Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς
τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶ ἀπολύσας
τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος
ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων·
ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς
περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης.
καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα
ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν
αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος
εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ.
καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν.
βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων·
Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει
αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ
ἄνεμος· οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς
εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
Και ο Ιησούς ανάγκασε αμέσως τους μαθητές του να μπουν
μέσα στο πλοίο, και να πάνε πριν απ' αυτόν στην αντίπερα όχθη, μέχρις ότου
απολύσει τα πλήθη. Και αφού απέλυσε τα πλήθη, ανέβηκε στο βουνό κατ' ιδίαν για
να προσευχηθεί. Και όταν έγινε βράδυ, ήταν εκεί μόνος. Και το πλοίο ήταν ήδη
στο μέσον της θάλασσας, βασανιζόμενο από τα κύματα· επειδή, ο άνεμος ήταν
ενάντιος. Και κατά την τέταρτη φυλακή της νύχτας, ο Ιησούς πήγε προς αυτούς,
περπατώντας επάνω στη θάλασσα.
Και οι μαθητές, βλέποντάς τον να περπατάει επάνω
στη θάλασσα, ταράχτηκαν, λέγοντας ότι: Είναι φάντασμα· και από τον φόβο,
έκραξαν. Αμέσως, όμως, ο Ιησούς τούς μίλησε, λέγοντας: Έχετε θάρρος· εγώ είμαι·
μη φοβάστε. Και αποκρινόμενος σ' αυτόν ο Πέτρος είπε: Κύριε, αν είσαι εσύ,
πρόσταξέ με νάρθω σε σένα επάνω στα νερά. Και εκείνος είπε: Έλα. Και αφού ο
Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο, περπάτησε επάνω στα νερά, για νάρθει στον Ιησού.
Βλέποντας, όμως, τον άνεμο δυνατόν, φοβήθηκε· και καθώς άρχισε να
καταποντίζεται, έκραξε, λέγοντας: Κύριε, σώσε με. Και ο Ιησούς απλώνοντας
αμέσως το χέρι, τον έπιασε, και του λέει: Ολιγόπιστε, σε τι δίστασες; Και όταν
μπήκαν στο πλοίο, σταμάτησε ο άνεμος. Και εκείνοι που ήσαν μέσα στο πλοίο,
μόλις ήρθαν, τον προσκύνησαν, λέγοντας: Αληθινά, είσαι Υιός τού Θεού. Και αφού
διαπέρασαν, ήρθαν στη γη Γεννησαρέτ. www.synodoiporia.gr