Δημητρίου Π.
Λυκούδη, Θεολόγου – Φιλολόγου,
Υπ. Δρος Παν/μίου
Αθηνών
Η φράση του Perniola στο τελευταίο τέταρτο του
20ου αιώνα ότι «η φαινομενικότητα κινδυνεύει να επεκταθεί τόσο ώστε να
καλύψει το ¨Είνα騻[1], συνετάραξε τα δεδομένα της φαινομενικής πραγματικότητας
της ¨Κοινωνίας του Θεάματος¨. OPerniola εστιάζει τις παρατηρήσεις του γύρω από
την έννοια του «ομοιοματικού φαινομένου»[2], υποστηρίζοντας ότι το τελευταίο,
επειδή δεν εντάσσεται στο ίδιο το ¨Είναι¨, βρίσκεται σε μια αέναη πορεία και
αναζήτηση ανάμεσα στο ¨Είναι¨ και στο ¨τίποτα¨[3]. Ο άνθρωπος αδυνατεί να
παρακολουθήσει αυτή την επέκταση της φαινομενικότητας, γιατί ταυτόχρονα
αποδεικνύεται ότι αδυνατεί πρωτίστως να αντιληφθεί την ψευδεπίφαση του
φαινομένου, την έντεχνη «απόκρυψη του γεγονότος ότι η φαινομενικότητα έχει
αποκρύψει το ¨Είναι¨, είναι με άλλα λόγια απόκρυψη μιας απόκρυψης»[4].
Χωρίς υπερβολή, η επέκταση της φαινομενικότητας καταργεί
την ίδια την κριτική ικανότητα του ανθρώπου, τη δυνατότητα της διάκρισης και
θέασης της επίπλαστης παρουσίας της. Κατά συνέπεια, το φαινόμενο «δοξάζεται ως
¨Είνα騻[5], το ομοίωμα λαμβάνει τη θέση του πρωτοτύπου, το φαινομενικό
προωθείται ως πραγματικό και παράλληλα αυτοδεσμεύει και αυτοκαταργεί τη
δυνατότητα θέασης και βιωματικής σύμπραξης στην αποκαλυπτική έκφανσή του. Ο
Perniola τονίζει χαρακτηριστικά: «Το ομοίωμα δεν είναι ούτε αγία εικόνα, ούτε
όραμα. Δεν έχει μία σχέση ταυτότητας με το πρωτότυπο, με το πρότυπο, ούτε
συνεπάγεται τη συντριβή όλων των επιφάσεων και την αποκάλυψη μιας καθαρής
ουσιαστικής αλήθειας. Το ομοίωμα είναι μια εικόνα χωρίς πρωτότυπο, εικόνα
κάποιου πράγματος που δεν υπάρχει. Εικονολάτρες και εικονοπλάστες το θεωρούν
σχεδόν συνώνυμο του ειδώλου και ως τέτοιο ¨prope nixil¨ σχεδόν τίποτε»[6].
Παρουσιάζει δηλαδή, όχι την αλήθεια καθεαυτή, αλλά ¨ομοίωμα¨ της αλήθειας ή
καλύτερα τη ¨φαινομενική¨ αλήθεια χωρίς οντολογικό περιεχόμενο. Με άλλα λόγια,
το θέαμα υπάρχει ως καθαρή εξωτερικότητα και ταυτόχρονα αναδύεται ως βαρύνουσα αλήθεια,
που όμως δεν περιλαμβάνει ¨υπόσταση¨, αλλά περιορίζεται στην κάλπικη έκδοση της
φαινομενικότητας της αλήθειας. Έτσι, αμαυρώνεται ή και εξαλείφεται παντελώς η
ανθρώπινη δυνατότητα της διάκρισης ανάμεσα στο αναγκαίο και στο περιττό, στο
αληθινό και στο ψεύτικο, στο φανταστικό και πραγματικό. Το θέαμα καλλιεργείται
στους κόλπους και αρμούς μιας κοινωνίας, η οποία, όχι μόνο αναζητά να χαράξει
και να οριοθετήσει τον προσδιορισμό της, αλλά και ¨αναπαύεται¨ εφησυχασμένη σε
μια συνειδητά φανταστική διάσταση της φαινομενικής πραγματικότητας. Αυτό είναι
και το πραγματικό περιεχόμενο της ¨Θεαματικής Κοινωνίας¨. Προωθεί την προβολή
ενός κάλπικου φαινομένου, ένα αλλότριο και οξύμωρο προς το πρότυπο και αρχέγονό
του και μέσω αυτού ή καλύτερα εξαιτίας αυτού, εξαιτίας δηλαδή της παρωχημένης,
όπως παρουσιάζεται, πραγματικότητάς του εδραιώνει την κυριαρχία του ¨θεάματος¨
στη σημερινή πραγματικότητα.
Και συνεχίζει ο Perniola: «Το θέαμα της εποχής είναι μια
σκηνοθεσία στερημένη από οντολογική αξία […] Σε αντίθεση, το προφητικό όραμα
είναι ουσιαστικά εσχατολογικό και μεσσιανικό. Διεκδικεί το επικείμενο ενός ¨
δέοντος γενέσθαι¨, που φωτίζει και αποκαλύπτει το υπέρτατο πεπρωμένο της
ανθρωπότητας και αναγγέλλει την έλευση μιας έσχατης εποχής σωτηρίας και την
εγκαθίδρυση του βασιλείου του Θεού στη γη»[7]. Υποστηρίζει δηλαδή, ότι το θέαμα
επειδή αυτούσιο αδυνατεί να θεαθεί και να κατανοήσει τη δυνατότητα μεταφυσικής
αναγωγής και προσέγγισης Θείου και ανθρώπινου, την αυτοκαταργεί. Έτσι, στα
πλαίσια της ¨Θεαματικής Κοινωνίας¨, τέχνη, πολιτιστική παράδοση, συμφέρον,
χρήσιμο, απαραίτητο, αναγκαίο, περιττό, αλληλοσυγχωνεύονται και οδηγούν στο
μηδενισμό, παραμερίζοντας κριτήρια, ηθικούς φραγμούς και λειτουργική λογική.
¨Φετιχισμός¨ και ¨ναρκισσισμός ¨ αποποιούνται τον αυτοπροσδιορισμό τους και τη
σημασιολογία τους και καταντούν ισοδύναμοι στα φαινομενικά πλαίσια της
ιδιοπροσωπίας τους.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό, ότι η ¨Θεαματική Κοινωνία¨ στην
προσπάθειά της να εδραιωθεί και να διατηρηθεί ως κοινωνία ¨θεαματική¨, εισήγαγε
το ομοίωμα – είδωλο του φαινομένου και το αντικατέστησε στη θέση του
πραγματικού. Η αδυναμία της να οδηγηθεί στο αρχέτυπο και στην ¨ουσία¨ των όντων
καλύφθηκε με τη σχάση και τη διάσταση που επέφερε μεταξύ του ανθρώπου και του
εαυτού του. Όμως , αυτή η σχάση δεν είναι οντολογική. Πρόκειται για διακοπή της
σύμπραξης του ανθρώπου με το ψευδοείδωλό του, με την κάλπικη δηλαδή ¨ταυτότητα¨
του εαυτού του, που το θέαμα μέσω της διαφήμισης προωθεί. Η διακοπή της
κοινωνίας του υποκειμένου με τη συνείδησή του δεν αποτελεί διάσταση ουσίας,
καθώς το ίδιο το υποκείμενο εδράζεται με ασφαλώς αλλοτριωμένη λειτουργική
διάκριση στο χώρο του ¨Θεάματος¨, στη χώρα της φαινομενικής αλήθειας και της
επίπλαστης πραγματικότητας.
Όμως, το αίτημα του σύγχρονου ανθρώπου «δεν είναι η
ύπαρξη, αλλά η συνύπαρξη, όχι απλώς η ατομική επιβίωση, αλλά η κοινωνική
συμβίωση»[8]. «Άν δεν υπάρξει η οντολογική προϋπόθεση μιας ¨πνευματικής
ετερότητας¨ μέσα σ΄ έναν ολοκληρωμένο κόσμο, οι ιδεολογίες ήδη θα βρουν μέσα
στο πλαίσιο τους διαλεκτικούς όρους της αλλοτρίωσης. Θα προσπαθούν από την
αρνητικότητα να γεννήσουν μια θετικότητα. Αλλά θα το επιχειρούν ήδη μέσα στα
όρια της ξεπεσμένης πτώσης. Και έτσι, το θέαμα, ως ύψιστη ¨αρνητική ετερότητα¨,
θα εξακολουθεί να παραμένει»[9].
Η υπέρβαση της ¨πραγματικότητας¨ της κοινωνίας του
θεάματος έγκειται στην προσευχή ως ουσιαστική προσέγγιση και κοινωνία με το
Υπερβατικό, ως οντολογική μέθεξη στην πραγματικότητα, που δεν είναι άλλη από τη
Σάρκωση. Η μέθεξη του ανθρώπου στην Κοινωνία του Σώματος του Χριστού ενέχει και
την πραγματική λύτρωση[10], καθώς η αγιοπνευματική προσευχή «όχι μόνο δεν
ακυρώνει την πνευματική υπόσταση του προσώπου, αλλά και μεταβάλλει την ίδια τη
χωροχρονική διάσταση της ύλης σε ¨κοινωνία¨ των δύο θεμελιωδών στοιχείων: της
θείας ενέργειας και της ανθρώπινης συνείδησης»[11]. Η προσευχή, ως θεωρία της
θέας και δόξας του Θεού υπερβαίνει κάθε ψεύτικη έκφανση και έκδοση του
¨κοσμικού θεάματος¨. Είναι ουσιαστική και πραγματικά αληθινή αναγωγή προς το
πρωτότυπο γιατί είναι Χριστολογική και κατά συνέπεια Τριαδολογική και καθιστά
τον άνθρωπο εξαγιασμένη και ανεπανάληπτη προσωπικότητα.
Είναι γεγονός ότι η ¨Θεαματική Κοινωνία¨ αποδείχθηκε
ανίκανη να κατανοήσει τις ύψιστες αλληγορίες και τις συμβολικές εκφράσεις των
γεγονότων. Παρέμεινε εγκλωβισμένη στη μίμηση της εξωτερικότητας[12],
στηριζόμενη στην εικονοκεντρική σκέψη και οδήγησε στη διάλυση της πνευματικής
ταυτότητας του προσώπου[13]. Ο άνθρωπος αυτοδεσμευμένος στην κίβδηλη μίμηση του
εαυτού του, απορρίπτει το ¨λογοκεντρικό¨ κριτήριο διαβίωσης και «δια της
μαζικής διαφυγής» οδηγείται στην ομοιομορφοποίηση και ομαδοποίηση[14], χωρίς
αναφορά σε αξίες και ιδανικά, σε πνευματικές αρχές και ανθρωπολογικούς
ενδοιασμούς. «Το θέαμα είναι έτσι, η έσχατη και πιο πλήρης ¨αποπλάνηση¨.
¨Επιφάνεια¨ και ¨φαινόμενο¨ είναι τα δύο κυρίαρχα σημεία του. Η ¨επιφάνεια¨
σημαίνει στο βάθος της, την ¨εξαϋλωμένη οντολογία¨, την πρωτοκαθεδρία του
¨φαίνεσθαι¨ έναντι του ¨είναι¨. Το ¨φαίνεσθαι¨ απολυτοποιείται ως ¨είναι¨ και
αποπλανά το υποκείμενο, το οποίο όμως θέλει κατά βάθος ν΄ αποπλανηθεί.
Πρόκειται για μια ¨οντολογική λευχαιμία¨, για ένα ¨ξέπλυμα¨ του ίδιου του όντος
από το υπερβατικό νόημά του»[15]. Έτσι, η κοινωνία του θεάματος χωρίζει το
πρόσωπο από την ψευδοταυτότητά του και ακολούθως από την κοινωνία,
αλλοτριώνοντας την ιδιοπροσωπία του και επιφέροντας καίριο πλήγμα στη
δυνατότητα της επανόδου της λογοκεντρικής διάκρισης, καθώς επενδύει και συνεχώς
προκαλεί χάσμα μεταξύ υποκειμενικού και αντικειμενικού κόσμου.
Σε αντίθεση, στην Ορθόδοξη Θεολογία μέσω της
αγιοπνευματικής προσευχής, ο άνθρωπος οδηγείται στην ενότητα , στη
«συμφιλίωση»[16] με τους συνανθρώπους του και με την κτίση ολόκληρη, καθώς η
ένταξή του στο Σώμα του Χριστού συνεπάγεται την «χαρισματική μετοχή του στον
ίδιο τον Χριστό, εξαιτίας της ενανθρωπίσεώς Του»[17]. Η προσευχή ως προσέγγιση
του Θείου δύναται να οδηγήσει τον άνθρωπο στη ¨Θεωρία ¨ του Θεού. Βέβαια, το
φως που θεωρείται από τον θεωρητικό κατά την θεωρία, θεωρείται κατά τρόπο
ενυπόστατο, καθώς «η θεωρία και το πάθος της λαμπρότητας του Θεού είναι η
θεωρία της άκτιστης ενέργειάς Του, μια και η ουσία Του είναι απρόσιτη και
αμέθεκτη»[18]. Παρ΄όλα αυτά, ας γίνει κατανοητό ότι η θεωρία δεν είναι μόνο
αφαίρεση και αποφατική κατάσταση, αλλά και επιπλέον ένωση με την Παναγία Τριάδα
και επομένως και εκθέωση. Άλλωστε, ως τονίσαμε, η προσευχητική διάσταση
περιθωριοποιεί τα επιφαινόμενα και αναζητά το βάθος του ανθρωπίνου προσώπου,
στοχεύει στην ουσία των όντων χωρίς να παραγράφει τη μεταφυσική αναγωγή τους. Δεν
διεκδικεί τα πρωτεία στη μίμηση, ούτε προτάσσει τον εικονοκεντρικό –
εγωκεντρικό νομιναλισμό. Αντίθετα, αναπαύεται στην ησυχία και στη σιωπηλή
αγιότητα.
Να λοιπόν γιατί η προσευχή αποτελει σιωπηλή υπέρβαση της
¨Θεαματικής Κοινωνίας¨. Γιατί μακριά από επίπλαστες και ανούσιες
φαινομενικότητες της πραγματικότητας, μπορεί και αφουγκράζεται την ουσία των
όντων, την ουσιαστική δηλαδή πραγμάτωση της μαρτυριακής και βιωματικής
παρουσίας του ανθρώπου στον κόσμο. Έχει με άλλα λόγια τη δυνατότητα να
¨μεταμορφώνει¨ την ανθρώπινη ύπαρξη με μυσταγωγικό – ουράνιο τρόπο και να την
οδηγεί στην χαρισματική ταύτιση συνείδησης και υποκειμένου, προς αγιασμό του
προσευχόμενου και απώτερο φωτισμό της συμπαντικής κτίσης. Γι΄ αυτό η προσευχή
βιώνεται σιωπηλά και αθόρυβα, ακριβώς γιατί εστιάζει και κοινωνεί το φως της
Αποκαλυπτικής δόξας του Λυτρωτού Κυρίου Ιησού Χριστού. Γι΄αυτό και τελικά
αποτελεί υπέρβαση της θεαματικής κοινωνίας, διότι έχει την αγιοπνευματική χάρη
και δωρεά να «κατεβάζει τον Ουρανό στη γη».
Παραπομπές:
1. Perniola Mario, Η Κοινωνία των Ομοιωμάτων, εκδ.
Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1991, σελ. 69. Σχετικά με την ¨Κοινωνία του θεάματος¨ βλ.,
Debord Guy, Η Κοινωνία του θεάματος, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2000, Postman
N., Amousing Ourselves to Death, Discoursein the Age of the Show Business,
Penguin Books, NewYork 1985.
2.Γαϊτάνη Βασιλείου, Homo mediator and homo theologicus,
Γρηγόρη, Αθήνα 2008, σελ. 281.
3. Αυτόθι, σελ. 281.
4. Αυτόθι, σελ. 282.
5. Αυτόθι, σελ. 282.
6. Perniola M., Η Κοινωνία των Ομοιωμάτων, σελ. 130.
7. Αυτόθι, σελ. 126.
8.Μπέγζου Μάριου, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 1995, σελ. 239.
9.Γαϊτάνη Β., Η Ετερότητα της Επικοινωνίας, Η δυνατότητα
μιας Ορθόδοξης Επικοινωνίας σε αλλοτριωμένους καιρούς, Αθήνα 2004, σελ. 8.
10. Πρβλ., Του Ιδίου, Το κείμενο του Zean Baudrillard
«The procession of Simulacra» και η ερμηνεία των διαστάσεων της
Υπερπραγματικότητας, Αθήνα 2008, σελ. 76.
11.Του Ιδίου, Η θεώρηση της
«Παγκοσμιοποίησης»(Globalisierung) στον επικοινωνιολόγο Ulrich Beck και η
υπέρβαση της «Επικοινωνιακής Θεολογίας», Αθῆναι 2002, σελ. 653.12
12. Πρβλ., Του Ιδίου, Homo mediator and homo theologicus,
σελ. 348.
13. Αυτόθι, σελ. 343.
14. Αυτόθι, σελ. 345.
15. Γαϊτάνη Β., Το κείμενο του Zean Baudrillard «The
procession of Simulacra» και η ερμηνεία των διαστάσεων της Υπερπραγματικότητας,
σελ. 67.
16. Γιαννουλάτου Αναστασίου(Αρχιεπ. Τιράνων και πάσης
Αλβανίας), Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας, Αθήνα 2005, σελ. 51.
17. Γαϊτάνη Β., Από την Επικοινωνία στην Κοινωνία,
Σύγχρονες θεωρίες Επικοινωνίας και Ορθόδοξος Επικοινωνιακή Θεολογία, Γρηγόρη,
Αθήνα 2008, σελ. 275.
18. Καρανικόλα Παντελεήμονος(Πρ. Μητροπολίτου Κορινθίας),
Μυστική Θεωρία, στο περιοδικό ¨Χριστιανικόν Συμπόσιον¨, τόμος Δ΄, Εστία, Αθήνα
1970, σελ. 25.