– Δὲν θυμᾶσαι τί ἀπάντησε ὁ Ἀββᾶς Σισώης σὲ ἐκεῖνον τὸν μοναχὸ
ποὺ τοῦ εἶπε ὅτι ὁ νοῦς του βρίσκεται συνέχεια κοντὰ στὸν Θεό; «Αὐτὸ δὲν εἶναι σπουδαῖο·
σπουδαῖο εἶναι νὰ ἔχης τὸν ἑαυτό σου ʹʹὑποκάτω
πάσης τῆς κτίσεωςʺ»(1).
–Πῶς μπορεῖ, Γέροντα, νὰ νιώθη κανεὶς τὸν ἑαυτό του «ὑποκάτω πάσης τῆς κτίσεως»(2);
– Μιὰ μέρα, ἐξετάζοντας τὸν ἑαυτό μου, προσπαθοῦσα νὰ βρῶ μὲ
ποιό ζῶο θὰ μποροῦσα νὰ τὸν παρομοιάσω καὶ ἔφθασα στὸ σκαθάρι. Ὅταν ὅμως πρόσεξα
τί κάνει, εἶδα ὅτι εἶμαι χειρότερος ἀπὸ αὐτό. Ξέρεις τί κάνει τὸ σκαθάρι; Τὴν κοπριὰ
ποὺ βρίσκει στὸν δρόμο τὴν κόβει κομματάκια, τὴν κάνει μπαλάκια, τὴν κυλάει πρὸς
τὰ ἔξω καὶ καθαρίζει τὸν δρόμο(3). Βλέποντας λοιπὸν τὸ ἔργο του, εἶπα στὸν ἑαυτό
μου: «Εἶσαι χειρότερος ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ σκαθάρι, γιατὶ αὐτό, ἕνα τόσο μικρὸ ζωύφιο,
καθαρίζει ἀπὸ τὶς κοπριὲς τὸν δρόμο, ἐνῶ ἐσύ, ποὺ ὁ Θεὸς σὲ ἔκανε ἄνθρωπο, μὲ τὶς
ἁμαρτίες σου μαζεύεις κοπριὰ στὸν ʺΝαὸ τοῦ Θεοῦʺ(4)». Θέλω νὰ πῶ, ὅσο ὁ ἄνθρωπος
σκέφτεται τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ βλέπει ὅτι δὲν ἀνταποκρίνεται, ὅλο καὶ πιὸ
ἔνοχο νιώθει τὸν ἑαυτό του καὶ αἰσθάνεται χειρότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, χειρότερος
ἀπὸ ὅλα τὰ ζῶα, χειρότερος καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάβολο ἀκόμη. Λέει στὸν ἑαυτό του:
«Ὁ διάβολος μὲ τὸν λογισμό του ἁμάρτησε μιὰ φορά, ἐγὼ ὅμως ἁμαρτάνω κάθε μέρα καὶ
μὲ τὸν λογισμὸ καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις. Ἄρα εἶμαι χειρότερος καὶ ἀπὸ αὐτόν».
– Γέροντα, δὲν εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ σκεφθῆ κάποιος ὅτι εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν διάβολο;
– Ἐπικίνδυνο εἶναι μόνο γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἔχει τὴν πνευματικὴ
παλληκαριὰ καὶ ἀπογοητεύεται εὔκολα. Αὐτὸς πρέπει νὰ λέη στὸν διάβολο: «Ὅ,τι κι
ἂν εἶμαι, ἀπὸ σένα καλύτερος εἶμαι. Ἑπομένως δὲν θὰ μὲ ἀφήση ὁ Χριστός· ἐλπίζω ὅτι
θὰ μὲ σώση». Ἕνας ὅμως ποὺ ἔχει παλληκαριά, μπορεῖ νὰ πῆ: «Ὁ διάβολος κάνει καλὰ
τὴν δουλειά του, ἐγὼ ὅμως τί κάνω;».
(1)Τὸ Γεροντικόν, Ἀββᾶς
Σισώης ιγ´, σ. 111.
(2) Ὅ.π.
(3) Σκαθάρι
(σκαραβαῖος ὁ ἱερός): Ἔντομο τὸ ὁποῖο, γιὰ νὰ ἐκκολαφθοῦν τὰ αὐγά του, τὰ
τοποθετεῖ μέσα σὲ μπαλίτσες ἀπὸ κοπριὰ ζώων, τὶς ὁποῖες κυλάει μὲ τὰ πόδια του
καὶ τὶς βάζει σὲ μέρος ἀσφαλισμένο.
(4) Βλ. Α´ Κορ.
3, 16· Β´ Κορ. 6, 16.
Από το βιβλίο του
Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου ΛΟΓΟΙ Έ “Πάθη και Αρετές” σελ 96-97