Ήταν όλοι αξιωματούχοι του Πέρση βασιλιά Σαπώρ του Β'. Το
330 μ.Χ., επειδή, ομολόγησαν ότι, είναι χριστιανοί, συνελήφθησαν και
μαστιγώθηκαν σκληρά. Έπειτα, τους έριξαν στις φλόγες μιας μεγάλης φωτιάς. Αλλά
οι θερμές δεήσεις τους προς το Θεό προκάλεσαν φοβερή θύελλα με βροχή, που
έσβησε τη φωτιά. Αυτό προκάλεσε φόβο στους Πέρσες , και τον ίδιο το Σαπώρ, με
αποτέλεσμα να αναβάλει, το θάνατο των γενναίων χριστιανών.
Αλλά μετά μερικές μέρες, τους έφερε και πάλι στο κριτήριο.
Αφού είδε ότι δεν μπορούσε να αλλάξει το χριστιανικό τους φρόνημα, αποκεφάλισε
πρώτο τον Αφθόνιο. Έπειτα, απευθυνόμενος στον Ελπιδηφόρο, του είπε να φανεί
λογικός, σαν εγγράμματος που ήταν και μπορούσε να διακρίνει το ψέμα από την
αλήθεια. Ο Ελπιδοφόρος του αποκρίθηκε ότι γι' αυτό ακριβώς πιστεύει στο Χριστό,
διότι Αυτός είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ευαγγέλιο Ιωάννου, ιδ' 6).
Δηλαδή ο σωστός δρόμος, που οδηγεί στην απόλυτη αλήθεια και στην πραγματική και
πηγαία ζωή, που αξίζει κανείς να πεθάνει γι' αυτή. Η απάντηση του Ελπιδοφόρου
εξαγρίωσε τον Σαπώρ και αμέσως τον αποκεφάλισε. Οι θυσίες αυτές ενθάρρυναν
ακόμα περισσότερο τους υπόλοιπους, και έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους. Τότε
ο Σαπώρ διέταξε να τους ρίξουν μέσα σε αναμμένο καμίνι. Έτσι, μαρτυρικά και
ένδοξα, παρέδωσαν όλοι τη μακάρια ψυχή τους στο ζωοδότη Χριστό.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ’. Ταχύ
προκατάλαβε.
Ακίνδυνον μέλψωμεν, συν Αφθονίω ομού, κλεινόν
Ανεμπόδιστον, Ελπιδοφόρον στερρόν, Πηγάσιον ένδοξον ούτοι γαρ ακινδύνως,
εξαφθόνου κρατήρας, πηγάζουσι τοις ελπίδι, αρραγεί προσιούσι, χαρίτων
ανεμποδίστων, κρήνην θεόβρυτον.
Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς.
Τη της Τριάδος καλλονή λαμπρυνθείσα, η πενταυγής των
Αθλητών θεία φάλαγξ, τας των τυράννων ήμβλυνε δεινάς προσβολάς, άφθονον ακίνδυνον,
ανεμπόδιστον χάριν, άπασι πηγάζουσα, τοις ελπίδι και πόθω, ενθέως προσιούσι δι'
αυτών, τω πάντων Κτίστη, Χριστώ τω Θεώ ημών.