Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα Κυριακῆς τῶν
Μυροφόρων
(Μάρκ. ΙΕ' 43-ΙΣΤ' 8)
(Μάρκ. ΙΕ' 43-ΙΣΤ' 8)
Μοναδικὴ θέση στὴν Ἐκκλησία μας καὶ στὶς καρδιὲς τῶν
πιστῶν, κατέχουν τὰ πρόσωπα τῶν Μυροφόρων. Τῶν ὑπάρξεων ἐκείνων ποὺ ἀγάπησαν
τὸν Κύριο Ἰησοῦ μὲ ὅλο τους τὸ εἶναι καὶ ἔφθασαν νὰ ξεπεράσουν στὴν τόλμη καὶ
αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς μαθητές. Ἀκριβῶς δὲ γιὰ τὴν σφοδρή τους ἀγάπη καὶ τὴν
ἀποφασιστική τους τόλμη, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησίας τὶς τιμᾶ καὶ τὶς προβάλλει ὡς
παράδειγμα πρὸς μίμησιν, μαζὶ μὲ τὸν
Ἰωσὴφ καὶ τὸ Νικόδημο, ἀμέσως μετὰ τὴν Κυριακή τοῦ Θωμά.
Καὶ ὅπως βλέπουμε, αὐτὴ τὴν τόλμη ποὺ ἀνθίζει στὸ ἔδαφος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, καταγράφει τόσο παραστατικὰ ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος στὸ Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς. Ὅλο τὸ ἱερὸ κείμενο εἶναι
διαποτισμένο μὲ τὰ ἱερὰ αὐτὰ συναισθήματα.
Τόσο ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ὁ εὐσχήμων βουλευτής,
«τολμήσας εἰσῆλθεν πρὸς Πιλάτον καὶ ἠτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ», ὅσο καὶ ὁ
ὅμιλος τῶν ἁγίων ἐκείνων γυναικῶν, κατανικοῦν τὸν ὀρθολογισμὸ ποὺ ὑψώνεται ὡς
κάστρο, προβάλλοντας τὴν σωματικὴ ἀδυναμία.
Τον «ὀρθολογισμὸ» ποὺ μαζὶ μὲ τὴν ὀλιγοπιστία, κάμποσες
φορές, ἀναπτύσσουν τὴν δική τους διαλεκτική, καὶ ποὺ ἀλλοίμονο ἐὰν ἡ ψυχὴ
σταθεῖ νὰ ἀκούσει τὰ...«ὀρθολογικὰ παράλογα» καὶ στὴ συνέχεια νὰ καλλιεργήσει
τὶς ρίζες τῆς ὀλιγοπιστίας.
Σὲ λίγο θὰ ἔχει φυτρώσει τὸ σκληρὸ καὶ δηλητηριῶδες ἀγκάθι
τῆς ἀπιστίας. Δὲν θὰ ὑπάρχει, παρὰ ἡ φύτρα ποὺ προορίζεται γιὰ το “πυρ τὸ
ἐξώτερον”.
Πόσες, ἀλήθεια, ψυχὲς δὲν ἔχασαν τὴν εὐλογία τῆς ζωντανῆς
πίστεως, διότι ἔδωσαν σημασία στὶς ἁπλὲς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καὶ πόσες ὑπάρξεις δέχθηκαν στὴν καρδιὰ τους
τὴν ἀπαίσια ὀλιγοπιστία! Πόσοι θὰ μποροῦσαν
νὰ εἶναι ἀετοὶ τοῦ πνεύματος καὶ μὲ τὴν ἴδια τους τὴ θέληση καταντοῦν ἐγκλωβισμένοι
μέσα στὸν κλωβὸν τοῦ φόβου καὶ τῆς πνευματικῆς δειλίας!
Ὅμως ἡ θερμὴ ἀγάπη ποὺ ἔτρεφαν μέσα στὴν ὕπαρξή τους, οἱ
Μυροφόρες, ὑπερπηδᾶ τὰ ὁδοφράγματα καὶ τὶς κατευθύνει. «Τὶς ἀποκυλίσει ἠμὶν τὸν
λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;». Ἀλλά γιὰ ποιὸν λίθο μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος,
ὅταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔχει βεβαιώσει: «Ἐὰν ἔχητε πίστιν... κἄν τῷ ὄρει
τούτω εἴπητε, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γεννήσετε» (Ματθ. ΚΑ/ 21).
Ναί, ἡ πίστη προπορεύεται καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ μετακινεῖ τὰ ὅρη τῆς ἀμφιβολίας.
Καὶ ἐνῶ τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας δυσκολεύει τὴν ὅραση τῶν ὀφθαλμῶν, τὸ φῶς τῆς
χάριτος ποὺ καταυγάζει τὴν πνευματικὴ καρδία, ξεδιαλύνει καὶ τὸ πλέον
ἀδιαπέραστο σκοτεινὸ σημεῖο ποὺ τοποθετεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ μακράν τοῦ
Θεοῦ κόσμος. Ὅσο γιὰ τὰ ἐμπόδια ποὺ προβάλλει ὁ πειρασμὸς καὶ τὰ προσκόμματα
πού τοποθετεῖ στὸν δρόμο μας; Αὐτὰ μεταβάλλονται σὲ ἀγωνίσματα, ποὺ ἐξυψώνουν
ὁλοένα καὶ περισσότερο τὴν ψυχή, ἡ ὁποία γεμίζει μὲ τὸ μύρον τῆς Ἀναστάσεως.
Ἔτσι λοιπὸν ξεκίνησαν οἱ μοναδικὲς ἐκεῖνες ὑπάρξεις ποὺ
προσωποποιοῦσαν τὴν ἄδολη ἀγάπη καὶ τὴν ἁγνὴ συμπεριφορὰ «λίαν πρωὶ τῆς μιᾶς
σαββάτων», φέροντας μὲ συγκίνηση «ἃ ἠγόρασαν ἀρώματα ἴνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν
Αὐτόν»!
Οἱ Μυροφόρες ἔκαναν ὅ,τι ἦταν δυνατὸν νὰ κάνουν. Ξεπέρασαν
τὸν ἑαυτόν τους καὶ αὐτοὺς τοὺς μαθητὲς ποὺ ἔμεναν κλεισμένοι «διὰ τὸν φόβον
τῶν Ἰουδαίων».
Τώρα τὸν λόγο τὸν ἔχει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἀλλὰ γιὰ νὰ
ἀναλάβει ὁ Θεὸς μία ὑπόθεση, χρειάζεται πρῶτα νὰ ἔχει κάνει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει, πράγμα ποὺ ἔγινε μὲ τίς «ἀδύναμες – ἀνδρεῖες»
γυναῖκες.
Ὅμως, τί εἶναι αὐτὸ ποῦ βλέπουν μπροστά τους; Τί ἔκπληξη
ἀναπάντεχη εἶναι αὐτή»; «Θεωρούσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος – ἢν γὰρ μέγας
σφόδρα»!
Ἂς σταματήσουμε γιὰ λίγο κι ἐμεῖς μὲ ἄκρα σιωπὴ μαζὶ μὲ
τὶς Μυροφόρες, μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ ξένο καὶ παράδοξο θέαμα, καὶ ἂς
ἀφουγκραστοῦμε τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς μας ποὺ μετὰ τὸν φόβο καὶ τὴν ἔκπληξη,
μεταβάλλονται σὲ ρυθμοὺς πίστεως καὶ δοξολογίας.
Οἱ ὀρθρινὲς δροσοσταλίδες ἐπάνω στὰ ἀνοιξιάτικα ἄνθη καὶ
στὰ ἀγριολούλουδα, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀγγελοφάνεια, μεταφέρει τὸν νοῦ σὲ
παραδείσιες καταστάσεις καὶ τὸ ἄρωμα τῶν πολύτιμων μύρων ἀναμεμειγμένο μὲ τὴν
εὐωδία τῆς ἀναστάσεως, σκορπίζουν μέσα στὸ λειτουργικό μας Σῶμα τὶς ριπὲς τῆς
χάριτος καὶ τὸ προμήνυμα τῆς ἀπαστράπτουσας παρουσίας τοῦ Ἀναστάντος. Τῆς
παρουσίας τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, καὶ
στὴν προσευχή, ἰδίως σ' αὐτὴ τὴν νοερὰ-καρδιακὴ ποὺ ὡς πολύτιμο θησαυρὸ κατέχει
καὶ διδάσκει διὰ τῶν Ἁγίων ἡ Ἐκκλησία μας. Στὴν παρουσία Αὐτοῦ τοῦ Ἀναστάντος
Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ἀγώνα τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς, ὅταν τὸν προσκαλοῦμε διὰ
μέσω τῆς ζωντανῆς πίστεως. Καί τοῦτο διότι ἡ πίστη μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη
ἑνώνει τὴ ζωή μας μαζί Του καὶ ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, ὁ
μεγάλος αὐτὸς Στάρετς, ἔμπλεος ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ: «αὐτὴ ἡ πίστη στὴν Ἀνάσταση
κατεβάζει τὸν Οὐρανὸ στὴ γῆ»!
Ἀλλ' ἂς ἐπιστρέψουμε καὶ πάλι μαζὶ μὲ τὶς Μυροφόρες,
μπροστὰ στὸν ὀρθάνοιχτο τάφο ποὺ διακηρύσσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας
Θεὸς καὶ ὁ Νικητὴς τῶν δύο φοβερῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἀδαμιαίου γένους, τοῦ θανάτου
δηλ. καὶ τοῦ διαβόλου.
Μετά τὴν πρώτη ἔκπληξη καὶ μπροστὰ στὴν ἀπορία τοῦ νοῦ καὶ
τῆς καρδιᾶς, τὸν λόγο λαμβάνουν τώρα, γιὰ νὰ λυθεῖ τὸ μυστήριο, οἱ φωτεινὲς
προσωπικότητες. Τὰ λειτουργικὰ αὐτὰ πνεύματα τὰ «εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα
διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβρ. Α' 14).
«Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον
ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκὴν καὶ ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δὲ λέγει
αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη,
οὐκ ἔστιν ὧδε....».
Αὐτὸ εἶναι! Τὰ πάντα στὴν δοξολογία τοῦ Ἀναστάντος καὶ
στὴν διακονία τῶν πιστῶν. Μετὰ ἀπ' αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζητᾶ τίποτε
περισσότερο, διότι ἐὰν ἐπιμένει στὶς ἀμφιβολίες του, προσβάλλει τὸν ἴδιο τὸν
Θεό.
Τώρα πλέον κανένας ὀγκόλιθος δὲν θὰ μπορέσει νὰ σταθεῖ
ἐμπόδιο στὴν ἐπικοινωνία τὴν προσωπικὴ μὲ τὸν Κύριο.
Οὔτε ἐξωτερικὴ δυσκολία, οὔτε ἐσωτερικὴ διακύμανση εἶναι
δυνατὸν νὰ κρατήσει τὸν Ἰησοῦ νεκρὸ καὶ κλεισμένο μέσα στὸν τάφο. Ἀλλὰ καὶ
νεκρὸς ἀκόμα, εἶναι ἑνωμένος μὲ τὴν Θεότητα. Μὰ καὶ ἐμπόδια νὰ ἔρθουν ποὺ μᾶς
φράζουν αὐτὴ τὴν θέα τοῦ Προσώπου Του, ἂς μὴν τὰ χάνουμε. Καὶ δὲν πρέπει νὰ τὰ
χάνουμε διότι γνωρίζουμε ὅτι ὁ φύλακας Ἄγγελός μας, θὰ σπεύσει νὰ σηκώσει τὸ
ὁποιοδήποτε προσωρινὸ ἐμπόδιο.
«Ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ' οὐρανοῦ, προσελθῶν
ἀπεκύλισε τὸν λίθον...»
Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότητα. Τὸ θέμα ὅμως βρίσκεται στὰ
δικά μας τὰ χέρια, μᾶλλον στὴ δική μας τὴν καρδιά. Τοῦτο δὲ σημαίνει: ἔχουμε
τὴν πίστη, τὴν τόλμη καὶ ἰδίως τὴν ἀγάπη τῶν Μυροφόρων; Κοχλάζει μέσα στὴν ὅλη
μας ὕπαρξη ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ; ἢ μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, αὐθεντικῆς καὶ ζωντανῆς
Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἐμεῖς παραμένουμε κλειδαμπαρωμένοι στὸ
καβούκι τῆς τρεμάμενης καρδιᾶς μας, «διὰ τὸν φόβον τῶν κακούργων Ἰουδαίων»;
Αὐτὸ εἶναι ποὺ θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ καὶ νὰ μὴ μᾶς
ἀφήνει νὰ δίνουμε «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοίς μας οὐδὲ νυσταγμὸν τοῖς βλεφάροις
ἠμῶν».
Καὶ οὐσιαστικὰ αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ μήνυμα ποὺ πάντοτε,
κυρίως ὅμως τὴν περίοδο τῆς Ἀναστάσεως, μᾶς προσφέρουν μὲ ἀγάπη ἀδελφικὴ οἱ
Μυροφόρες. Ὅμως, ἂς κλείσουμε μνημονεύοντας τὰ ὀνόματα αὐτῶν τῶν ὑπάρξεων, ποὺ
ἀποτελοῦν τοὺς ἐπικεφαλῆς τῆς Ἱερᾶς φάλαγγας τῶν Μυροφόρων κάθε ἐποχῆς. Αὐτὲς
δηλ. τὶς ψυχὲς ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ ἄφησαν τὰ πάντα καὶ
μὲ τὴ ζωὴ τους σκορπίζουν στὸ περιβάλλον τους τὸ μύρο τῆς πίστεως, τῆς
ἁγιότητος καὶ τῆς ἀγάπης.
Ἡ πρώτη μυροφόρα εἶναι ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Δεύτερη
ἦταν ἡ Σαλώμη. Τρίτη ἡ Ἰωάννα, ἡ ὁποία ἦταν σύζυγος τοῦ Χουζᾶ, τοῦ ἐπιτρόπου
καὶ οἰκονόμου στὸ σπίτι τοῦ Βασιλιᾶ Ἡρώδη. Κατόπιν ἔχουμε τὴν Μαρία τὴν ἀδελφή
τοῦ Λαζάρου, ἡ ὁποία προηγουμένως εἶχε ἀλείψει τὸν Κύριο μὲ τὸ μύρο καὶ μαζὶ μὲ
αὐτὴ ἡ ἀδελφή της Μάρθα, ἡ ὁποία διακονοῦσε τὸν Χριστὸ ἐξ' ἀρχῆς μὲ πολὺ
προθυμία. Ἐπίσης, μυροφόρος εἶναι καὶ ἡ Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ τέλος ἔχουμε τὴν
Σωσάννα. Αὐτὲς εἶναι οἱ γνωστὲς Μυροφόρες, αὐτὲς δηλ. πού γνωρίζουμε τὰ ὀνόματά
τους, διότι ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες ποὺ βοηθοῦσαν τὶς παραπάνω, ὅπως λέγει ὁ
Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ἀλλὰ τὰ ὀνόματά τους, ἄγνωστα σ΄ ἐμᾶς, γραμμένα ὅμως «ἐν
Βίβλω ζωῆς», ἀπολαμβάνουν «σὺν πάσι τοῖς ἁγίοις» διηνεκῶς τὴν δόξα τοῦ
Λατρευτοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Θὰ συμφωνήσετε φίλοι μου, πὼς δὲν ὑπάρχει καλύτερος
ἐπίλογος στὴν ἀναφορὰ μας αὐτή, ἡ ὁποία ἔγινε μέσω τῆς Εὐαγγελικῆς Περικοπῆς,
ἀπὸ τὸ νὰ ἀναμέλψουμε τὸ γνωστὸ σὲ ὅλους μας Ἀπολυτίκιον τοῦ Β' ἤχου καὶ ποὺ
«ἐν βραχὶ ρήματι» ἀποδίδει τὴν πραγματικότητα ποὺ «ἐθεασάμεθα» καὶ μελετήσαμε: «Ταῖς μυροφόροις Γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα
ἐπιστᾶς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα. Τὰ μύρα τοῖς θνητοῖς ὑπάρχει ἁρμόδια, Χριστὸς δὲ διὰ
φθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος, ἀλλὰ κραυγάσατε, Ἀνέστη ὁ Κύριος, παρέχων τῷ κόσμω τὸ
μέγα ἔλεος». Αμήν.