Υπό Δημητρίου Π.
Λυκούδη
Θεολόγου –
Φιλολόγου, Υπ Δρος Παν/μίου Αθηνών
Είναι στιγμές που ο λόγος μοιάζει φτωχός και απέριττος,
αδαήμων και ανακόλουθος. Είναι στιγμές που όσο και αν αντιστέκεσαι στην
αγερωχία και στην φιλαυτία σου, αναγνωρίζεις έστω και πρόσκαιρα, την αδυναμία
σου να καταπιαστείς με θέματα δύσκολα, με θέματα θεολογικά και αγιολογικά, μέσα
από τα οποία αναδύεται το περίσσευμα της αγαπητικής κένωσης των αγίων και
εξαίρεται η ευθύπορη και άδολη θυσιαστική τους διακονία.
Έτσι αισθάνομαι την
ώρα αυτή, τώρα που ξεκίνησα να γράφω για τον διάπυρο μαχητή της Ερήμου, τώρα
που ξεκίνησα να περάσω στο χαρτί όσα ανείπωτα και ανέκφραστα ενοποιεί και
συγκεντρώνει στο πάνσεπτο πρόσωπό του ο αββάς και καθηγητής του μοναχισμού, ο
Όσιος Αντώνιος ο Μέγας.
Ο Άγιος Αντώνιος γεννήθηκε γύρω
στα 251 μ.Χ. στην περιοχή της Άνω Αιγύπτου, από γονείς θεοφιλείς και ευσεβείς[1], που μεγάλωσαν
το παιδί τους χριστιανικά και φρόντισαν να του εμφυσήσουν την αγάπη προς τον
Θεό και την κοινοτική λειτουργική συνοχή και συνύπαρξη μετά των άλλων ανθρώπων.
Έφθασαν δε οι γονείς στο σημείο, να στερήσουν στον μικρό Αντώνιο το δικαίωμα
στη μάθηση, φοβούμενοι ότι η συναναστροφή του στο σχολείο με άλλους συνομήλικους
ειδωλολάτρες θα αποτελούσε εμπόδιο και πρόσκομμα στην πνευματική του
πορεία και εξέλιξη. Αποτέλεσμα αυτής της απαγόρευσης ήταν ο Αντώνιος να μην
εγκολπωθεί την εγκύκλια μόρφωση της εποχής του, γεγονός που κάθε άλλο παρά
αρνητικά επηρέασε και επέδρασε στην αγιαστική βιωτή του, ως θα αναπτύξουμε
αργότερα.
Σε ηλικία 18-20 ετών ο Αντώνιος έχασε και τους δύο γονείς
του και έμεινε με την αδελφή του, την οποία αγαπούσε και σεβόταν ιδιαιτέρως.
Όμως αυτή η αδελφική αγάπη δεν εμπόδισε τον Αντώνιο να πραγματοποιήσει την
παιδική του επιθυμία, να καλλιεργήσει τη μοναχική κλίση και ροπή και να
αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Νυμφίο της καρδιάς του Κύριο Ιησού Χριστό. Με
προτροπή του καινοδιαθηκικού λόγου περί αυταπαρνήσεως[2], ο Αντώνιος
μοιράζει την τεράστια ακίνητη περιουσία του στους πτωχούς και αφού αποκαθιστά
με εμπιστοσύνη και φροντίδα την αδελφή του, αποσύρεται σε μοναχικό κελί για να
αγωνιστεί μόνος με τον Θεό και να αφιερωθεί στην αγαπημένη και προσφιλή του άσκηση. Γρήγορα
η φήμη του ανδρός διαδόθηκε και ξεπ έρασε τα γεωγραφικά όρια της Αιγύπτου,
με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε πνευματικό φάρο, σε αγιασμένη κοιτίδα του
μοναχισμού και σιωπηλά να οριοθετήσει τα αναχωρητικά γυμνάσματα, θέτοντας τις
βάσεις της μοναχικής άσκησης πάνω στον διττό πυλώνα της ταπεινώσεως και της
ασκητικής μόνωσης[3]. Υπέρμετρη
νηστεία, αέναος προσευχή, εξαντλητική αγρυπνία, υπεράνθρωπη άσκηση και σκληραγωγία
κατέστησαν τον Αντώνιο «άγγελο» επί της γης και παρακίνησαν κάθε φιλέρημη ψυχή
να τον ακολουθήσει και να διδαχθεί από το ερημικό του ήθος και την ανεπιτήδευτη
μοναχική του πολιτεία. «Ἐπήγαιναν ἐρημῖται, ποὺ εὕρισκον ἀνεκτίμητον τὴν
συναναστροφήν του καὶ σωφοτάτας καὶ μοναδικὰς τὰς συμβουλὰς καὶ τὰς
ὁδηγίας του. Τοῦ ἤρχοντο καὶ ὁμάδες εὐσεβοῦντος λαοῦ καὶ ἁμαρτωλοί, ποὺ
ἐζητοῦσαν νὰ τοὺς ἐνισχύση εἰς τὴν μετάνοιάν των. Τὰ ἔτη περνοῦσαν, τὰ
ἡσυχαστήρια ἄλλαζαν, ὅλον καὶ βαθύτερα εἰς τὴν ἔρημον, καὶ αἱ συρροαὶ
ἐξακολουθοῦσαν. Ἐγίνοντο πρὸς τοῦτο ταξίδια ὁλοκλήρων ἡμερῶν. Πρὸς τὸ γῆρας του
δὲ ἡ φήμη του καὶ ἡ ἐπιρροή του ἦτο παμμεγίστη».[4] Όταν δε
οι τοπικές περιστάσεις φάνταζαν συγκεχημένες , ο Αντώνιος χωρίς να διστάσει,
άφησε προς στιγμήν το αναχωρητήριό του και έσπευσε στην Αλεξάνδρεια, στα 311
επί αυτοκρατορίας Μαξιμίνου, καθώς και στα 335 μαζί με τον βιογράφο του Μέγα
Αθανάσιο, για να στηρίξει τους χριστιανούς και να διατρανώσει την Ορθόδοξη
πίστη που ταλανιζόταν από την αίρεση του Αρειανισμού[5]. Σε ηλικία
πλέον των 105 ετών, ο Αντώνιος παρέδωσε την αγιασμένη του ψυχή και άφησε ως
παρακαταθήκη της οσιακής του μορφής τις αγαθοποιές διδαχές του, αναφορικά με
την προσπάθεια του ανθρώπου ν΄αγγίξει τη θέωση, να γευθεί δηλαδή την οικείωση
της θείας εμπειρίας μέσω της Αποκάλυψης.
Ο όσιος Αντώνιος συμβουλεύει καθέναν χριστιανό
να απέχει από του πάθους της οργής, διότι αυτό καθαυτό το πάθος εδράζεται στον
εγωϊσμό και στην αυταρέσκεια, ακόμη και αν προέρχεται από αγαθά κίνητρα και
αγαστή προαίρεση[6]. Επιπλέον,
εξαίρει τη μνήμη θανάτου που προφυλάσσει την ψυχή και την παρακινεί αδιαλείπτως
προς ενεργοποίηση των αρετών, δίνοντας έμφαση και τονίζοντας την πρόγευση της
Αιωνιότητας από την παρούσα ζωή μέσω της οντολογικής κοινωνίας με τον Σωτήρα
και Λυτρωτή Κύριο Ιησού Χριστό[7]. Ιδιαίτερη
αναφορά κάνει στην υψοποιό και μακαρία ταπείνωση: «Ἕνας μοναχὸς ἐπαινέθη
ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς εἰς τὸν Ἀββάν Ἀντώνιον, ὁ δὲ ὅταν ἐκεῖνος τὸν ἐπεσκέφθη, τὸν
ἐδοκίμασεν ἄν ὑπομένη περιφρόνησιν. Καὶ ὡς ηὗρεν ὅτι δὲν σηκώνει, τοῦ εἶπεν:
«Ὁμοιάζεις μὲ χωρίον, τὸ ὁποῖον ἀπὸ μπροστά εἶναι στολισμένον, ἀπὸ δὲ τὸ πίσω
μέρος ἁρπάζεται ἀπὸ ληστάς».[8] Η
ασκητική ζωή του ιλαρού πατρός στηρίζεται στην έμπονη καρδιακή και άοκνη
προσευχή και διανθίζεται με τη θεόσδοτη χάρη της διακρίσεως, γεγονός που
σηματοδοτεί την αγιασμένη και χαριτωμένη συμπόρευση τύπου και ουσίας και
¨μεταμορφώνει¨ τόσο τον ίδιο αλλά και όσους συναναστρέφονται μαζί του.
Η έννοια της ελευθερίας με την ασκητική της
ιδιότητα, ως σταυρώνουσα έκφραση της ορθοπραξίας και της μέθεξης, κυριαρχεί στη
διδασκαλία του θεοφόρου γέροντα. Ελευθερία σημαίνει κυριαρχία επί του σώματος,
περιφρούρηση των λογισμών, οριοθέτηση και χάραξη των αισθητών, ενθύμηση και
¨συμμετοχή¨ στους πόνους και στα πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, με καθαρή
συνείδηση και αδέσμευτη προαίρεση, με σκοπό ο πιστός να καταστεί
¨συγκοινωνός¨ των παθημάτων του Θεανθρώπου[9]. Στην
περίπτωση αυτή , η ζωή του πιστού αποκτά αληθινά εμπειρικό και βιωματικό
περιεχόμενο, γεγονός άλλωστε που αποτελεί και το ποθούμενο χάρισμα της θεώσεώς
του και κατά χάριν ενώσεώς του με την Παναγία και Αδιαίρετη Τριάδα. Επιπλέον, η
εγκράτεια και η νήψη[10],
η απόλυτη αποταγή του κοσμικού φρονήματος και η συγκέντρωση του νου[11],
η σταθερότητα και η ευθυωρία της αγωνιστικής προδιάθεσης, αναδεικνύουν τον
¨άνθρωπο του Θεού¨[12] και
σταθερά οδηγούν τον πιστό στην πορεία της καθάρσεως και του
φωτισμού. Η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει και πανηγυρίζει την
κοίμηση του Οσίου Αντωνίου του Μεγάλου και καθηγητού της Ερήμου την 17η Ιανουαρίου
εκάστου έτους. Ο Όσιος Αντώνιος! Ο αββάς και ποιμένας , ο απλανής οδηγός , ο
φλογερός κήρυξ της χάριτος, ο νικητής των δαιμόνων, το μοναχικό αγλάϊσμα και ο
έκπλεος θησαυρός της Ορθοδοξίας. Δεν έχω θαρρώ, δε βρήκα άλλα λόγια
για να κλείνω αυτό το σύντομο άρθρο μου, παρά τα κάτωθι: «Ἔλεγαν ὅτι ἕνας γέρων
παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ ἴδη τοὺς πατέρας. Καὶ τοὺς εἶδεν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀββάν Ἀντώνιον.
Λέγει λοιπὸν εἰς αὐτὸν ὁποὺ τοῦ ἔδειχνε: «Ποῦ εἶναι ὁ Ἀββάς Ἀντώνιος; Ἐκεῖνος δὲ
τοῦ εἶπεν: «Εἰς τὸν τόπον ὅπου εἶναι ὁ Θεός, ἐκεῖ εἶναι».[13]
[1] Σχετικά με τον βίο και τη ζωή του Μεγάλου Αντωνίου βλ., Γαλανού
Μιχαήλ, Οι βίοι των Αγίων, τόμος 1ος, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της
Ελλάδος, Αθῆναι 1999, σελ. 66-70, Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των
Δώδεκα μηνών του Ενιαυτού, τόμος 1ος, ΑΘΗΝΗΣΙ 1868, σελ. 385, Μεγάλου
Αθανασίου, Βίος και Πολιτεία του Οσίου Πατρός ἡμῶν Αντωνίου του Μεγάλου.
[3] Historia monachorum in Aegypto(Subsidia Hagiographia 34), εκδ. A. J. Festugiere, Bruxelles 1961.
[5] Πρβλ.,Φλωρόφσκυ Γεωργίου, Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και
Πνευματικοί Πατέρες (μτφρ. Παναγιώτη Κ. Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
1992, κυρίως το κεφ. ¨Ιστορία του Μοναχισμού, ο Άγιος Αντώνιος και η
αναχωρητική ζωή¨, σελ. 166-189.
[8] Το Γεροντικόν, εκδ. Απόστολος Βαρνάβας, Αθῆναι 1967, σελ. 10,
πρβλ., Φιλοκαλία, σελ. 4, γ΄, σελ. 14, οε΄ και σελ. 26-27,
ρο΄. «Επεσκέφθηκαν κάποτε μερικοί γέροντες τον Αββάν Αντώνιον και ήτο ο Αββάς
Ιωσήφ μαζί του. Και θέλων ο γέρων να τους δοκιμάση, επρόβαλεν ένα ρητόν της
Αγίας Γραφής, και άρχισε να ερωτά από τους μικροτέρους, τί σημασίαν έχει το
ρητόν τούτο. Και καθένας έλεγε κατά την δύναμίν του. Ο δε γέρων έλεγε εις τον
καθένα ¨ακόμη δεν ηύρες¨. Ύστερα από όλους, λέγει εις τον Αββάν Ιωσήφ: ¨Συ πώς
λέγεις εις τον λόγον αυτόν;¨ Και αποκρίνεται εκείνος: ¨Δεν ηξεύρω¨. Λέγει
λοιπόν ο Αββάς Αντώνιος: ¨Εξάπαντος ο Αββάς Ιωσήφ ηύρε τον δρόμον, διότι είπε
δεν ηξεύρω¨», Αυτόθι, σελ. 10.
[12] «Τρεις πατέρες είχαν συνήθεια κάθε χρόνον να πηγαίνουν εις τον
μακάριον Αντώνιον. Και οι μεν δύο ερωτούσαν αυτόν περί των λογισμών και περί
σωτηρίας ψυχής, ο δε ένας εσιώπα πάντοτε χωρίς να ερωτά τίποτε. Μετά δε πολύν
καιρόν, του λέγει ο Αββάς Αντώνιος: ¨Τόσον καιρόν έχεις όπου έρχεσαι εδώ και
δεν με ερωτάς τίποτε¨. Και αποκριθείς του είπε: ¨Μου αρκεί μόνον να σε βλέπω
πάτερ¨», Το Γεροντικόν, σελ. 13, 27.
http://dimitrislikoudis.blogspot.gr/2014/07/blog-post_79.html