Γράφει ὁ Ἀρχιμ. Ἰωὴλ
Κωνστάνταρος
«ὁ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς
ἠμῶν, ὁ ἐθεασάμεθα»
Ὅλα πλέον καταυγάζονται ἀπὸ τὸ «φῶς τὸ ἀληθινόν», ἀρκεῖ
νὰ θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ ζεῖ μέσα στὸ φῶς καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὸ φῶς. Γι' αὐτοὺς ποὺ
ζοῦν μέσα στὴν ἀλήθεια, ἡ ἐποχὴ τοῦ σκότους πέρασε καὶ ὁ ζόφος ἀδυνατεῖ νὰ τοὺς
«ἀγγίξει». Καὶ τοῦτο, διότι ἡ δικαιοσύνη τῆς χάριτος ποὺ βιώνουν, τοὺς ὁδηγεῖ
στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Τὸ τονίζει τόσο ξεκάθαρα ὁ ἀγαπημένος Προφήτης: «Ἐγὼ
δὲ ἐν δικαιοσύνη ὀφθήσομαι τῷ προσώπω σου». Οἱ ἄλλοι ἂς κάνουν ὅ,τι
θέλουν. Δικός μου πλοῦτος εἶναι ἡ ἀρετή. Καὶ μὲ αὐτὴ θὰ παρουσιαστῶ καὶ θὰ
ἐμφανιστῶ ἐμπρός Σου. Ἀλλά, αὐτὴ ἡ εὐλογία, μήπως ἔχει τελειωμό; Μήπως μπορεῖ
ποτὲ νὰ γεμίσει ἡ καρδιὰ καὶ ἡ ὅλη ὕπαρξη ἀπὸ τὴν θέα τοῦ Θείου Προσώπου;
«Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι μοὶ τὴν δόξαν σου»[1]. Θὰ ἱκανοποιηθῶ καὶ θὰ χορτάσω
μόνο τότε, ὅταν ἀπαύστως θὰ βλέπω καὶ ἀκορέστως θὰ ἀπολαμβάνω τὴν δόξα τοῦ
Προσώπου Σου, Κύριε.
Καί, ὑπάρχει ἀντίρρηση, ὅτι μόνο μία καρδιὰ ποὺ γεύεται
αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται κατ' αὐτὸ τὸν τρόπο,
ἀποτυπώνοντας ἔστω καὶ ἐλάχιστα «κατ' ἄνθρωπον» τὴν πραγματικότητα τῆς χάριτος
ποῦ βιώνει;
Χωρὶς καμμία ἀμφιβολία, στὴν Βίβλο ποὺ κατέχει καὶ ἑρμηνεύει ἀποκλειστικὰ ἡ Ἐκκλησία,
περιγράφονται καταστάσεις γιὰ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι...ἀσύληπτες γιὰ ὅσους ἔζησαν πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως.
Γιὰ ὅσους ἔψαχναν
βασανιστικὰ μέσα στὴν ἔρημο, γυρεύοντας τὴν πύλη τοῦ Κήπου τῆς Ἐδέμ...
Ἀλλά, μόνο γι' αὐτοὺς τοὺς «Σίσυφους» ἦταν ἀδιανόητο τὸ Πρόσωπο καὶ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ; Ἀκόμα καὶ τὰ ἐκλεκτὰ πνεύματα ποὺ λαλοῦσαν «διὰ Πνεύματος Ἁγίου», λαχταροῦσαν αὐτὰ ποὺ ὁ πιστὸς ἀπολαμβάνει διαπλέοντας μέσα στὴν «Κιβωτὸ τῆς Σωτηρίας».
Πόσο ξεκάθαρα τὸ κηρύσσει ὁ ἴδιος ὁ Ἐνανθρωπήσας
Θεός: «Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμίν, ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν
ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν»[2].
Συγκλονιστικὴ πράγματι ἡ βεβαίωση ὅτι πολλοὶ προφῆτες καὶ δίκαιοι, ἐπεθύμησαν νὰ δοῦν αὐτὰ ποὺ εἶδαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, καὶ ἀπολαμβάνουν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μὰ δὲν τὰ εἶδαν. Καὶ νὰ ἐνωτισθοῦν ὅσα ἄκουσαν τὰ
τέκνα τῆς Πίστεως, μὰ δὲν ἤχησαν στ' αὐτιά τους. Καὶ τοῦτο διότι ἔζησαν σὲ
χρόνους προγενέστερους, ποὺ δὲν προφθασαν νὰ δοῦν μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ
σώματος, τὴν ἐπὶ γὴς παρουσία τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τί εὐλογία ἀλήθεια!
Τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ! Ο «Ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντων βροτούς»! Κανένα
πρόσωπο ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ Αὐτὴ τὴν Οὐράνια ὀμορφιά. Ἡ
ὡραιότητα ὅμως αὐτή, ἦταν κυρίως πνευματική.
Ἡ ἁγιότητα τῆς ψυχῆς Του, ἔκανε τὸ Πρόσωπό Του ν'
ἀκτινοβολεῖ. Καὶ μπορεῖ τώρα νὰ σκεφθεῖ κανεὶς πόσο εὐτυχισμένοι ἤσαν οἱ
Μαθητές Του, ποὺ εἶχαν τὸ προνόμιο, αὐτοὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τους νὰ τὸν
ἀτενίζουν καὶ νὰ τὸν προσέχουν καθημερινῶς!
Αὐτὸς ποὺ εἶχε τὸ μοναδικὸ προνόμιο νὰ ἀγγίξει μὲ πολλὴ
στοργὴ τὸ πρόσωπό του, στὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ, «ἐπιπεσῶν δὲ ἐκεῖνος ἐπὶ τὸ
στῆθος τοῦ Ἰησοῦ λέγει αὐτῶ. Κύριε, τὶς ἐστίν;»[3] καὶ ἀπὸ κεῖ νὰ λάβει τὰ
μυστικὰ τῆς ἀγάπης μὰ καὶ τὸ χάρισμα τῆς Θεολογίας, θὰ γράψει γιὰ νὰ τὸ γνωρίζει
τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ μέχρι τὸ τέλος τῶν αἰώνων, ὅτι ναί, τὸν
εἴδαμε: «ὃ ἢν ἀπαρχῆς, ὁ ἀκηκόαμεν, ὁ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἠμῶν, ὁ
ἐθεασάμεθα καὶ αἳ χεῖρες ἠμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς»[4]. Κηρύσσει
μὲ ἀφοπλιστικὴ εἰλικρίνεια ὁ Ἰωάννης: Ἐκεῖνο ποὺ ὑπῆρχε, ὅταν ἄρχισε ἡ
δημιουργία τοῦ κόσμου, τὸ ὁποῖο ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι μὲ τὰ αὐτιὰ μᾶς ἀκούσαμε, μὲ
τὰ μάτια μᾶς ἔχουμε δεῖ, καὶ τὰ χέρια μᾶς ἐψηλάφησαν, θέλω δήλ. νὰ πῶ περὶ τοῦ
ἐνυπόστατου Λόγου, ὁ ὁποῖος ἔχει μέσα τοῦ ζωὴ καὶ αὐτὴ τὴ ζωὴ τὴ μεταδίδει καὶ
στοὺς ἄλλους, αὐτὸ ἀκριβῶς κηρύσσουμε!
Ἔβλεπαν λοιπόν, οἱ κατόπιν κήρυκες τῆς οἰκουμένης, τὴν ὡραιότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποία ἦταν ἀντανάκλαση τῆς ἐσωτερικῆς Του ὡραιότητας. Τῆς ἀναμαρτησίας. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ
ἐσωτερικὴ καθαρότητα ἀντικατοπτριζόταν στὴ μορφή, στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ
ἑπόμενο εἶναι, ὅσο καὶ ἂν προσπαθοῦν οἱ χαρισματοῦχοι τοῦ χρωστῆρος νὰ
περιγράψουν καὶ ν' ἀποτυπώσουν τὴν ὀμορφιὰ αὐτή, οὐδέποτε αὐτὸ θὰ γίνει πλήρως
κατορθωτό, ἀφοῦ ἀνθρώπινο χέρι εἶναι ἀδύνατον νὰ κατορθώσει νὰ ἀποδώσει αὐτὸ
τὸ «ἄρρητον κάλλος» τοῦ Θεανδρικοῦ Του προσώπου.
Μέσα λοιπὸν σ' αὐτὸ τὸ πλαίσιο τῆς καταγραφῆς τῆς ἀληθείας
γιὰ τὸν Ἰησοῦ, μέσα στὰ ἀθάνατα αὐτὰ κείμενα ποὺ οἱ μαθητὲς καὶ οἱ Ἱεροὶ
Εὐαγγελιστὲς ἀποθησαύρισαν στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, περιγράφονται καὶ
μεγαλειώδεις στιγμὲς ποὺ ἔζησαν κοντά Του.
Μέσα σ' ἕνα στίχο τοῦ πρώτου κεφαλαίου τοῦ Εὐαγγελίου του,
ὁ Μαθητὴς τῆς ἀγάπης περιγράφει ὅσο τὸ δυνατὸν τὸ μεγαλεῖο της Μορφῆς τοῦ
Κυρίου: «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἠμίν, καὶ ἐθεασάμεθα
τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ
ἀληθείας»[5]. Δηλ. γιὰ νὰ ἐντυπωθεῖ περισσότερο στὸν καθένα, ποιὸς
ἐπιτέλεσε τὴν ὑπερφυσικὴ αὐτὴ γέννηση καὶ υἱοθεσία, ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὁ Λόγος
ἔγινε ἄνθρωπος μέσα στὸ χρόνο. Καὶ ἔχοντας σκηνὴ καὶ ὡς ναὸ ἅγιο τὴν ἀνθρωπίνη
φύση, παρέμεινε μὲ πολὺ οἰκειότητα μεταξὺ μας ὡς ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς. Κι ἐμεῖς
χορτάσαμε νὰ βλέπουμε μὲ τὰ μάτια μας τὴν ὑπέρλαμπρη καὶ θεοπρεπῆ δόξα Του, ἡ
ὁποία φανερωνόταν μὲ τὰ θαύματά Του καὶ τὴ διδασκαλία Του καὶ τὴ λαμπρότητα τῆς
ἀναμάρτητης καὶ ὁλοκληρωτικῆς ἁγίας Του ζωῆς. Ἦταν δόξα ποὺ δὲν πῆρε ὡς χάρισμα
καὶ δωρεά, ὅπως τὴν λαμβάνουν τὰ λογικὰ δημιουργήματα, ἀλλὰ τὴν εἶχε φυσικὴ ἀπὸ
τὸν Πατέρα Του, ὡς Υἱὸς μονογενὴς ποὺ ἦταν. Υἱὸς γεμάτος χάρη, μὲ τὴν ὁποία
θαυματουργοῦσε καὶ μᾶς ἀναγεννᾶ, καὶ γεμάτος ἀλήθεια, μὲ τὴν ὁποία μᾶς φωτίζει,
μᾶς διδάσκει, μᾶς ἐξαγιάζει καὶ μᾶς Χριστοποιεῖ!
Ὁπωσδήποτε, ὅλα τὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἔχουν ἕνα ἀνυπέρβλητο
μεγαλεῖο. Τὰ λόγια Του, οἱ κινήσεις Του, ἡ σιωπὴ Τοῦ ἀκόμα. Ὅλη Του ἡ Μορφὴ ποὺ
ἀκαταπαύστως ἀκτινοβολοῦσε. Καὶ ἀκριβῶς, αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ἀποτυπώνει μὲ
θεολογικὸ λυρισμὸ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος καὶ ψάλλουμε γεμάτοι δέος καὶ συγκίνηση
κατὰ τὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου: «Τοῦ Κυρίου τὴν Μορφήν,
ἀπολαβοῦσα ἡ Ἐκκλησία, χαίρει καὶ σκιρτᾶ, σὺν τοῖς τέκνοις αὐτοῖς, ὡς νίκης
βραβεῖα, δεξαμένη παρ' αὐτοῦ, Ὀρθοδοξίας σύμβολα»![6]
Ἡ Μορφὴ τοῦ Κυρίου, πάντοτε ἀκτινοβολεῖ. Ὅμως, λέγεται ὅτι
ὁ Ἰησοῦς δὲν γέλασε ποτέ. Τοῦτο βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦταν
σκυθρωπός. Ὁ ἴδιος ρητὰ ἀντιτίθεται στὸ σκυθρωπὸ ὕφος, ὅπως βλέπουμε μέσα στὰ
Εὐαγγελικὰ κείμενα. Θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ φέρει εὐχάριστο ὕφος ποὺ ἀναδύεται μέσα
ἀπὸ τὴν ἁπλὴ καὶ καθαρὴ καρδιά.
Πραγματικά, δὲν μποροῦμε νὰ φέρουμε στὸ νοῦ μας τῆς Μορφὴ
τοῦ Ἰησοῦ, σκυθρωπή. Λυπημένη, βεβαίως. Ἀλλ' ὄχι σκυθρωπή, μὲ τὴν ἀρνητικὴ
ἔννοια τοῦ ὄρου, ἀφοῦ στὸ ἐσωτερικό Του δὲν ὑπῆρχε «τροπῆς ἀποσκίασμα»[7]. Τον
βλέπουμε ὅμως νὰ δακρύζει. Καὶ τὰ δάκρυα μαζὶ μὲ τὴ χαρὰ καὶ τὸ ἤρεμο καὶ
φωτεινὸ χαμόγελο, ἦταν τόσο κοντὰ στὴ θεία Τοῦ Μορφή.
Χαίρεται μὲ τὰ μικρὰ καὶ ἀθώα παιδιά, ἐπαναπαύεται στὴν
ὄμορφη φύση μὲ εἰκόνες ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπλεξε τὶς μοναδικές Του παραβολές, καὶ
λυπᾶται καὶ δακρύζει στὸ κακὸ καὶ στὴν ἁμαρτία, προβλέποντας καὶ τὰ φρικτά τους
ἀποτελέσματα. Καὶ εἶναι συγκλονιστικό, ὅταν ἡ Καινὴ Διαθήκη κάνει εἰδικὴ
ἀναφορὰ στὰ δάκρυα αὐτά: «Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς»![8] Δάκρυσε ὅταν
βρέθηκε μπροστὰ στὸν σφραγισμένο τάφο τοῦ φίλου του Λαζάρου. Κατόπιν, τὰ δάκρυα
γίνονται κλάμα καὶ θρῆνος ὅταν ἀντικρίζει τὴν σκληροκαρδία τῶν συμπατριωτῶν Του
καὶ τὰ ἐπερχόμενα δεινά. «Ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλην, ἔκλαυσεν ἐπ'
αὐτή».[9]
Ἔκλαυσε γιὰ τὴν καταστροφή, μὰ κυρίως γιὰ τὴν πόρωση τῆς
ψυχῆς τῶν κατοίκων τῆς προφητοκτόνου πόλεως. Τὴν πόρωση αὐτὴ ποὺ γιὰ κάθε ψυχὴ
ποὺ τὴν φέρει, τὴν θεωρεῖ θανασιμότερη καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο.
Δάκρυα λοιπόν, καὶ θρῆνος τοῦ Ἰησοῦ!
«Ἐδάκρυσε» γιὰ τοῦ νεκρούς, ὄχι ὅπως συμβαίνει στους «μὴ
ἔχοντας ἐλπίδα»[10], ἀλλὰ ἤρεμα. Μὲ τὰ δάκρυα ποὺ ποτίζουν τὸν ἀγρὸ τῆς
ἐλπίδας καὶ δροσίζουν τὴν βεβαιότητα ὄτι «ἀναστήσονται οἱ νεκροὶ καὶ
ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις»[11] συνάμα δὲ μᾶς ἔδειξε ὅτι Αὐτὸς
εἶναι ὁ Κύριος της «ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου», πραγματώνοντας στὸν «φίλον Λάζαρον»
ἐκεῖνο ποὺ οἱ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀποκρυστάλλωσε στὸ Ἱερό της
Σύμβολο. Αὐτὸ ποὺ ὁ κάθε πιστὸς προσδοκᾶ, την «Ἀνάστασιν νεκρῶν»!
Ὄντως, γιὰ τὸν πιστό, ὅταν αὐτὸς ἀναχωρεῖ πρὸς τὸν «ἀκύμαντον λιμένα», ἀρκοῦν μόνο τὰ «διαμάντια τῶν ὀφθαλμῶν». Ἀντιθέτως, στὸν ἀμετανόητο ποὺ ἀρνεῖται τὸ λατρευτὸ
Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, δὲν προσφέρουν τίποτε ἀπολύτως τὰ δάκρυα καὶ οἱ κλαυθμοί...
(Συνεχίζεται)
[1]
Ψαλμ. ΙΣΤ' 15
[2]
Ματθ. ΙΓ' 17
[3]
Ἰωάν. ΙΓ' 25
[4]
Α' Ἰωάν. α' 1.
[5]
Ἰωάν. Α' 14
[6]
Τριώδιον Ὄρθ. Ἐκκλ.
[7]
Ἰακ. Α' 17
[8]
Ἰωάν. ΙΑ' 35
[9]
Λουκ. ΙΘ' 41
[10]
Α' Θέσ. δ13
[11]
Ἤσ. ΚΣΤ΄ 19