Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔζησε, ἀγαπητοί μου, σὲ ἐποχὴ
δύσκολη. Οἱ Τοῦρκοιεἶχαν ἐπεκταθῆ· ἡ σημαία τους ἔφτανε ἀπ᾿ τὴ Βιέννη ὣς
τὸ Νεῖλο, κι ἀπ᾿ τὴ Βαγδάτη ὣς τὸ Ἀλγέρι. Ἦταν μιὰ ἰσχυρὴ αὐτοκρατορία, ποὺ τὴν ἔτρεμαν
μικροὶ καὶ μεγάλοι. Ἰδίως στὴν Ἀλβανία τόσο εἶχαν ἐπιβληθῆ, ὥστε ἀπὸ τὶς 600
χιλιάδες Χριστιανοὺς εἶχαν μείνει μόνο 50 χιλιάδες. Κι αὐτοὶ θὰ ἔσβηναν καὶ θὰ
γίνονταν Τοῦρκοι, ἂν δὲν παρουσιαζόταν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς.
Κήρυττε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Ἀλλ᾿ ἀπέναντί του δὲν εἶχε μόνο
Χριστιανούς, εἶχε καὶ ἄλλους. Πήγαιναν καὶ ὡς κατάσκοποι, γιὰ νὰ πιάσουν
κάποια λέξι ἀπὸ τὰ κηρύγματά του καὶ νὰ τὸν κατηγορήσουν στοὺς πασᾶδες.
Ἐκεῖνος πρόσεχε. Καὶ ἔσπερνε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ στὶς
καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν Τούρκων. Ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτοὺς
τὸν μισοῦσαν, ἄλλοι πάλι τὸν ἄκουγαν ἀπὸ περιέργεια –ἔβλεπες μέσα στὰ
ἀκροατήριά του νὰ εἶνε κι αὐτοί–, ἄλλοι ὅμως τὸν ἄκουγαν μὲ μεγάλη εὐχαρίστησι.
Γιατὶ δὲν ἦταν ὅλοι οἱ Τοῦρκοι κακοί· ὑπῆρχαν καὶ πολλοὶ ποὺ εἶχαν καλὴ
καρδιά.
Θὰ ἀναφέρω δυὸ - τρία παραδείγματα.