Ο Όσιός μας γεννήθηκε το 1035 μ.Χ. σε ένα χωριό της
Καππαδοκίας, Μουταλάσκι καλούμενο, στο οποίο είχε γεννηθεί και ο Μέγας Άγιος
της Εκκλησίας μας, Σάββας. Οι γονείς του ενάρετοι και πιστά μέλη της Εκκλησίας,
ο Ιωάννης και η Σοφία, μεγάλωναν το παιδί τους με σοφία και φόβο Θεού. Όταν
έφθασε σε ηλικία να μπορεί να παρακολουθήσει μαθήματα, οι γονείς του τον
οδήγησαν στο σχολείο.
Όμως ο Άγιός μας, αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα, είχε βραδύ
νου και δε μπορούσε εύκολα να καταλάβει και να συμμετάσχει στο μάθημα. Είχε
όμως απόλυτη πίστη στο Χριστό, ότι με την προσευχή του θα του φωτίσει το νου.
Πήγε λοιπόν στο ναό, μπήκε μέσα στην εκκλησία και κρύφθηκε κάτω από την Αγία Τράπεζα,
σκεπάζοντας το σώμα του με τον ενδύτη, από την
αρχή της Θείας Λειτουργίας, έως το τέλος. Ο Θεός αδελφοί μου, που
χαριτώνει τους πιστούς, έκανε το θαύμα του στην ευλογημένη ψυχή και με το τέλος
της λειτουργίας βγήκε ένας άλλος Μελέτιος. Πλέον όχι μόνο μπορούσε να μάθει
αλλά και να αποστηθίσει ολόκληρα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης
απέξω. Περνώντας τα χρόνια, ο Άγιός μας ξεχώριζε ακόμη και από τους
μεγαλύτερους σε σύνεση, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών και πήγαινε στην εκκλησία,
είχε τόση ευλάβεια και ευταξία, που προκαλούσε το σεβασμό σε μικρούς και
μεγάλους. Οι γονείς του σκέφθηκαν ότι πλησίαζε πλέον ο καιρός που πρέπει να του
προτείνουν κάποια κοπέλα για να παντρευτεί. Ο Όσιός μας όμως με πολύ όμορφο
τρόπο τους εξήγησε ότι η απόφασή του είναι να αφιερωθεί στο Σωτήρα Χριστό και
τους ανακοίνωσε ότι θα φύγει για να οδηγήσει τα βήματά του σε κάποιο μοναστήρι,
τους παρακάλεσε δε ότι ήταν δικό του να το δώσουν στους έχοντες ανάγκη αδελφούς
ως ελεημοσύνη. Πράγματι πορεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πήγε να ζήσει στην
Ιερά Μονή, την οποία είχε ιδρύσει ο Ιερός Χρυσόστομος, όταν ήταν Πατριάρχης.
Μετά από τρία χρόνια μέσα στη Μονή έγινε μοναχός. Όταν πια έμαθε τη μοναχική
τάξη, επεθύμησε τη σκληρότερη πολιτεία της ερήμου. Παίρνοντας ευλογία, έφυγε από
την Ιερά Μονή και έφθασε ως προσκυνητής στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης. Εκεί
θερμά παρακάλεσε τον Άγιο να του υποδείξει χώρο προσευχής και μετάνοιας.
Βγαίνοντας έξω από το ναό, συναντήθηκε με ένα νέο που δε γνώριζε και εκείνος
τον ρώτησε που πηγαίνει. Ο Όσιος του είπε ότι θέλει να πάει στη Ρώμη να
προσκυνήσει τα Ιερά Λείψανα των Αγίων Αποστόλων, Τότε ο άγνωστος νέος του είπε
«δεν είναι καιρός τώρα να υπάγεις εκεί, αλλά ύπαγε εις τα μέρη της Ελλάδος, εις
τας Θήβας πλησίον, προς το νότιον μέρος, είναι μοναστήριον Γεωργίου του
Μεγαλομάρτυρος και εκεί σου ητοίμασε την κατοικίαν ο Κύριος». Λέγοντας αυτά
εξαφανίσθηκε από μπροστά του. Καταλαβαίνοντας ο Όσιος ότι ήταν Θεία Όραση αυτό
το γεγονός, ήλθε πρώτα στην Αθήνα, προσκύνησε στο Ναό της Θεοτόκου στον
Παρθενώνα και από εκεί οδήγησε τα βήματά του στην πόλη των Θηβών, που βρήκε το
προαναφερόμενο Μοναστήρι (κτίσματα της Ιεράς Μονής, σώζονται σήμερα, δίπλα στον
Ενοριακό Ναό του Αγίου Γεωργίου της πόλεώς μας). Εκεί άρχισε τους ασκητικούς
του αγώνες. Όσο και αν κρυβόταν από τους ανθρώπους, τόσο πιο πολύ τον γνώριζαν
οι άνθρωποι και έτρεχαν κοντά του να λάβουν γιατρειά από τις ασθένειες, υπομονή
στους αγώνες τους και λύση στα ποικίλα προβλήματά τους. Ο Όσιος όμως ήθελε να
εκπληρώσει και το τάμα του. Έτσι ζητώντας την ευλογία από τους πατέρες της
Μονής, παίρνοντας μαζί του ένα μοναχό, ξεκίνησε το πιο ευλογημένο προσκύνημα
για κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό. Πήγε στους Αγίους Τόπους, προσκύνησε τον Πανάγιο
Τάφο του Αναστημένου Χριστού μας, βάδισε στα Θεοβάδιστα χώματα και έλαβε τη
χάρη των Παναγίων προσκυνημάτων. Σε μία εποχή που πρέπει να τονίζουμε ότι η
πορεία προς τους Ιερούς Χώρους, ήταν δύσκολη ως ακατόρθωτη, διότι είχαν
κυριαρχήσει οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από τα αιμοβόρα
αισθήματά τους. Ο Όσιός μας μετά από αυτό, προσκύνησε και στη Ρώμη, τον τάφο
των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και ξαναγύρισε στο κοινόβιό του στη Θήβα.
Γυρίζοντας στην Ιερά Μονή, συνέχισε τον αδιάλειπτο αγώνα του, η εγκράτειά του
ήταν χαρακτηριστική, η τροφή που ελάμβανε στην κοινή τράπεζα, η απολύτως
απαραίτητη, η παρουσία του στις ιερές ακολουθίες αδιάλειπτη, στο δε κελί του
ομολογείται ότι δεν είχε καν κρεβάτι, αλλά σε μία γωνία στο χώμα ξεκουραζόταν
ελάχιστα και σχεδόν όλη τη νύκτα με το κομποσκοίνι του προσευχόταν στον
Παντοκράτορα Θεό. Όταν δε πέρασε έναν έντονο πειρασμό, επέβαλε ουσιαστικά
επιτίμιο ο ίδιος στον εαυτό του, κλείστηκε για σαράντα ημέρες στο κελί χωρίς να
δεχθεί κανένα, με απόλυτη νηστεία και προσευχή και όταν πια τελείωσε αυτό
επειδή από την ατέλειωτη ορθοστασία απέκτησε κάποια προβλήματα υγείας, όταν
επισκέφθηκε την Ιερά Μονή κάποιος γιατρός, όλοι χάρηκαν που θα του έδινε τα
κατάλληλα φάρμακα προς ίαση. Ο Όσιος όμως αρνήθηκε και είπε στο γιατρό «Ιατρέ,
θεράπευσον μάλλον σεαυτόν, οικονόμισον τα πράγματα της οικίας σου, ότι μετά
τρεις ημέρας τελειώνει η παροικία σου και τότε υπάγεις εις τον τόπον τον οποίον
σου ητοίμασαν τα έργα σου». Η προόρισις του γέροντος εφαρμόσθηκε κατά γράμμα
και ο γιατρός μετά από τρεις ημέρες εκοιμήθη εν Κυρίω. Με γενναιότητα λοιπόν
αντιμετώπιζε τα ποικίλα προβλήματα που παρουσιάζονταν στη ζωή του. Όμως ο Θεός,
που θέλει διά των Αγίων του να παρουσιάσει τη μόνη Ζωντανή και Αληθινή Πίστη
στους ανθρώπους, επεφύλαξε στον Άγιο, στη Μονή του και στην πόλη των Θηβών, ένα
συγκλονιστικό γεγονός. Υπήρχε στο μοναστήρι ένας ιερομόναχος, το όνομα του
οποίου ήταν Μάρκος, ο οποίος ένα από τα διακονήματά του, ήταν να ευλογεί και το
κοινό τραπέζι των αδελφών. Αυτός λοιπόν εκοιμήθη. Όταν λοιπόν μαζεύτηκαν όλοι
οι μοναχοί να ενταφιάσουν κατά το μοναχικό τύπο τον ιερομόναχο, ένας από τους
αδελφούς για αδιευκρίνιστους λόγους, πετάχτηκε και είπε στον Όσιο «πρόσταξε,
πάτερ, το μαθητή σου να κάμει στίχον, να ψάλλομεν» . Ο Όσιος διαβλέποντας ίσως
απιστία στα λόγια του αδελφού και για να θεραπεύσει την απιστία του είπε προς
το νεκρό «τέκνον μου Μάρκε ευλόγησον». Τότε ο νεκρός άνοιξε τα μάτια του σήκωσε
το δεξί του χέρι, κάνοντας το σχήμα του Σταυρού και είπε «ευλογητός ο Θεός» και
τα υπόλοιπα και ξαναέμεινε πάλι στη νεκρική του κλίνη. Μπορούμε όλοι μας
αδελφοί μου να αντιληφθούμε τα μεγαλεία της δόξας του Θεού. Μπορούμε όμως να
καταλάβουμε έστω και νοερά τι συνέβη από τη στιγμή που διαδόθηκε αυτό το
εξαίσιο γεγονός. Χιλιάδες πιστοί από όλα τα μέρη της Ελλάδας, επισκέπτονταν τον
Άγιο, σίγουροι για τις πνευματικά θεραπευτικές ικεσίες του προς το Χριστό μας.
Μετά από οκτώ χρόνια στη Μονή του, ο Όσιός μας και με τη συνεχή προσέλευση
πιστών που εμπόδιζε κατά κάποιον τρόπο την προσευχή και τον αδιάλειπτο αγώνα
του, φεύγει αφήνοντας στη θέση του για Ηγούμενο, έναν αδελφό το όνομα του
οποίου ήταν Νικόλαος. Εκείνος δε οδήγησε τα βήματά του στο όρος Μυουπόλεως
(Κιθαιρώνας) στην Ιερά Μονή του Συμβόλου, όπως ονομαζόταν και που εόρταζε των
Αγίων Ασωμάτων. Ηγούμενος της Μονής ήταν ένας ευλαβέστατος κληρικός ονόματι
Θεοδόσιος, ο οποίος με πολλή χαρά και αγάπη δέχθηκε τον Όσιο. Το διακόνημα που
ανέλαβε ο Άγιός μας ήταν το ευκτήριον του Σωτήρος Χριστού. Περνώντας ο καιρός,
η αγάπη του Οσίου, συνοίθρισε κοντά του πολλούς αδελφούς, κάνοντας το χώρο μία
μικρή Λάβρα. Όπως ήταν αναμενόμενο, η φήμη του έφθασε μέχρι την
Κωνσταντινούπολη, ο δε Πατριάρχης Νικόλαος Γραμματικός, έδωσε ευλογία στον
Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Νικήτα το Γ΄ να χειροτονήσει το Μελέτιο σε Πρεσβύτερο για
να έχει έτσι την ευλογία του δεσμείειν και λύειν και να ανακουφίζονται
πολλαπλώς οι ψυχές που τον προσεγγίζουν. Μετά από πολλή πίεση και κάνοντας
υπακοή δέχθηκε το Ιερό αξίωμα της ιεροσύνης. Όταν εκοιμήθη ο Ηγούμενος, όλοι οι
μοναχοί με ένα στόμα, ψήφισαν για τη θέση αυτή το Μελέτιο. Πραγματικά από τη
στιγμή που ανήλθε στη θέση του Ηγουμένου, η Μονή που μέχρι τότε αριθμούσε
περίπου εκατό μοναχούς, υπερδιπλασίασε τη δύναμή της, αναγκάζοντας τον Όσιο να
χτίσει κελιά και να δέχεται τους νέους αγωνιστές του Κυρίου. Η διδασκαλία του
ήταν πάντοτε πνευματική, τους νουθετούσε να μην ασχολούνται με τη σάρκα και τις
τροφές, αλλά να ενδιαφέρονται για την πνευματική τους καλλιέργεια. Τους
προέτρεπε να ζουν φτωχικά και να πιστεύουν ότι όπως ο Κύριος του ουρανού και
της γης δεν αφήνει ούτε τα πτηνά χωρίς να μεριμνήσει, έτσι δε θα αφήσει και
τους ελπίζοντες σε Αυτόν. Τους ζητούσε να προσεύχονται αδιάλειπτα και ο νους
τους να είναι στο Γλυκύτατο Ιησού. Επειδή όμως όπως είπαμε αυξήθηκαν οι μοναχοί
ο Όσιος ίδρυσε σε πολλά μέρη της Ελλάδος διάφορα παραλάβρια, στα οποία
εγκατέστησε και σε αυτά μοναχούς. Τα θαύματα
του Οσίου αναρίθμητα. Όμως θα σταθούμε σε ένα το οποίο μπορεί η αγάπη κάθε
καλοπροαίρετου να βρει και στα βιβλία της Βυζαντινής ιστορίας. Με τον Όσιο είχε
δημιουργήσει μία έντονη πνευματική σχέση ο Αυτοκράτορας της εποχής Αλέξιος, ο
οποίος σεβόταν, εκτιμούσε, αγαπούσε και βοηθούσε ποικιλοτρόπως τον Όσιο και την
Ιερά Μονή. Όταν λοιπόν ο Αυτοκράτορας βρέθηκε αντιμέτωπος με τους Κομάνους, οι
οποίοι είχαν καταλάβει τα περίχωρα της Αγχιάλου, αποφάσισε να τους εκδιώξει. Αν
όμως τους αντιμετώπιζε την ημέρα που είχε αποφασισθεί, τότε οι βάρβαροι θα
σκότωναν το Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Αυτό ο Όσιος το προγνώριζε με τη χάρη του
Θεού και βγαίνοντας στην αυλή της Μονής, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά φώναξε
δεόμενος «φυλάττου να μην εξέλθεις από την πόλη της Αγχιάλου θαυμαστέ Αλέξιε».
Λέγοντας αυτά γυρνώντας προς την προαναφερθείσα περιοχή, εσφράγισε με το δεξί
του χέρι, σχηματίζοντας το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Αυτά όλα τα
παρακολουθούσε έκπληκτος ένας μοναχός, το όνομα του οποίου ήταν Ιλαρίων, ζήτησε
δε με πολύ σεβασμό από το γέροντα να του εξηγήσει τι ακριβώς συμβαίνει. Τότε ο
Όσιος του είπε «την ώραν ταύτην βούλεται να εξέλθει ο Βασιλεύς εις πόλεμον κατά
των Κομάνων και εάν πολεμήσει, τον φονεύουσι». Η Χάρις του Πανάγαθου Θεού που
εκπληρώνει όλων τις ταπεινές δεήσεις και προσευχές, ήταν αδύνατο να μην
εκπληρώσει κα τη θερμή δέηση του Οσίου και με τρόπο θαυμαστό, μετέβαλε την
απόφαση του Αυτοκράτορα, ο οποίος γύρισε υγιής στην Πόλη. Οι δε Κομάνοι τελικά
αλληλοεξοντώθηκαν. Ο Ιλαρίων ο οποίος σημείωσε την ημέρα και την ώρα των
γεγονότων, όταν επισκέφθηκαν την Ιερά Μονή οι υπασπιστές του Αυτοκράτορα, πήγε
και τους ρώτησε για τη συγκεκριμένη υπόθεση και διαπίστωσε έκπληκτος την
ακρίβεια των γεγονότων που του εξιστορούσε ο Όσιος τη στιγμή που συνέβαιναν. Έτσι
η ζωή του Αγίου μας ήταν πραγματικά γεμάτη θείες παρεμβάσεις και ευλογίες. Όταν
πλέον έφθασε εβδομήντα χρονών, αγωνιζόμενος σκληρά, νικώντας με τη χάρη του
Θεού τα πάθη του, παρέδωσε την ψυχή του στο Λυτρωτή μας, την 1η Σεπτεμβρίου
1105. Μετά την κοίμηση του Οσίου, το Ιερό του λείψανο ενταφιάσθηκε στη βόρεια
πλευρά, εκεί που τιμώνται οι Ασώματοι Άγγελοι, στο νάρθηκα του Ιερού Ναού της
Μονής, η οποία ουσιαστικά από τότε πήρε και το όνομα του Οσίου. Η παρουσία του
στη ζωή των ανθρώπων και μετά την κοίμησή του είναι έντονη. Ενεργεί πλείστα
θαύματα και η Αγία του Κάρα, αποτελεί πηγή ιαμάτων, για τις πονεμένες ψυχές που
με πίστη προσεγγίζουν τη Μονή, με ευλάβεια στέκονται στο χώρο ενταφιασμού του
Οσίου και με σιγουριά προσεύχονται και παρακαλούν στον Αναστημένο Κύριό Μας,
Ιησού Χριστό, για τη λύτρωση και τη σωτηρία των ψυχών τους.
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του, την 1η Σεπτεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄.
Ὡς ἔνσαρκος Ἄγγελος, καὶ ὑπηρέτης Χριστοῦ, ὡς ἔνθεος
ἄνθρωπος καὶ ἀσκητῶν καλλονή, Μελέτιε Ὅσιε, χάριτας θεοδότους, ἐκομίσω διώκειν,
πνεύματα πονηρίας, καὶ νοσοῦντας ἰᾶσθαι, δι’ ὅ καὶ ἡ σεπτή σου σορὸς βρύει
ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἠ Παρθένος σήμερον.
Ἐξ ἐῴας ἔνδοξε, πρὸς τὴν ἑσπέραν φοιτήσας, ὥσπερ ἄλλος
ἥλιος, τῶν ἀρετῶν τὰς ἀκτῖνας, ἥπλωσας, καὶ συνηγάγω πρὸς τὴν σὴν θάλψιν,
ἅπαντας, τοὺς ἐν ψύχει παθῶν χειμαζομένους, ὅθεν νῦν σε συνελθόντες,
ἀνευφημοῦμεν, Μελέτιε Ὅσιε.
agiosgeorgiosthivas.blogspot.gr