενταφίασε το Ιερό Λείψανο.
— «Να προσεύχεστε αδελφοί μου για μένα, γιατί δεν ξέρουμε αν θα ξαναιδωθούμε».
Γύρισε έπειτα στην καλύβα του μόνος. Μετά από τρεις μήνες, αρρώστησε ελαφρά στην αρχή, μα η κατάστασή του σιγά-σιγά χειροτέρεψε. Όταν οι κάτοικοι των περιχώρων έμαθαν τα νέα, παρ' όλο που ήταν χειμώνας και οι δρόμοι αδιάβατοι από το χιόνι, έτρεξαν κοντά του. Έκλαιγαν και προσεύχονταν για λογαριασμό του, λυπημένοι που θα τους άφηνε. Μετά από οκτώ ημέρες, όλοι κατάλαβαν ότι ετοιμαζόταν πλέον για το τελευταίο του ταξίδι, κοντά στον Κύριο που τόσο αγαπούσε, υπηρετούσε και λάτρευε σε όλη του τη ζωή. Χαιρέτισε τον κόσμο που βρισκόταν κοντά του, τους έδωσε ευχές και περίμενε. Σε κάποια στιγμή, ρώτησε τον αγαπημένο του μαθητή Γρηγόριο, τι ώρα είναι. Μαθαίνοντας πως ο ήλιος ετοιμάζεται να δύσει, κατάλαβε ότι πλησιάζει η ώρα να δύσει και το δικό του λαμπρό αστέρι. Ζήτησε λοιπόν από τον Γρηγόριο να διαβάσει τον εσπερινό. Μετά το τέλος του εσπερινού, ο Γρηγόριος με δάκρυα, τον ρώτησε που θέλει τον τάφο του. Ο Όσιος απάντησε:
— «Λεν ντρέπεσαι να με ρωτάς τι πρέπει να χάνεις; Εδώ που βρίσκομαι θα σκάψεις και θα βρεις τούβλα. Σήκωσε τα, σκάψε, βάλε το σώμα μου στο χώμα και τοποθέτησε τα τούβλα από πάνω. Διότι ο Θεός θέλησε στον τόπο αυτό να μαζεύονται οι Χριστιανοί και να δοξάζουν το Άγιο Όνομά Του».
Μόλις είπε αυτά, ασπάστηκε τον Πρεσβύτερο, χαιρέτησε όλους όσους βρίσκονταν εκεί, έστρεψε τα μάτια του στον ουρανό και είπε:
—«Στα χέρια Σου Κύριε, εγκαταλείπω το πνεύμα μου».
Με τα λόγια αυτά, παρέδωσε την Αγία ψυχή του. Ήταν σε ηλικία πενήντα επτά ετών, στις 7 Φεβρουαρίου του έτους 953 μ.Χ. Ο Γρηγόριος, έκανε ότι του είπε, διάβασε τα επιτάφια και ενταφίασε το Ιερό Λείψανο.
Η Εκκλησία
Είχαν περάσει έξι μήνες από την κοίμηση του Οσίου και ένας
μοναχός, που λεγόταν Κοσμάς, από την Παφλαγονία, ταξιδεύοντας προς Γαλιλαία
πέρασε από τα μέρη εκείνα. Κάθισε να κοιμηθεί μία νύχτα για να ξαποστάσει και
είδε ένα περίεργο όνειρο. Το διηγήθηκε την άλλη μέρα στους χωρικούς και αυτοί
του είπαν πως θέλημα Θεού ήταν να μείνει εκεί στα μέρη τους. Ο μοναχός χωρίς να
χάσει καιρό, επισκέφθηκε την καλύβα του Οσίου Λουκά. Βλέποντας το μέρος γαλήνιο
και ήσυχο, υποσχέθηκε στον Θεό, να μείνει εκεί και να το φροντίσει. Καθάρισε
αμέσως τον τάφο του Οσίου από τα αγριόχορτα, τον ύψωσε από την γη, τον έστρωσε
με πλάκες διακοσμητικές και έβαλε γύρω του κάγκελα, για να μην τον πατούν οι
διαβάτες. Καθημερινά προσκυνούσε και προσευχόταν στη μνήμη του.
Είχαν περάσει δύο χρόνια από τον θάνατο του Οσίου και τα
θαύματα και οι θεραπείες στο όνομά του συνεχίζονταν. Μερικοί μαθητές του λοιπόν
αποφάσισαν πως δεν είχαν φερθεί καλά σαν παιδιά του Πατρός και δεν είχαν κάνει
το χρέος τους προς τον Πνευματικό τους Πατέρα. Έπιασαν λοιπόν να χτίσουν
Εκκλησία και κελιά. Τελείωσαν τον μισοφτιαγμένο Ναό της Αγίας Βαρβάρας και τον
στόλισαν όσο μπορούσαν με την οικονομική βοήθεια του στρατηγού Κρηνίτση. Στην
συνέχεια, έφτιαξαν κελιά για λογαριασμό τους και ξενώνες για την υποδοχή των
ξένων. Έπειτα διαμόρφωσαν το κελί με τον τάφο του Οσίου σε Ναό με σχήμα
Σταυρού. Αργότερα ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο Β' από ευγνωμοσύνη προς τον Όσιο
Λουκά που είχε προφητέψει είκοσι χρόνια νωρίτερα, ότι θα απελευθερώσει την
Κρήτη, πρόσφερε σημαντική χρηματική βοήθεια και χτίστηκε μεγάλο Μοναστήρι.
Ήταν ο πρώτος Βυζαντινός Ναός που χτίστηκε στην Ελλάδα το
1000 μ.Χ. περίπου. Ο υπέροχος, μεγαλοπρεπής Ναός, σώζεται μέχρι σήμερα, ενώ
πολλές ψηφιδωτές εικόνες του διατηρούνται ανέπαφες. Η ιστορική αυτή,Μονή, όλα
τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, χρησίμευσε ως κιβωτός και διαφύλαξε την θρησκεία
και την γλώσσα των Ελλήνων. Με τους ενάρετους μοναχούς της, συνεχιστές του
έργου του Οσίου Λουκά, φώτιζε και φωτίζει την Ελλάδα έως σήμερα.
Στίχος
Ἔπλησε Λουκᾶς θαυμάτων τὴν Ἑλλάδα, Ὃς οὐδὲ νεκρὸς παύεται τῶν θαυμάτων.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄.
Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τῆς Ἑλλάδος τὸ κλέος, καὶ Ὁσίων τὸ καύχημα, καὶ τὸν τοῦ Στειρείου φωστῆρα, καὶ οἰκήτορα ὅσιον, τιμήσωμεν ᾀσμάτων ἐν ὠδαίς, Λουκᾶν τὸν θεοφόρον εὐσεθῶς, τῷ Χριστῷ γὰρ οἰκειούται διαπαντός, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄ Τὴ Ὑπερμάχω
Ὁ ἐκλεξάμενος Θεὸς πρὸ τοῦ πλασθήναι σε, εἰς εὐαρέστησιν αὐτοῦ, οἲς οἶδε κρίμασι, προσλαβόμενος ἐκ μήτρας καθαγιάζει, καὶ οἰκεῖον ἐαυτοῦ δοῦλον δεικνύει σέ, κατευθύνων σου Λουκᾶ τὰ διαβήματα, ὁ φιλάνθρωπος, ὢ νῦν χαίρων παρίστασαι.
Ὁ Οἶκος
Ὦ Πατέρων ἀρίστη καλλονὴ καὶ σεμνότης, ὦ πάντων ἀσκητῶν κοσμιότης· Χριστοῦ τὰς ἐντολὰς γὰρ πληρώσαντος, πῶς ὑμνήσω τὴν σὴν βιοτὴν ἔνδοξε, μὴ ἔχων λόγων δύναμιν; ἀλλ' ὅμως σοι θαρρῶν βοήσω.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ἡσυχίας λύχνος λαμπρός, καὶ τῆς ποιμανσίας, ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός· χαίροις μοναζόντων, ὑπογραμμὸς καὶ τύπος, Λουκᾶ θαυματοφόρε, Ἑλλάδος καύχημα.
Χαῖρε, λαμπρὸν Μοναζόντων κλέος, χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ καὶ λύχνε.
Χαῖρε, τῆς ἐρήμου τερπνότατον βλάστημα, χαῖρε, οἰκουμένης λαμπτὴρ φαεινότατε.
Χαῖρε, ὅτι κατεφρόνησας τῶν ῥεόντων καὶ φθαρτῶν, χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια σὺν Ἀγγέλοις κατοικεῖς.
Χαῖρε, τῶν ἀθυμούντων ταχινὲ παρακλῆτορ, χαῖρε, τῶν ἐν κινδύνοις ποθεινὲ παραστάτα.
Χαῖρε, σεπτὸν δοχεῖον τοῦ Πνεύματος, χαῖρε, κλεινὸν Χριστοῦ οἰκητήριον.
Χαῖρε, δι' οὗ δόσις πᾶσα ηὐγάσθη, χαῖρε, δι' οὗ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη.
ᾯ νῦν χαίρων παρίστασαι.
Τῆς Ἑλλάδος τὸ κλέος, καὶ Ὁσίων τὸ καύχημα, καὶ τὸν τοῦ Στειρείου φωστῆρα, καὶ οἰκήτορα ὅσιον, τιμήσωμεν ᾀσμάτων ἐν ὠδαίς, Λουκᾶν τὸν θεοφόρον εὐσεθῶς, τῷ Χριστῷ γὰρ οἰκειούται διαπαντός, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄ Τὴ Ὑπερμάχω
Ὁ ἐκλεξάμενος Θεὸς πρὸ τοῦ πλασθήναι σε, εἰς εὐαρέστησιν αὐτοῦ, οἲς οἶδε κρίμασι, προσλαβόμενος ἐκ μήτρας καθαγιάζει, καὶ οἰκεῖον ἐαυτοῦ δοῦλον δεικνύει σέ, κατευθύνων σου Λουκᾶ τὰ διαβήματα, ὁ φιλάνθρωπος, ὢ νῦν χαίρων παρίστασαι.
Ὁ Οἶκος
Ὦ Πατέρων ἀρίστη καλλονὴ καὶ σεμνότης, ὦ πάντων ἀσκητῶν κοσμιότης· Χριστοῦ τὰς ἐντολὰς γὰρ πληρώσαντος, πῶς ὑμνήσω τὴν σὴν βιοτὴν ἔνδοξε, μὴ ἔχων λόγων δύναμιν; ἀλλ' ὅμως σοι θαρρῶν βοήσω.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ἡσυχίας λύχνος λαμπρός, καὶ τῆς ποιμανσίας, ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός· χαίροις μοναζόντων, ὑπογραμμὸς καὶ τύπος, Λουκᾶ θαυματοφόρε, Ἑλλάδος καύχημα.
Χαῖρε, λαμπρὸν Μοναζόντων κλέος, χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ καὶ λύχνε.
Χαῖρε, τῆς ἐρήμου τερπνότατον βλάστημα, χαῖρε, οἰκουμένης λαμπτὴρ φαεινότατε.
Χαῖρε, ὅτι κατεφρόνησας τῶν ῥεόντων καὶ φθαρτῶν, χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια σὺν Ἀγγέλοις κατοικεῖς.
Χαῖρε, τῶν ἀθυμούντων ταχινὲ παρακλῆτορ, χαῖρε, τῶν ἐν κινδύνοις ποθεινὲ παραστάτα.
Χαῖρε, σεπτὸν δοχεῖον τοῦ Πνεύματος, χαῖρε, κλεινὸν Χριστοῦ οἰκητήριον.
Χαῖρε, δι' οὗ δόσις πᾶσα ηὐγάσθη, χαῖρε, δι' οὗ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη.
ᾯ νῦν χαίρων παρίστασαι.