Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι μία ἐποχὴ διχασμοῦ τῆς καρδιᾶς, σύγχυσης, χάους, φόβου (ὄχι ὑπαρξιακοῦ), ἀπληστίας, παραζάλης καὶ ἀνησυχίας. Δὲν ὑπάρχει καμιὰ δίψα ἀλήθειας. Καὶ οὔτε ἀμείλικτα ἐρωτήματα ζωῆς ἀναζητοῦν κάποια ἀπόκριση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐνῷ ἡ λαχτάρα γιὰ μάθηση καὶ χορτασμὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ σχεδὸν ἔχει νεκρωθεῖ. Συνάμα ἡ «ἀπολυταρχία τοῦ λογικοῦ» τείνει νὰ ἐπικρατήσει σ’ ἕνα σιδερένιο αἰώνα.
«Στὴν ἐποχή μας, γράφει ὁ Ἰω. Θεοδωρακόπουλος, ἔγιναν ὅλα μηχανικὰ καὶ ἀπρόσωπα, δηλαδὴ ἀνώνυμα, ἐξωτερικά⋅ ἔχασαν δηλαδὴ τὴν ἐσωτερικότητά τους. Καὶ ἡ ἀνωνυμία αὐτὴ εἶναι ἡ κύρια πηγὴ τῆς σύγχρονης διαφθορᾶς».
Ὑπάρχει λοιπὸν στὸν κόσμο ἡ ἀγωνία τοῦ ἀδιέξοδου, ἔτσι ὅπως τὴ δίδαξαν ὁ Νίτσε, ὁ Σάρτρ, ὁ Καζαντζάκης καὶ ἄλλοι πολλοί, οἱ ὁποῖοι ἔβγαλαν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῆς ἐγκοσμιότητας καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ;
Ὡστόσο ὁ «Ἐκκλησιαστής» λέει: «Τὸν Θεὸ φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ἄνθρωπος» (ἔχει καθῆκον κάθε ἄνθρωπος).
Ποὺ θὰ πεῖ ὅτι ὅποιος συνειδητὰ ζεῖ μέσα στὸ ἔδαφος καὶ στὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνάμα βιώνει σωστὰ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, καμιὰ ὑπέρμετρη τραγικότητα, θλίψη, ἀδιέξοδο καὶ ἀπειλὴ δὲν πρέπει νὰ φωλιάζει στὴν καρδιά του. Κανένα δίλημμα δὲν πρέπει νὰ κάμψει τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ χριστιανοῦ στὸ Θεό. «Μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ πίστευε» μᾶς παραγγέλνε ὁ Κύριος.
Βέβαια, τοῦτοι οἱ καιροί, ἕνεκα τῆς μεγάλης πνευματικῆς τους καθίζησης ἀπαιτοῦν μία ξεχωριστὴ κατάθεση προσωπικῆς καὶ συλλογικῆς προσπάθειας, ἀφοῦ ἀκόμα καὶ ἡ ἁγιότητα ἀποτελεῖ ἕνα «λησμονημένο ὅραμα».
Καὶ εἶναι ἀρκετοὶ ἐκεῖνοι ποὺ νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ ἔχουν ποιότητα ζωῆς δίχως τρολέ (τὴν κεραία ποὺ ἀπὸ ἠλεκτροφόρο σύρμα δίνει κίνηση στὸ ὄχημα). Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ πιά, ὅτι τίποτα τὸ δημιουργικὸ δὲν μπορεῖ νὰ κινηθεῖ δίχως πίστη καὶ μάλιστα στὸν ἀληθινὸ Θεό. «Δίχως Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπονται» λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, καὶ βλέπουμε ποῦ πάει ὁ κόσμος σήμερα!
Ἐπίσης εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν κίνηση καὶ διατήρηση τοῦ τρολὲ μὲ τὸν ἠλεκτροφόρο οὐρανό, δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸν κάνει πάντα μόνος του! Εἶναι ἀνίσχυρος ὑποκειμενικὰ καὶ συγκυριακά. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται βοήθεια. Θέλει διαλεκτικὴ ἐνίσχυση ἀπὸ φωτισμένες μορφές, ταπεινοὺς σηματοδότες, ταγοὺς καὶ ἁγίους. Οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ βαθιὰ πίστη καὶ τὴν ἔμπρακτη, χριστιανικὴ διδαχή τους, δίνουν ἐγγυημένες λύσεις στὰ πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς.
Ἄλλωστε «ἡ πίστη μας χωρὶς αὐτοὺς τοὺς ἁγίους παύει νὰ ὑφίσταται». Καὶ «ἂν λησμονήσουμε αὐτὴ τὴν ἁγιότητα δὲν ἀπομένει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία παρὰ ὁ ταυτισμός της μὲ τὸν κόσμο», γράφει ὁ Μητροπ. Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλας.
Μιὰ τέτοια μορφή, ἐπίκαιρης ἀναφορᾶς γιὰ τοὺς καιρούς μας, εἶναι καὶ ὁ ἁπλοϊκός, ταπεινὸς καὶ φτωχὸς (ἕως πένης) παπα-Νικόλας Πλανᾶς. Ὁ ὁποῖος βίωσε τὸ σκάνδαλο καὶ τὴ μωρία τῆς πίστης ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ἡ Γραφὴ ὄχι γιὰ τὶς κηρυχτικές, συγγραφικές, πατερικὲς ἢ θύραθεν γνώσεις του, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀδιατίμητη ταπεινότητά του, τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν πλησίον, καὶ κυρίως γιὰ τὴ λιτότητα τοῦ βίου του. Ἦταν ἕνας ἀληθινὸς «φίλος τῆς ὑπακοῆς» στὸ θέλημα καὶ μόνο τοῦ Θεοῦ, ὑπόδειγμα χριστιανικοῦ βίου καὶ ποιμένα ὁ ὁποῖος, στ’ ἀλήθεια, «τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων».
Ὁ καλὸς αὐτὸς λευίτης ἔζησε καὶ ἐργάστηκε στὴν Ἀθήνα περισσότερα ἀπὸ ἑξήντα χρόνια καὶ κοιμήθηκε στὶς 2 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1932. Θεωροῦσε ὅμως πάντοτε τὸν ἑαυτό του Νάξιο καὶ περηφανευόταν γι’ αὐτό.
Ὁ Νικόλας Πλανᾶς γεννήθηκε στὴ Νάξο τὸ 1851 ἀπὸ γνωστὴ καὶ πολύκλαδη οἰκογένεια τῆς Χώρας. Καὶ μεγάλωσε πλάι στὸ σπίτι τοῦ ὀνομαστοῦ τέκνου τῆς Ναξίας Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, μέσα σ’ ἕνα κλίμα μυστικῆς ἔξαρσης ποὺ καλλιεργοῦσαν τότε ἔντονα οἱ Κολλυβάδες, οἱ πατέρες τοῦ Ἄθω καὶ οἱ Γέροντες τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἄλλωστε καὶ ὁ παπποὺς τοῦ Νικόλα Πλανᾶ ἀπὸ τὴν μητέρα του ἦταν ὀφφικιοῦχος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὁ οἰκονόμος Γεώργιος Μελισσουργός. (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Δημήτρη Φερούση «Ὁ παπακαλόγερος Νικόλαος Πλανᾶς», ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθήνα 1992).
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του στὰ 1868, ὁ Νικόλας Πλανᾶς μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του Αὐγουστίνα καὶ τὴ μικρὴ ἀδελφή του Σουσάνα «μετανάστεψε» στὴν Ἀθήνα. Ἀφοῦ στὸ μεταξύ, φέρνοντας μέσα του τὰ πλούσια βιώματα τῆς γενέθλιας γῆς καὶ τῆς οἰκογενειακῆς παράδοσης, εἶχε ἀποφασίσει τὴ σταδιοδρομία του!
Ὅταν ὁ Νικόλας Πλανᾶς ἔφυγε ἀπὸ τὸν λειμώνα τῆς ναξιακῆς γαλήνης καὶ ἦρθε στὴν Ἀθήνα, βρέθηκε ξαφνικὰ μέσα στὴ βαβούρα καὶ τὸ ἐγκόσμιο σκόρπισμα μιᾶς νέας Βαβυλώνας. Σ’ ἕνα κλίμα πρωτευουσιάνικης ἀσύνδετης, ταραγμένης καὶ ἀσυνάρτητης ζωῆς. Ἡ ὁποία δίχως συγκεκριμένη ταυτότητα, συνεχιζόταν πάνω στὰ χνάρια τῆς βαυαρικῆς καὶ ὀθωνικὴς ἄρνησης καὶ ἀμετροέπειας (μεγαλοστομίας). Οἱ κάτοικοι τῆς Ἀθήνας, ὡς ἕνας ἄθλιος συρφετός, προσπαθοῦσαν, μιμούμενοι τὰ εὐρωπαϊκὰ κακέκτυπα ζωῆς, συμπεριφορᾶς καὶ φιλοσοφίας, νὰ συγκροτήσουν μία ἀτομικὴ καὶ συλλογικὴ συνείδηση. Σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τῆς πρωτεύουσας ἀναφέρεται ὁ Κονδυλάκης μὲ τοὺς «Ἄθλιους τῶν Ἀθηνῶν», ὁ Σουρῆς, ὁ Συνοδινὸς καὶ πολλοὶ ἄλλοι συγγραφεῖς. Ἀκόμα καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ποὺ ἔγραψε πικραμένος:«Φεῦ. Τίς μοι δώσει ὕδωρ καὶ δάκρυα; Ἀπὸ τὸν τόπον τῆς δοκιμασίας καὶ τὸν τόπον τῆς μικρῆς ἀναψυχῆς, ἦλθα εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ὅπου ἀπὸ πολλοῦ σύρω τὸν σταυρόν μου, μὴ ἔχων πλέον δυνάμεις νὰ τὸν βαστάζω εἰς τὴν πόλιν τῆς δουλοπαροικίας καὶ τῶν πλουτοκρατῶν. Ἔφθασα εἰς Ἀθήνας…»
Ἀλλὰ καὶ ὁ Κωστῆς Μπαστιᾶς δὲν φείδεται παρρησίας γιὰ νὰ περιγράψει τὴν κατάσταση τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀσυναρτησίας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν ἀλλοπρόσαλλη Ἀθήνα.
«Ὅ,τι ἱερὸ φυλάξαμε, γράφει, τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς ποδοπατιέται, ὅ,τι μᾶς κράτησε ὄρθιους, σὰν ἀσάλευτο ἀντιστήλι, γκρεμίζεται. Σὲ τέτοιο γιουρούσι τοῦ σατανᾶ, κάθε ὑποταγὴ εἶναι ἄρνηση τῆς πίστης καὶ παράδοση στὸ διάβολο».
Σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ἦρθε ὁ Νικόλας Πλανᾶς νὰ ζήσει καὶ νὰ καταθέσει τὸ ὑστέρημα τῆς καρδιᾶς του. Νὰ στηρίξει τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια μέσα ἀπὸ ταπείνωση καὶ ἀγάπη καὶ νὰ ἀνατρέψει πολλὲς κατεστημένες συνήθειες μέσα στὸ κέντρο τῆς ἀθηναϊκῆς ἀδιαφορίας καὶ τοῦ κυνικοῦ ἀθεϊσμοῦ. Νὰ ξαναδώσει τὴν ἱερότητα καὶ τὸν χαμένο ἐνθουσιασμὸ στὸν κόσμο τῆς θρησκευτικῆς, χριστιανικῆς λατρείας. Καὶ παρὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς λοιδορίες νὰ ἐγκαινιάσει μαζὶ μὲ τὸ φίλο του Παπαδιαμάντη καὶ τοὺς ἄλλους «Συμποτικούς» συντρόφους του, ἕνα νέο πνεῦμα ἐκκλησιαστικῆς καθαρότητας στὰ τέλη τοῦ 19ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης σὲ ἄρθρο του μοναδικό, μὲ τίτλο: «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων» ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ λεύκωμα «Ἡ Ἑλλὰς κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνας τοῦ 1896», μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραψε: «Γνωρίζω ἕνα ἱερέα εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἶναι ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καὶ ὁ ἁπλοϊκότερος τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀξιαγάπητος. Εἶναι ἁπλοϊκὸς καὶ ἐνάρετος. Εἶναι ἄξιος τοῦ πρώτου τῶν μακαρισμῶν τοῦ Σωτῆρος».
Ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Νικόλα Πλανᾶ ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ πρῶτα στεφανώθηκε, στὶς 14 τοῦ Ἀπρίλη τοῦ 1879 καὶ τὸν Ἰούλιο χειροτονήθηκε διάκονος στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Πλάκας, ἔμεινε γιὰ λίγα χρόνια νὰ ὑπηρετεῖ μὲ ξεχωριστὸ ἦθος στὸν ἴδιο Ναό. Καὶ στὴ συνέχεια, στὶς 2 Μαρτίου τοῦ 1884, χειροτονήθηκε σὲ Πρεσβύτερο στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου ὡς «Νικόλαος Πλανᾶς Ἱερεὺς ἐκ Νάξου» καὶ τοποθετήθηκε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη Βουλιαγμένης. Ἕνεκα ὅμως τοῦ ὅτι σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ εἶχε μόνο τρεῖς οἰκογένειες ποιμένων ὡς ἐνορίτες, λειτουργοῦσε τακτικότερα στὸν Ἅγιο Ἐλισαῖο, στὸ Μοναστηράκι, μὲ ψάλτες τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη. Καὶ εἶχε τὴν ἱερὴ συνήθεια νὰ κάνει σχεδὸν καθημερινὲς λειτουργίες καὶ ἀγρυπνίες σὲ ὅλα τὰ ἐκκλησάκια τῆς Ἀθήνας καὶ ἔξω ἀπ’ αὐτή.
Ἰδιαίτερα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου ὅπου τὸ τυπικὸ ἦταν ἁγιορείτικο, πλούσιο σὲ κατάνυξη, συγκεντρώνονταν πάρα πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖες ἀργότερα ἔπαιξαν μεγάλο ρόλο στὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο τῆς Χώρας, ὅπως ἦταν: ὁ Νεκτάριος Κεφαλᾶς, ὁ Φιλόθεος Ζερβᾶκος, ὁ Φώτης Κόντογλου, πολλοὶ Ἐπίσκοποι καὶ ἁγιορεῖτες Γέροντες. Οἱ ὁποῖοι στὸ πρόσωπο τοῦ παπα-Νικόλα Πλανᾶ, τοῦ ὀλιγογράμματου καὶ ταπεινοῦ ἱερέα, ἔβρισκαν καὶ βίωναν τὴν «πρόγευση τῶν ἐσχάτων». Τὴν ἁγιότητα ὡς ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Ποὺ σημαίνει ὅτι μέσα στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι ὑπῆρχε εἰκονισμὸς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ μετοχὴ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ νοητὴ θέωση τῶν «μυσταγωγικῶς παρισταμένων».
Γιὰ τὸν παπα-Νικόλα Πλανᾶ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ θέμα ὑλικῶν ὠφελημάτων. Ἔνιωθε πάντοτε πλούσιος καὶ μόνο ὅτι ὑπηρετοῦσε τὸ Θυσιαστήριο ὡς ἱερέας Χριστοῦ καὶ ἁγίαζε τὸν κόσμο. Ζοῦσε σ’ ἕνα ταπεινὸ δωματιάκι στὸ σπίτι τῆς νύμφης του ἀπὸ τὸ γιό του Ἰωάννη, κάπου στὸ Κουκάκι (Γαργαρέττα). Φοροῦσε μόνιμα τὸ ἴδιο τριμμένο ρασάκι ἕως τὴν τελευτὴ τοῦ βίου του. Ἡ ὁποία ἔγινε, δίχως νὰ ἀρρωστήσει, τὴν Τσικνοπέμπτη τοῦ 1932, ἐνῷ εἶχε ξαπλώσει γιὰ νὰ κοιμηθεῖ.
Ἀργότερα γιὰ τὴ μοναδικότητα καὶ ἁγιότητα τοῦ Παπακαλόγερου Νικόλα Πλανᾶ, διαμορφώθηκε ἡ συνείδηση στὸ λαὸ ὅτι θαυματουργοῦσε. Καὶ ὅτι αὐτὸ συνέβη ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος Νικόλας Πλανᾶς δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο στὸ νοῦ του ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ διακονία τῶν συνανθρώπων του μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Κατὰ τὴν κηδεία του, ποὺ ἔγινε στὸν Ἅγιο Γιάννη Βουλιαγμένης, ὅπου ὁ ἀγαθὸς Πρεσβύτερος ὑπηρέτησε ἐπὶ πενήντα ἔτη, ἀκούστηκαν πολλοὶ ἐπαινετικοὶ λόγοι καὶ γράφτηκαν στὸν Τύπο κείμενα ποὺ μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἀφιλοκερδεία, τὴν ἁπλότητά του καὶ τὴν ἀπόλυτη καλοσύνη του. Τὸν ἐπικήδειο ἐκφώνησε ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κυρὸς Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Καὶ τὸ μεγάλο πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀπαίτησε νὰ γίνει ἡ περιφορὰ τοῦ σκηνώματός του σὲ ὅλη τὴν Πλάκα τῆς Ἀθήνας ὅπου ἔζησε καὶ διακόνησε.
Στὶς μέρες μας, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Νικολάου Πλανᾶ, εἶναι ἐπίκαιρη καὶ παραδειγματικὴ γιὰ τὸν Κλῆρο καὶ τὸ Λαό. Ἡ αὐτάρκειά του ἦταν πνευματική. Καὶ αὐτὸ τοῦ ἔδινε τὴ δυνατότητα νὰ αἰσθάνεται πλούσιος ἐνῷ ἦταν φτωχός. Νὰ ἔχει μόνιμα τὸν τρολὲ ἑνωμένο μὲ τὸν Οὐρανὸ καὶ δίχως κανένα φόβο νὰ ἀντιμετωπίζει ὅλες τὶς ἐξωτερικὲς συγκυρίες, οἱ ὁποῖες καὶ στὰ χρόνια του ἦταν πολὺ σκληρὲς καὶ πιεστικές, ὅπως καὶ στὶς μέρες μας! Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, μετὰ τὴν ἁγιοκατάταξή του, δίκαια ψάλλει:
«Πλανᾶς ὁ Νικόλαος,
ὁ ταπεινὸς πρεσβύτερος
ὤφθη ἐκλεκτὸς Χριστοῦ ἐργάτης, μικρὸς τὸ δέμας,
πεφωτισμένος τὸν νοῦν, πίστει σοφῶν ὑπερτερῶν,
ὄρθρῳ καὶ νυχθημερῶν τῷ φωτὶ αὐγαζόμενος».
« Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος.
Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ὁ Θεὸς ἐπέλεξε,
τὴν δ’ ἔπαρσιν τῶν σοφῶν τούτοις κατῄσχυνεν.
Εὐφραίνου ἡ ταπεινὴ Νάξος,
γενέθλη Πλανᾶ χρηματίσασα
Νικόλαον τὸν ἁπλοῦν
ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ ἡ ἐκθρέψασα…»
Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ὁ Θεὸς ἐπέλεξε,
τὴν δ’ ἔπαρσιν τῶν σοφῶν τούτοις κατῄσχυνεν.
Εὐφραίνου ἡ ταπεινὴ Νάξος,
γενέθλη Πλανᾶ χρηματίσασα
Νικόλαον τὸν ἁπλοῦν
ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ ἡ ἐκθρέψασα…»
Συντεθημένο ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Πατρῶν κυρὸ Νικόδημο
http://www.orthodoxfathers.com