Η Αγία Άννα είναι η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Κατάγεται από γένος επίσημο από ιερατική γενιά. Είναι κόρη του ιερέα Ματθάν και
της γυναίκας του Μαρίας. Η ενάρετη Άννα παντρεύτηκε στην Γαλιλαία τον Θεοσεβή
Ιωακείμ. Δεν είχε παιδιά και ήταν ήδη προχωρημένης ηλικίας.
Οι Άγιοι Ιωακείμ
και Άννα κοσμούνται από αρετές. Είναι γεμάτοι από καλοσύνη, πραότητα και
υπομονή. Ζουν με ευλάβεια και φόβο Θεού. Τηρούν τον νόμο. Έχουν ταπείνωση,
σωφροσύνη, αγιότητα ζωής. Πιστεύουν στο Θεό με θέρμη και προσεύχονται.
Προσεύχονται ολόψυχα. Και γι’ αυτό αξιώνονται να γίνουν Πρόγονοι του Βασιλέως
των βασιλευόντων Χριστού, του Δημιουργού του ουρανού και της γης.
Η ατεκνία της Αγίας
Άννας
Στη ζωή της Άγιας Άννας υπήρχε και ένα μελαγχολικό
σύννεφο. Υπήρχε μια πίκρα διότι έμεινε στείρα. Ο Θεός, είχε δώσει στην ενάρετη
ζωή της, για δοκιμασία, την στέρηση της μητρότητας. Μοιράζει ο Θεός τα
χαρίσματά Του. Και στον καθένα μαζί με τα προσόντα, που τον προικίζει του δίνει
και κάποιο μειονέκτημα για να τον συγκρατεί. Έτσι λοιπόν και η ενάρετη Άννα
έχει έντονη τη θλίψι της, γιατί δεν μπορεί να αποκτήσει ένα παιδί.
Τον καιρό εκείνο η ατεκνία είχε φοβερές κοινωνικές
συνέπειες. Ο άτεκνος εθεωρείτο περιφρονημένος και ντροπιασμένος από τον Θεό και
τους ανθρώπους. Κανένας δεν έτρωγε ψωμί μ’ αυτόν που δεν είχε παιδί. Όταν
πήγαινε στην Εκκλησία καθόταν τελευταίος.
Και αν έδινε λειτουργία, συνηθιζόταν να την δίνει
τελευταίος στον Ιερέα.
Η προσευχή της Άννας
Ζητάει, να επιβλέψει ο Θεός στην ταπείνωση της και να της
δώσει παιδί. Ένα παιδί ζητάει από το Θεό. ένα παιδί θειο δώρο, που θα τους
απάλλασσε από την ντροπή της ατεκνίας. Και αυτό δεν το θέλει δικό της.
Υπόσχεται και λέγει:
-«Θά τό ἀφιερώσω Κύριε σέ Σένα».
Ας δούμε όμως με τί λόγια προσεύχεται, πως απευθύνει η
Αγία Άννα την παράκληση της στο Θεό:
-«Κύριε Παντοκράτορα, καί Μεγαλοδύναμε, πού μόνο μέ τό
λόγο ἔκανες τόν οὐρανό καί τή γῆ καί ὅσα φαίνονται καί εἶναι γύρω μας, πού
λύτρωσες, τούς πατέρες μας ἀπό τά χέρια τοῦ Φαραώ, πού μέ τό πρόσταγμά Σου
σχίσθηκε ἡ θάλασσα καί πέσανε μέσα οἱ Αἰγύπτιοι. Ἐσύ Θεέ, πού τούς ἔτρεφες
σαράντα χρόνια στήν ἔρημο. Ἐσύ, πού εὐλόγησες τή Σάρρα, τή γυναίκα τοῦ Ἀβραάμ
καί γέννησε τόν Ἰσαάκ στά γεράματά της. Ἐσύ πού χαρίτωσες ἐκείνη τήν Ἄννα τήν
ὁμοία μου καί γέννησε τό Σαμουήλ τόν προφήτη. Ἐσύ δῶσε καί σέ μένα τήν ταπεινή
Σου δούλη παιδί, καί μή μέ ἀφήσης νά εἶμαι ντροπιασμένη καί ταπεινωμένη ἀπό ὅλο
μου τό γένος. Κύριε, ὁ Θεός μου, τάχα καί σάν ἕνα ἀπό τά θηρία δέν εἶμαι καί
ἐγώ; Διατί μέ ὠργίστηκες τόσο καί εἶμαι στείρα; Ἐσύ, πού εὐλόγησες τά ποιήματά
σου καί εἶπες: Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε, δῶσε καί σέ μένα σπέρμα καί καρπό
κοιλίας, καί ἄν γεννήσω εἴτε ἀρσενικό εἴτε θηλυκό, νά Σού τό χαρίσω μέ ὅλη μου
τή χαρά καί νά τό φέρω στό Ναό Σου νά τό ἀφιερώσω». Ο Άγιος Ιωακείμ, έκλεγε και
αυτός και παρακαλούσε το Θεό, όπως και η γυναίκα του.
Ο Θεός απαντάει στις προσευχές του Ιωακείμ και της Άννας
Ο Θεός που αγαπάει το πλάσμα Του, είδε τα δάκρυα και τους
αναστεναγμούς τους, απάντησε στις θερμές προσευχές τους. Και πως έγινε τούτο;
Έστειλε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ στον Ιωακείμ που ήταν στο βουνό και του λέγει:
«Χαῖρε Ἰωακείμ, καί εὐφραίνου, ἐγώ εἶμαι Ἀρχάγγελος Κυρίου
καί ἦλθα νά σού πῶ, ὅτι πρόκειται νά γεννήσεις μία θυγατέρα, πού θά γεννήσει
ἀπό τήν παρθενία τῆς τόν Βασιλιά τοῦ κόσμου καί Θεό. Ἄφησε λοιπόν τήν πολλή σου
λύπη καί πικρία τῆς ψυχῆς σου καί πήγαινε στό σπίτι σου χαρούμενος. Φτάνουν οἱ
τόσο πολλοί κόποι καί ἀναστεναγμοί. Ἄκουσε ὁ Θεός τή δέησή σου. Μόνο πήγαινε,
πιστεύοντας στούς λόγους μου καί δόξαζε τό Θεό.»
Αυτά είπε ο Αρχάγγελος στον Ιωακείμ και έφυγε αμέσως και
πήγε στην Άννα και της είπε τα εξής:
-«Ἄννα, Ἄννα, ἐπήκουσε Κύριος της δεήσεώς σου καί συλλήψει
καί γεννήσεις, καί λαληθήσεται τό σπέρμα σου ἐν ὅλη τή οἰκουμένη». Καί εἶπεν
Ἄννα, «ζῆ Κύριος ὁ Θεός μου, ἐάν γεννήσω εἴτε ἄρρεν, εἴτε θῆλυ, προσάξω αὐτό
δῶρον Κυρίω τῷ Θεῶ μου καί ἔσται λειτουργῶν αὐτῶ πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς
αὐτοῦ». Ο Ιωακείμ σαν άκουσε τα λόγια και τα μηνύματα του αρχαγγέλου Γαβριήλ,
πήγε χαρούμενος ατό σπίτι του. Εκεί βρήκε τη γυναίκα του την Άννα που ήταν και
αυτή χαρούμενη από τα λόγια του Αρχαγγέλου. Εκείνη λοιπόν τη νύχτα, συνέλαβε η
άγια Άννα τη Δέσποινα Θεοτόκο από τη σπορά του Ιωακείμ, γιατί μόνο ο Χριστός
ασπόρως εκυήθη, γεννήθηκε χωρίς σπορά ανδρός. Επηκολούθησαν ευτυχείς ημέρες
απερίγραπτης χαράς για τους ευσεβείς Ιωακείμ και Άννα. Και τότε συνεχίσθηκαν οι
προσευχές ευχαριστίας με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης στο Θεό. Ποιος αλήθεια
μπορεί να περιγράψει τη ευτυχία τους εκείνη, που επακολούθησε;
Έπειτα όταν πέρασε ο προβλεπόμενος χρόνος η χαρά τους
έγινε πιο χειροπιαστή. Η ευσεβής Άννα γέννησε μετά από 9 μήνες ένα χαριτωμένο
κοριτσάκι
Το όνομα του παιδιού
και η σημασία του
Στις οχτώ μέρες, ήταν συνήθεια στους Εβραίους, οι γονείς
του παιδιού να καλούν τους ιερείς, να τους φιλεύουν και να βάζουν το όνομα του
παιδιού. Σύμφωνα με τη συνήθεια αυτή, ο Άγιος Ιωακείμ και η Αγία Άννα καλέσανε
τους ιερείς, τους φιλέψανε για να βάλουν το όνομα τής θυγατέρας τους.
Την ονομάσανε
Μαριάμ.
Το όνομα Μαριάμ
σημαίνει Βασίλισσα.
Σημαίνει επίσης, δώρο, ελπίδα, κυρία,
Ωραία. Ήταν η πιο άγια γυναίκα, Άφθαρτη και Αμόλυντη και γι’ αυτό λέγεται
Παναγία. Αναλυτικά όμως, σύμφωνα με μίαν άλλη ερμηνεία κάθε γράμμα του ονόματος
της αντιστοιχεί στις λέξεις:
Μόνη Αύτη Ρύσεται Ιού Άπαντας Μισοκάλου Δηλαδή: Μόνη αυτή θα γλυτώσει τους ανθρώπους από το
φαρμάκι του Διαβόλου. Δηλαδή την αμαρτία.
Το τάμα της Αγίας
Άννας
Επί τρία ολόκληρα χρόνια χαρήκανε οι ευλαβείς γονείς την
μικρή χαριτωμένη κόρη τους, έχοντάς την ανάμεσα τους και υμνολογώντας
ευχαριστίες στο Θεό.
Μόλις περάσανε τα τρία χρόνια, θυμήθηκαν οι γονείς της
αυτό που τάξανε στο Θεό. Να χαρίσουν δηλαδή τη θυγατέρα τους στην Εκκλησία.
Αληθινά, ήταν πολύ μεγάλη η πίστη της Άννας, για να χωριστεί από τη θυγατέρα
της, που ήταν μόλις τριών χρόνων. Για να χωριστεί από κείνη, που ζήτησε με
πολλά δάκρυα και πολλές προσευχές από το Θεό. Προτίμησε όμως η Αγία Άννα να
τηρήσει την υπόσχεση της στο Θεό και να δώσει αυτό που έταξε, από τη διαδοχή
του γένους της.
Μόνο να γίνει αυτό που έταξα στο Θεό και ας μείνω χωρίς
κληρονόμο, και ας μείνουν τα υπάρχοντα μου σε χέρια άλλων, είπε.
Μαζέψανε λοιπόν οι Άγιοι Ιωακείμ και Άννα τις παρθένους
της γειτονίας, για να πάνε με λαμπάδες την χαριτωμένη κόρη τους στο Ναό. Τον
καιρό εκείνο, ήταν αρχιερέας ο Ζαχαρίας, ο Προφήτης και πατέρας του Προδρόμου.
Αυτός μόλις είδε την Παναγία, τη γνώρισε αμέσως. Στάθηκε και της είπε πολλά
εγκώμια. Μετά γύρισε και στους γονείς της και τους είπε:
-«Εὐλογημένο καί χαριτωμένο ἀντρόγυνο, χαίρεσθε καί ἀγαλλιάσθε,
γιατί ἀξιωθήκατε νά γίνετε γονεῖς τέτοιας θυγατέρας. Ἐσεῖς ξεπεράσατε τούς
προπάτορές μας καί τούς πατέρες μας. Ἐσεῖς γεννήσατε τή Βασίλισσα τοῦ κόσμου.
Ἐσεῖς θά δοξασθῆτε ἀπό τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους».
Τότε η Αγία Άννα είπε στον Αρχιερέα:
-«Πάρε Ἀρχιερέα, τή θυγατέρα μου. Μᾶλλον τή θυγατέρα τοῦ
Θεοῦ. Δέξου τήν καθαρή καί ἀμόλυντη καί ὑψηλότερη τῶν οὐρανῶν. Βάλτην μέσα στό
Ναό γιατί ἐκεῖ της ἀξίζει νά κατοικῆ. Ἁγία εἶναι, σέ καθαρό τόπο τοποθέτησε τήν
στά χέρια τοῦ Θεοῦ παράδωσε τήν σέ τόπο ἅγιο βάλτην ν’ ἁγιάση. Πάρε, Ζαχαρία,
τήν κόρη μου, καί ἀφιέρωσε τήν στό Ναό, γιατί ἔτσι τήν τάξαμε».
Η κοίμηση της Άγιας
Άννης
Η Αγία Άννα αφού γέννησε την Θεοτόκο Μαρία, την
απογαλάκτισε και την αφιέρωσε στο Ναό σαν καθαρό και άμωμο δώρο. Πέρασε τη ζωή
της με νηστείες, προσευχές και ελεημοσύνες προς τους φτωχούς. Τέλος παρέδωσε
την Αγία της ψυχή στα χέρια του Κυρίου ειρηνικά.
Η παράδοση, αναφέρει ότι η Θεοπρομήτωρ Άννα, όταν
κοιμήθηκε εν Κυρίω, ήταν 69 χρόνων και ο Ιωακείμ 80 χρόνων. Ποιος από τους δύο,
πέθανε πρώτος δεν αναφέρεται. Αναφέρεται μόνο ότι, όταν η Θεοτόκος ήταν έντεκα
χρόνων έμεινε ορφανή και από τους δύο γονείς της.
Η μνήμη της Αγίας Άννης εορτάζεται την 9ην Σεπτεμβρίου,
εορτή των δικαίων Θεοπατόρων. Την κοίμησή της η Εκκλησία μας γιορτάζει την 25ην
Ιουλίου με ιδιαίτερη ακολουθία. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ίδρυσε Ναό προς
τιμήν τής Άγιας Άννης το 550 στη Κωνσταντινούπολη.
Λείψανα της Αγίας Άννης
Στο Άγιο Όρος, στη σκήτη της Άγιας Άννας, σώζεται το
αριστερό πόδι της Άγιας και αγιάζει αυτούς που πηγαίνουν να το προσκυνήσουν με
ευλάβεια.
Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων Ἰωακείμ καί Ἄννης
Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ἡ δυάς ἡ ἅγια καί θεοτίμητος, Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα ὡς τοῦ
Θεοῦ ἀγχιστεῖς, ἀνυμνείσθωσαν φαιδρῶς, ἀσμάτων κάλλεσιν οὗτοι γάρ ἔτεκον ἠμίν,
τήν τεκοῦσαν ὑπέρ νοῦν, τόν ἄσαρκον βροτωθέντα, εἰς σωτηρίαν τοῦ κόσμου, μεθ’
ἤς πρεσβεύουσι σωθῆναι ἠμᾶς.
Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τά ἄνω ζητῶν.
Εὐφραίνεται νῦν, ἡ Ἄννα τῶν στειρώσεως, λυθεῖσα δεσμῶν,
καί τρέφει τήν Πανάχραντον, συγκαλοῦσα ἅπαντας, ἀνυμνῆσαι τόν δωρησάμενον, ἐκ
νηδύος αὐτῆς τοῖς βροτοῖς, τήν μόνην
Μητέρα καί Ἀπείρανδρον.
Ἕτερον. Ἦχος ἅ΄. Χορός ἀγγελικός.
Τό ζεῦγος τό σεπτόν, Ἰωακείμ τέ καί Ἄννα, χορεύουσι
φαιδρῶς, παρ’ ἐλπίδα τεκόντες, τό ὅρος τό ἅγιον, τήν νεφέλην τήν ἔμψυχον, τήν
περίοπτον, τοῦ Βασιλέως καθέδραν, ὧν τῆς χάριτος, πνευματικῶς κοινωνοῦντες,
Χριστόν μεγαλύνομεν.
Μεγαλυνάριον
Τέρπεται ἡ Ἄννα θεοπρεπῶς, κρατοῦσα ὡς βρέφος, τήν
τεκοῦσαν τόν ποιητήν, σύν αὔτη δέ χαίρει, Ἰωακείμ ὁ θεῖος, ὧν τή χαρά ὡς δῶρον,
τόν ὕμνον ἄσωμεν.
Ἀπολυτίκιον τῆς Ἁγίας Ἄννης Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε
Ζωήν τήν κυήσαναν ἐκυοφόρησας, Ἁγνήν Θεομήτορα, θεοφρον,
Ἄννα, δί’ ὁ πρός λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξη, χαίρουσα
νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσι σέ πάθω, πταισμάτων αἰτουμένη ἱλασμόν, ἀειμακάριστε.
Κοντάκιον Ἦχος πλ.δ΄ Τή Ὑπερμάχω.
Ὡς τοῦ Σωτῆρος εὐκλεέστατοι Προπάτορες, ἐπουρανίων δωρεῶν
ἄμφω ἐτύχατε, Ἰωακείμ καί Ἄννα οἱ θεοφόροι. Ἀλλ' ἐκ πάσης ἐπήρειας
ἐκλυτρώσασθε, τούς αἰτοῦντας τήν θερμήν ὑμῶν ἀντίληψιν, καί κραυγάζοντας,
χαίροις ζεῦγος θεοκλητόν.
Μεγαλυνάριον
Χαίρουσα μετέστης πρός ζωήν, Ἄννα ὥσπερ μήτηρ, τῆς
τεκούσης τόν Ποιητήν. Ὅθεν τους τιμώντας, τήν θείαν κοίμησίν σου, χαρᾶς τῆς
ἀθανάτου, μετόχους ποίησον.
xristianos.gr