Ο π. Κλεόπας πολλές φορές μας συνιστούσε καθαρή
και ειλικρινή εξομολόγησι. Κάποια φορά μας ανέφερε και το παρακάτω περιστατικό
κάποιου ορθοδόξου Χριστιανού, του οποίου το σώμα έμεινε άλειωτο και τυμπανιαίο,
διότι δεν είχε εξομολογηθή στην ζωή τα αμαρτήματά του.
Στην Επισκοπή του Χούσι, το 1785 ζούσε ένας μοναχός,
ονόματι Ραφαήλ. Αυτός ο μοναχός ήτο αγγειοπλάστης και είχε ενάρετη ζωή. Την
ημέρα δεν έτρωγε τίποτε και μόνο το βράδυ, μετά την δύσι του ηλίου, έτρωγε πολύ
λίγο φαγητό. Μετά έπαιρνε ένα βιβλίο και εδιάβαζε. Για ύπνο επήγαινε και
εξάπλωνε στο Κοιμητήριο, ανάμεσα στους Σταυρούς των νεκρών. Χειμώνα και
καλοκαίρι εφορούσε ένα γιλέκο από δέρμα με μαλλί προβάτου και μ’ αυτό κοιμόταν
στα μνήματα.
Οι άλλοι μοναχοί τον ωνόμαζον «ο Ραφαήλ ο σαλός». Μακάρι
να είμαστε κι εμείς σαλοί σαν αυτόν! Αυτός ήτο άγιος.
Δεν συνωμιλούσε με κανέναν, αλλά, οσάκις του ζητούσαν
παραγγελίες, εθαύμαζαν όλα τα έργα που εξήρχοντο από τα χέρια του. Τον
ερωτούσαν γιατί κοιμάται στο Κοιμητήριο κι εκείνος απαντούσε: «Διότι εκεί
είναι και η ιδική μου κατοικία. Εάν αύριο αποθάνω, δεν θα με πάτε εκεί; Γι’
αυτό θέλω κι εγώ να συνηθίσω με τα μνήματα».
Κάποια νύκτα, ενώ εκοιμάτο ο π. Ραφαήλ στο Κοιμητήριο
δίπλα σ’ ένα πέτρινο παλαιό Σταυρό, άκουσε τους δαίμονες να κτυπούν κάποιον που
ήτο μέσα σ’ ένα τάφο. Τον κτυπούσαν από τις 11 μέχρι την 1 η ώρα τα μεσάνυκτα,
κάθε νύκτα. Δηλαδή μία ώρα πριν και μία ώρα μετά τα μεσάνυκτα. Τα κτυπήματα των
δαιμόνων ακούοντο και όλο εκεί το έδαφος εταράζετο. Ο νεκρός μέσα στην
απελπισία του εφώναζε κι έλεγε: «Ελεήσατε με, βοηθήσατε με.,. Μή με αφήνετε να
με κτυπούν οι δαίμονες!».
Ο π. Ραφαήλ παραξενεύθηκε και στεκόταν έκθαμβος. Εσκέφθηκε: «θα
πάω στον Πνευματικό της Επισκοπής να του ειπώ, να έλθη αμέσως να διαβάση
εξορκισμούς και συγχωρητική ευχή στον τάφο αυτού του νεκρού». Ο Πνευματικός ήτο
ο καημένος τότε 90 ετών.
Επήγε ο π. Ραφαήλ και είπε στον Γέροντα:
—Πάτερ Δανιήλ, έλα στο Κοιμητήριο να λύσης με τις
προσευχές σου ένα νεκρό, διότι τον κτυπούν οι δαίμονες.
—Δαιμονίσθηκες εσύ, που κοιμάσαι στο Κοιμητήριο και
βλέπεις μπροστά σου δαιμόνια, καημένε Ραφαήλ! Άφησε με. Που να πάω τώρα εγώ.
Είμαι κουρασμένος.
—Συγχώρεσέ με, πάτερ! Έλα να πάμε μαζί την νύκτα στον τάφο
του νεκρού. Φωνάζει εις βοήθεια πολύ δυνατά.
Αλλ’ ο Πνευματικός τον εμάλωσε, λέγοντάς του: «Τί μου
ήλθες τώρα ταλαίπωρε. Γιατί δεν μ’ αφήνεις να κοιμηθώ;»
Ο καημένος ο π. Ραφαήλ επί τρεις ημέρες τον παρακαλούσε
και δεν έφευγε καθόλου από την πόρτα του σπιτιού του Πνευματικού π. Δανιήλ. Και
του έλεγε πάλι: «Πάτερ Δανιήλ, έχετε μεγάλη δύναμι από τον Θεό ως
Πνευματικός να λύνετε και να δένετε τις αμαρτίες των ανθρώπων! Ελάτε να λύσετε
αυτόν τον άνθρωπο που τον κτυπούν οι δαίμονες μέσα στον τάφο του. Πάτερ, να
γνωρίζετε εάν δεν έλθετε, θ’ απολογηθήτε εσείς γι’ αυτή την ψυχή την φοβερή
εκείνη ημέρα της Κρίσεως! Δεν ημπορήτε να πήτε ότι δεν σας ειδοποιήσαμε!»
—Περίμενε, πάτερ Ραφαήλ, κι έρχομαι!
Έβαλε τις μπότες του, επήρε το Ευχολόγιο, το επιτραχήλιο,
ένα Σταυρό, το μπαστουνάκι του και ξεκίνησε. Όταν έφθασε στον χώρο του
Κοιμητηρίου, ένοιωσε ότι το έδαφος σείεται.
—Πάτερ Ραφαήλ από πότε τον κτυπούν οι δαίμονες;
—Εδώ και 14 ημέρες. Εγώ ερώτησα τον νεκρό γιατί τον
κτυπούν οι δαίμονες και μου είπε: «Διότι δεν εξωμολογήθηκα τα αμαρτήματά μου…».
Και ο Πνευματικός άκουσε με τ’ αυτιά του πως τον κτυπούσαν
οι δαίμονες εκείνη την στιγμή. Αλλά και τις φωνές του νεκρού: «Ελεήσατε
με! Βοήθεια! Μή με αφήνετε, αδελφοί! Ελεήσατέ με!».
Τότε ο Πνευματικός έστειλε τον π. Ραφαήλ να ειδοποιήση
αμέσως τον Επίσκοπο. Εκείνος ερώτησε τι έκανε ο π. Δανιήλ. Ο π. Ραφαήλ του είπε
ότι ο Πνευματικός προτείνει να τον ξεθάψουμε να ιδούμε τι συμβαίνει, διότι
φαίνεται ότι έχει αφορισθή.
Επάνω στον Σταυρό του τάφου είναι γραμμένα τα εξής: «Εδώ
αναπαύεται ο δούλος του Θεού Γκαντσίου, πρώην διοικητικός υπάλληλος της
Επισκοπής Χούσι». Ερευνήθηκε το όνομά του στα αρχεία της Επισκοπής και
διαπιστώθηκε ότι ήτο βουλγαρικής καταγωγής, διότι και οι Βούλγαροι είναι
ορθόδοξοι, και είχε αποθάνει πριν από πολλά χρόνια. Και τώρα τον κτυπούσαν οι
δαίμονες με θέλημα Θεού για να αποκαλυφθή η κατάστασις της ψυχής του και να
λυθούν τα δεσμά των αμαρτιών του.
Την άλλη ημέρα εκάλεσαν τον νεκροθάπτη ν’ ανοίξη τον τάφο.
Όταν τον άνοιξαν, είδαν με θαυμασμό ότι ούτε η γλώσσα του δεν είχε λειώσει.
Όπως τον έβαλαν, όταν απέθανε έτσι και τον ευρήκαν. Τα νύχια του είχαν
μεγαλώσει σαν δρεπάνια και τα γένεια του είχαν φθάσει μέχρι τα πόδια του. Ήτο
μαύρος στο πρόσωπο και φουσκωμένος σαν βόμβα. Αλλά και τα ρούχα του δεν είχαν
υποστεί την παραμικρή φθορά. Τίποτε. Και το φέρετρό του ήτο ολόκληρο και άσηπο.
Το μετέφεραν και το ακούμπησαν στον τοίχο της εκκλησίας
και εσκέπασαν το πρόσωπό του μ’ ένα λευκό σεντόνι για να μή τρομάξη ο κόσμος
από την απαίσια μορφή του. Ήλθε πολύς κόσμος, διότι ήδη έμαθαν ότι στο
Επισκοπείο ευρήκαν κάποιον, τον οποίον κτυπούσαν οι δαίμονες κάθε νύκτα επί δύο
ώρες και είναι άλυωτος για πολλά χρόνια.
Ο Επίσκοπος εκάλεσε επτά μεγάλους Πνευματικούς και τους
είπε: «Ας αρχίσουμε τις ευχές για την αποσύνθεσι του σώματος του νεκρού».
Εγονάτισαν οι ιερείς και εδιάβασαν τις ευχές για την
διάλυσι του τυμπανιαίου σώματος. Μετέφεραν το πτώμα μέσα στην εκκλησία και
εδιάβασαν ολόκληρη την Ακολουθία της κηδείας με τις ευχές διαλύσεώς του.
Κατόπιν το έθαψαν σ’ ενα τόπο. Αφού το έθαψαν, ερώτησαν τον μοναχό Ραφαήλ, αν
ακούει πάλι τους δαίμονες να κτυπούν τον νεκρό κι εκείνος τους είπε ότι
δεν άκουσε τίποτε μέχρι εκείνη την ημέρα.
Μετά από ένα χρόνο τον εξέθαψαν και είχε γίνει το σώμα του
σκόνη. Τα οστά του είχαν χωνέψει και είχαν γίνει χώμα. Εθαύμασε όλος ο κόσμος,
για το μεγάλο θαύμα που έγινε εκεί. Ζητούσε ο καημένος βοήθεια για να διαλυθή
το σώμα του. Όσο καιρό παρέμενε αδιάλυτο, η ψυχή του ήτο μέσα στα
απερίγραπτα βάσανα της κολάσεως, αλλά με τις ευχές των Πνευματικών και του
Επισκόπου ο Φιλάνθρωπος Κύριος την ανέπαυσε.
από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωαννικίου Μπαλάν, «Η ζωή και
οι αγώνες του Γέροντος Κλεόπα, Ρουμάνου Ησυχαστού και Διδασκάλου», Εκδόσεις
«Ορθόδοξος Κυψέλη».
πηγή: http://www.pemptousia.gr