Ο Παντοκράτωρ Ιησούς Χριστός

Ο Παντοκράτωρ Ιησούς Χριστός

ΒΟΙΩΤΟΙ ΑΓΙΟΙ

Άγιος Ιωάννης ο Καλοκτένης
Θα ξεκινήσουμε λοιπόν τη γνωριμία μας με τον ευεργέτη της πόλεώς μας και πολιούχο μας Ιωάννη τον Καλοκτένη. Όμως πρέπει να γνωρίσουμε λίγα πράγματα για την περιοχή μας, πριν έλθει ο Άγιος. Η πόλις είχε αλωθεί από του σταυροφόρους, είχε καταστραφεί, ο πόνος, οι σφαγές, το αίμα είχαν κλείσει τα σπίτια των Θηβαίων. Οι Θηβαίοι διακρίνονταν για την ασχολία τους με το μετάξι. Είχαν τέτοια φήμη, που ακόμη και τα βασιλικά ενδύματα φτιάχνονταν στην πόλη μας. Η δε Θήβα είχε γίνει πρωτεύουσα του θέματος της Ελλάδος, είχε πλούτο, δόξα και όλες οι πόλεις αναγνώριζαν το μεγαλείο της. Η επιδρομή όμως των σταυροφόρων (Νορμανδών) έφερε τέτοια καταστροφή που με ακρίβεια περιγράφεται από τον ιστορικό Παπαρηγόπουλο: «Χρυσός, άργυρος, πολύτιμοι λίθοι, τα πάντα απήχθησαν, εμπορικαί αποθήκαι, ιδιωτικαί οικίαι, Ιεροί Ναοί, τα πάντα εγυμνώθησαν και έπειτα πάντες οι πολίται ηναγκάσθησαν να ομώσωσιν ότι ουδέν απέκρυψαν των πολυτίμων πραγμάτων και ουδέ τούτο ήρκεσεν, αλλά πολλοί ηχμαλωτεύθησαν και άνδρες και γυναίκες και μάλιστα όσοι εφημίζοντο ως επιτήδειοι μεταξουργοί». Αυτήν την πόλη βρήκε ξεγυμνωμένη πνευματικά και υλικά. Είχαν δε έλθει ακόμη μετά από όλα αυτά και Εβραίοι, που με τα χρήματα προσπαθούσαν να αγοράσουν χώρους στην περιοχή, υποτίθεται για να την αναπτύξουν. Έτσι ανάγκαζαν τους χριστιανούς να δουλεύουν γι’ αυτούς ουσιαστικά δουλικά, κατορθώνοντας να ρίξουν το Θηβαϊκό λαό σε ένα θρησκευτικό λήθαργο. Αυτά βρήκε εκκλησιαστικά ο Άγιος. Ο Άγιός μας λοιπόν, Κωνσταντινουπολίτης  στην καταγωγή, από εύπορη οικογένεια της Βασιλίδος των Πόλεων, γιος του Κωνσταντίνου και της Μαρίας Καλοκτένη, ευσεβέστατων γονέων, που τον ανέθρεψαν σωστά. Είχε δε κλίση προς την Εκκλησία από μικράς ηλικίας, κάποτε σε ανύποπτο χρόνο διαβάζοντας τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και χωρίς να γνωρίζει κάτι για την πόλη των Θηβών, του εμφανίσθηκε η Παναγία και του είπε: «Χαίρεις κι εσύ των Θηβών προστάτα». Έτσι λοιπόν και μετά από προσφυγή των Θηβαίων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο στέλνεται ο Άγιος Ιωάννης στη Θήβα. Βρίσκοντας τους πολίτες εγκλωβισμένους πνευματικά από το δόλιο τρόπο των Εβραίων, χτίζει μεγάλους Ναούς προς εξυπηρέτηση των Χριστιανών. Λέγεται μάλιστα ιστορικώς εξακριβωμένα, ότι ο πρώτος Ναός που έκτισε της Παναγίας, ήταν από την πατρική του περιουσία. Η επόμενη σωτήρια κίνησή του είναι η ύδρευση. Μετέφερε τα ύδατα του ποταμού Ισμήνου στην πεδιάδα που μέχρι τώρα ουσιαστικά ποτιζόταν ολόκληρη η γόνιμη περιοχή των Θηβών και τα προάστιά της, το Πυρί και οι Άγιοι Θεόδωροι. Η μεταφορά των υδάτων του Ισμήνου, μετεβλήθη ολοτελώς, σχηματίσθηκε δε νέος ποταμός που πήρε από τους ντόπιους το όνομα Άη Γιάννης. Μετά από αυτό το ουσιαστικό για τη ζωή του τόπου έργο, προχώρησε στη δημιουργία ιδρυμάτων. Δημιουργεί γηροκομείο για τους απόρους γέροντες, οι οποίοι είχαν μείνει άστεγοι και μόνοι μετά το καταστροφικό πέρασμα των σταυροφόρων. Χτίζει πτωχοκομείο για τη περίθαλψη των αστέγων πτωχών, οι οποίοι περιφέρονταν στους δρόμους δυστυχείς. Ανήγειρε νοσοκομεία, η ίδρυση των οποίων ήταν αναγκαία καθότι εκείνη την εποχή, συνέβαινε συχνά να πλήττουν το λαό μολυσματικές νόσοι που είχαν θέσει σε κίνδυνο ολόκληρες οικογένειες. Τα πάντα όπως μας διασώζεται τα επέβλεπε ο ίδιος. Δημιουργεί παρθενώνα για τις νέες κοπέλες, κάτι πολύ προχωρημένο για την εποχή του και τα δικαιώματα της γυναίκας, διότι ουσιαστικά ο χώρος αυτός δεν προετοίμαζε μόνο τις ψυχές που είχαν θέληση να αφιερωθούν στο Θεό, αλλά όλα τα νέα κορίτσια της πόλης να μάθουν γράμματα. Βασικό για την εποχή εκείνη που οι γυναίκες είχαν ελάχιστες ευκαιρίες μάθησης. Ο Άγιός μας λοιπόν αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις για την περιοχή, δαπανώντας ακόμη όλη του την προσωπική περιουσία. Χτίζει ουσιαστικά εξ αρχής την πόλη των Θηβών. Εάν δεν είχε περάσει ο Άγιος, μετά τη λαίλαπα των δυτικών, σήμερα ίσως να μην υπήρχε καθόλου πόλη των Θηβών. Ο λαμπρός βίος του σφραγίσθηκε με το ειρηνικό του τέλος, την κοίμησή του, στις 29 Απριλίου, που έγινε στη Θήβα, όπου οι πολίτες τον αποχαιρέτησαν με βαρύ θρήνο, διότι ακόμη και εν ζωή τον σέβονταν και τον θεωρούσαν έναν Άγιο ανάμεσά τους. Αυτά βέβαια είναι απείρως ελάχιστα μπροστά στο μεγαλείο του Ιερού ανδρός, όμως αναγκαία για να γνωρίσουμε εμείς οι Θηβαίοι ποιόν έχουμε αρωγό, προστάτη, φωτεινό φάρο και πρεσβευτή στο θρόνο του Θεού. Έναν Άγιο που δαπανήθηκε για την αγάπη προς τον πλησίον, γι’ αυτό και ονομάσθηκε Νέος Ελεήμων.

Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του στις 29 Απριλίου. 

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐκ μέσης τὸν Κύριον, ἐπιποθήσας ψυχῆς, τὰ ῥέοντα ἔφυγες, καὶ ἐπιπόνῳ ζωή, τὴν σάρκα ἐξέτηξας· ἔσπευσας Ἱεράρχα, Βοιωτὼν Ἰωάννη, φίλος Χριστοῦ γενέσθαι, διὰ οἶκτον πενήτων· διὸ καὶ νέος ἐλεήμων, ἐκλήθης μακάριε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ σοφὲ τοὺς οἴακας, ἐπιστημόνως χειρισθεὶς ταύτην ἀκύμαντον, διεχήρησας μακάριε Ἰωάννη, τὰς ζαλώδεις καταιγίδας ἐκκρουσάμενος, καὶ βιαίας τρικυμίας τῶν αἱρέσεων· ὅθεν κράζω Σοι· Χαίροις, Πάτερ πανεύσπλαγχνε.


Όσιος Κλήμης του Σαγματά
Συνεχίζοντας στον ευωδιαστό χαριτόβρυτο κήπο των Αγίων του τόπου μας, προσεγγίζοντας με λίγα λόγια την Οσιακή μορφή του Αγίου Πατρός ημών Κλήμεντος. Ο Άγιός μας γεννήθηκε στην Αθήνα την χρονική περίοδο που αυτοκράτορας ήταν στο Βυζάντιο ο Αλέξιος ο Κομνηνός. Οι γονείς του εύποροι, τον ανάθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», του προσέφεραν ότι καλύτερο μπορούσαν. Μετά το θάνατο των γονέων του, γίνεται κληρικός. Αγωνίζεται μέσα από την ιδιότητά του να προσφέρει στους ανθρώπους το ζωντανό Λόγο του Θεού. Η ζωή του γίνεται πρότυπο ευσυνείδητου ιερέως, παράδειγμα προς μίμηση λαϊκών και κληρικών. Η ψυχή του όμως σκέφτεται έντονα την απόλυτη αφιέρωση. Στεναχωριέται με το θόρυβο και τη φασαρία της πόλεως, γι’ αυτό και αποφασίζει να φύγει. Οδηγεί τα βήματά του στην Ιερά Μονή του Οσίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα. Εκεί βρίσκει ηρεμία, ησυχία, κάτι που ποθούσε η καρδιά του. Ο Όσιος Μελέτιος ως φιλόστοργος πατέρας, τον δέχθηκε στην Ιερά Μονή και τον έκειρε μοναχό και στη συνέχεια Μεγαλόσχημο. Ο Όσιος Κλήμης, ενθουσιασμένος με αυτά που βρήκε στο μοναστήρι και από τη στιγμή που έλαβε το Αγγελικό Σχήμα, αγωνίζεται σκληρά. Εάν κοπίαζε πριν, τώρα προσθέτει και άλλο κόπο και εάν αγρυπνούσε πριν, τώρα προσθέτει και άλλες αγρυπνίες. Φθάνει σε υψηλά μέτρα πνευματικής ζωής, αξιώνεται από τον Κύριό μας να δει με τα μάτια της ψυχής του, πράγματα που μόνο οι Άγγελοι και οι Άγιοι στον Παράδεισο βλέπουν. Ο Άγιος Κλήμης προσπαθώντας να κρύψει αυτά που ζούσε, για να αποφύγει τους επαίνους των ανθρώπων, τα απογεύματα ανέβαινε στο βουνό που βρίσκεται απέναντι από το Σαγμάτειο Όρος (Πόρτες). Αυτό όμως κάποτε προκάλεσε την περιέργεια ενός μοναχού, το όνομα του οποίου ήταν Ιάκωβος, που κρυφά τον ακολούθησε και έκπληκτος έζησε ένα εξαίσιο θέαμα. Όταν ο Άγιος σήκωνε τα χέρια του στον ουρανό για να προσευχηθεί, τότε ανυψωνόταν και ο ίδιος πάνω από το έδαφος. Αυτό που είδε ο μοναχός Ιάκωβος, το διέδωσε σε όλους τους μοναχούς στην αδελφότητα με αποτέλεσμα ο σεβασμός και η εκτίμηση όλων προς το πρόσωπο του Κλήμη να ανέβει σε υπέρτατο βαθμό. Όταν ο Άγιός μας αντελήφθη τι είχε συμβεί, στεναχωρήθηκε, διότι αυτός κρυβόταν κα δεν επιθυμούσε τη δόξα των ανθρώπων. Μετά από αυτό και παρότι μόναζε ήδη επί τριάντα χρόνια στη Μονή, αποφάσισε να φύγει κρυφά. Κατέφυγε στο Σαγμάτειο όρος και για λίγο καιρό έμεινε στο εκεί Μοναστήρι. Στη συνέχεια ανακάλυψε μία πολύ μικρή και απότομη σπηλιά στο γκρεμό του όρους στην οποία αποφάσισε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του. Δε μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους τις δυσκολίες και ταλαιπωρίες που ο Άγιος υπέφερε. Όμως η υπομονή που τον διέκρινε, το αγωνιστικό φρόνημα και απόλυτη πίστη στο Σωτήρα Χριστό, έγιναν αιτία να ξεπεράσει τα πάντα και να αξιωθεί να λάβει πολλά χαρίσματα από το Θεό. Οι μοναχοί του Μοναστηριού του όμως, που είχε αφήσει μετά από τόσα χρόνια, στεναχωρήθηκαν πολύ. Άρχισαν να ψάχνουν τη γύρω περιοχή. Φθάσαν τελικά στο Σαγμάτειο όρος και βρήκαν αυτό που επιθυμούσαν. Διότι και εδώ ο Άγιος, είχε γίνει φωτεινός φάρος για πολλές ψυχές. Θερμά τον παρακάλεσαν να επιστρέψει. Εκείνος όμως με αποφασιστικό τρόπο, τους είπε ότι θα ζήσει πλέον στο χώρο αυτό, διότι ήθελε την ησυχία, τη σιωπή και όχι τους επαίνους των ανθρώπων. Όταν ο ηγούμενος (είχε αναπαυθεί εν Κυρίω ο Όσιος Μελέτιος) έμαθε τα νέα, στεναχωρήθηκε πολύ και για να αναγκάσει τον Όσιο να αλλάξει γνώμη, του επέβαλε το επιτίμιο του αφορισμού. Ο Όσιος Κλήμης όμως, παρέμεινε σταθερός και ακλόνητος στην απόφασή του «υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος», άντεξε με γενναιότητα όλους τους πειρασμούς και τίποτε από όλα αυτά δεν τον εμπόδιζε να μιλάει στο Θεό. Έμεινε σε αυτό σκληρό τρόπο ασκήσεως τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ο ηγούμενος που του είχε επιβάλει το επιτίμιο του αφορισμού, λίγο πριν πεθάνει, ελεγχόμενος έντονα από τη συνείδησή του, ζήτησε να τον πάνε στον Άγιο στο Σαγματά. Εκεί, έξω από το σπήλαιο και με δάκρυα στα μάτια, ζήτησε από τον Όσιο Κλήμη συγχώρεση και ο Άγιος χωρίς να φαίνεται του απάντησε «ο Θεός να σε συγχωρήσει, αδελφέ μου και εις την παρούσα ζωήν και εις τη μέλλουσαν». Έτσι ο Όσιος Κλήμης προσευχόμενος και αγωνιζόμενος, μεγάλης πλέον ηλικίας, εκοιμήθη το 1111 μ.Χ. Τα θαύματά του και πρεσβείες του στο θρόνο του Θεού συνεχίστηκαν και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι ευλαβείς χριστιανοί της Βοιωτίας αλλά και της Εύβοιας, καταφεύγουν με σιγουριά στην Ιερά Μονή Σαγματά, που φυλάσσεται η Ιερά και Σεβάσμιά του Κάρα και του εναποθέτουν προβλήματα, αγωνίες και δυσκολίες που έχουν, με τη βεβαιότητα ότι έχουν έναν πολύτιμο σύμμαχο στον αγώνα της ζωής και έναν πρεσβευτή στο θρόνο του Χριστού. Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε όλοι μας είναι ότι οι Άγιοί μας είναι οδηγοί στο δρόμο του Χριστού. Και ένας από αυτούς, ο Άγιος Κλήμης είναι κοντά μας, δίπλα μας και μας προστατεύει με τις θερμές του ικεσίες.
           
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του στις 26 Ιανουαρίου.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος α’.
Τον πλούτον και την δόξαν του ματαίου αιώνος εμίσησας θεόφρων, οσιώτατε Κλήμης, και όρος κατέλαβες τραχύ, εν ω προσομίλεις τω Θεώ, διά τούτο συνελθόντες, επαξίως ευφημούμεν σε: δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά σου πάσι ιάματα.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ’. Την Υπερμάχω Στρατηγώ
Τους εν ασκήσει φαεινούς και ουρανόφρονας, και του Χριστού ως αληθώς θείους θεράποντας, Κλήμεντα και Γερμανόν ανευφημήσωμεν, ούτοι γαρ ως ποταμούς ιάματα βρύουσι, τοις θερμώς τοις λειψάνοις αυτών πελάζουσι, και κραυγάζουσι, χαίρε ζεύγος αγιόλεκτον.


Όσιος Σεραφείμ ο εν Δομπώ
Η Ζωηφόρος και αναβλύζουσα πηγή της τοπικής μας Εκκλησίας, ως ανεξάντλητη και δροσερή, μας οδηγεί στην Τρίτη οσιακή μορφή της βοιωτικής εκκλησίας στην οσιακή μορφή του Αγίου Σεραφείμ του Δομβοίτου.
Η πατρίδα του Αγίου μας είναι το χωριό Ζέλι, εκεί μαζί με τους ευσεβείς γονείς του, έζησε τα πρώτα του χρόνια. Ως σκεύος όμως εκλεκτόν, από βρεφικής ηλικίας έδειχνε εμφανέστατα ότι έχει γίνει δοχείον του Παναγίου Πνεύματος, διότι βρέφος ακόμη δε δεχόταν Τετάρτη και Παρασκευή να πιεί γάλα από την ίδια του τη μάνα. Σε ηλικία επτά ετών, οι γονείς του τον παρέδωσαν στον εφημέριο για να τον διδάξει γραφή και ανάγνωση (οι ιερείς στη δύσκολη εποχή της τουρκοκρατίας, συνήθως κρυφά, δίδασκαν στα σκλαβωμένα ελληνόπουλα τα γράμματα για να μην ξεχάσουν από πού έρχονται και για να μη σβήσει η ελπίδα της επανάστασης). Φιλομαθής νέος, με κοσμιωτάτη συμπεριφορά αλλά και άκρα ταπείνωση, γίνεται παράδειγμα σεμνότητας, προς του νέους της εποχής του αλλά και του σήμερα. Μεγαλώνοντας ο Όσιος, αυξάνεται ο ζήλος του προς τα Ιερά Γράμματα και ως μέλισσα που τρέφεται από το γλυκό καρπό των άνθεων, έτσι και εκείνος μαγνητίζεται από τους βίους των Αγίων της Εκκλησίας μας. Αποφασίζει πια να φύγει από τον κόσμο και να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα, να αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι στο Σωτήρα Χριστό. Όταν το ανακοινώνει στους γονείς του, εκείνοι στην αρχή προσπάθησαν να τον πείσουν ευγενικά να μην τους εγκαταλείψει. Όμως η απόφαση του νεαρού «Σωτήριου» (κοσμικό όνομα του Αγίου) είναι στέρεη και αμετάκλητη, ρίχνει το βλέμμα στους δύο αγαπημένους του γονείς, τους αγκαλιάζει, παίρνοντας στο τέλος την ευχή τους και φεύγει. Η πρώτη του στάση στον αγώνα, είναι μία ώρα μακριά από το χωριό του, σε ένα μοναστηράκι απ’ ονόματι του Προφήτη Ηλία, στο όρος Κάρκαρα. Κοντά στο όρος αυτό ο Άγιος ανήγειρε μικρό ναό επ’ ονόματι του Σωτήρος και κελί εντός σπηλαίου, υπολείμματα του οποίου σώζωνται μέχρι σήμερα. Πλησίον του χώρου αυτού υπήρχε ναός προς τιμήν της Παναγιάς μας και κελιά τα οποία όπως μαρτυρούν οι γεροντότεροι, τα είχαν κατασκευάσει οι κάτοικοι της Ελατείας και όταν έπεφτε κάποια λοιμική νόσος, κατέφευγαν εκεί και με τις πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου και του Οσίου, δέχονταν τη θεραπεία από το Θεό.  Σε αυτόν λοιπόν το χώρο, έμεινε ο Όσιος αρκετά, επειδή όμως η συχνή παρουσία των γονέων του, των φίλων του και συγχωριανών του, δεν του άφηνε χώρο ησυχίας, κατέφυγε στη Ιερά Μονή Αγίων Αναργύρων, όπου για τον ίδιο λόγο, έφυγε μετά από έξι μήνες. Φεύγοντας οδήγησε τα βήματά του στην Ιερά Μονή Σαγματά. Στο Μοναστήρι του Σωτήρος, ο Όσιος με περισσό ζήλο και θυσιαστικό πνεύμα, αγωνίζεται και ως διψώσα έλαφος, λαμβάνει το πνευματικό ύδωρ των αγώνων του. Διακρίνεται για την υπομονή του, τις νηστείες και αγρυπνίες του, την απεριόριστη υπακοή του προς πάντας, την υπομονή στις θλίψεις και την αφοσίωσή του στην πνευματική του καλλιέργεια. Βλέποντας ο Ηγούμενος τις αρετές και την πνευματική πρόοδο του Οσίου τον εκούρευσε Μοναχό και τον ονόμασε Σεραφείμ. Μετά από λίγο καιρό, τον χειροτόνησε Ιεροδιάκονο, μετά δε πολλών πιέσεων, δέχεται και το μέγιστο αξίωμα της ιεροσύνης. Με το υψηλό αξίωμα της ιεροσύνης που έλαβε, αναλογιζόμενος το βάρος των πνευματικών του ευθυνών, αυξάνει τους αγώνες του για να φθάσει σε μέτρα τελειότητος, τα οποία του επέβαλε το αξίωμα. Έμεινε στην Ιερά Μονή δέκα χρόνια, αγωνιζόμενος και συνασκούμενος με μεγάλες μορφές της Εκκλησίας μας. Κατόπιν για να αποφύγει πάλι τους επαίνους των ανθρώπων, ζήτησε από τον Ηγούμενο την άδεια να αναχωρήσει και αφού αποχαιρέτησε το συνασκητή του Αγίου Κλήμεντος, Όσιο Γερμανό, έφυγε. Έφθασε στην περιοχή δυτικά του Ελικώνος, μία ώρα μακριά από την αρχαία Βούλιδα, εις την τοποθεσία Δομβού, όπου έχτισε ναό, επ’ ονόματι του Σωτήρος, λίγα κελιά, και συνοίθρισε λίγους μοναχούς, ασκούμενος άλλα δέκα έτη. Όμως η μεγάλη προσέλευση των ανθρώπων προς τον Άγιο, για να βρουν γιατρειά από τις ασθένειές τους, όπως ήταν φυσικό, ετάραζε την ησυχία του, εμπόδιζε την αδιάλειπτη προσευχή του και τους πνευματικούς του αγώνες. Αυτό τον στεναχώρησε πολύ και έτσι μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, φεύγει από το μοναστήρι του και κατευθύνεται βορειοδυτικά του Ελικώνος, ανεβαίνοντας στην κορυφή που καλείται ακόμη και σήμερα «το κελί του Αγίου». Εις την απομόνωση εκεί και στην πλήρη αφιέρωση στο Σωτήρα Χριστό, όταν πλέον καθαρίζει πλήρως την ψυχή του, ακούει τη γλυκύτατη φωνή του Κυρίου Μας να του λέει ότι ήλθε η ώρα να κατέβει και να φτιάξει μοναστήρι για να στηρίξει τις ψυχές των ευλαβών χριστιανών. Εκείνος υπακούοντας στο Χριστό Μας, κατέβηκε, μάζεψε λίγους από τους μαθητάς που είχε αφήσει, έφερε τεχνίτες και άρχισε να κτίζει. Όμως ο χώρος κρίθηκε ακατάλληλος για τους επόμενους μοναχούς και με εμφάνισή της η Υπεραγία Θεοτόκος, τον διέταξε να φύγει κει να οικοδομήσει κοντά στο χωριό Δομβού. Αγοράζοντας ο Άγιος από τους ντόπιους το χώρο, πάει στην Κωνσταντινούπολη, όπου λαμβάνει άδεια από τον Πατριάρχη (διασώζεται μέχρι σήμερα) να αναγείρει Ναόν Σταυροπηγιακόν επ’ ονόματι του Σωτήρος Χριστού. Ο διάβολος όμως που μισεί ότι καλό και ότι θεάρεστο, έσπειρε ζιζάνια στις καρδιές κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι κατηγόρησαν τον Όσιο ως απατεώνα, που έπεισε τους χωρικούς να του πωλήσουν τα χωράφια τους και τον κατήγγειλαν στον Τούρκο Πασά της Λιβαδειάς. Εξοργισμένος ο Τούρκος στέλνει να τον συλλάβουν. Όταν έφθασαν οι στρατιώτες στο μέρος που εργαζόταν ο Άγιος τον εξύβρισαν, τον βασάνισαν και τον χτύπησαν στο κεφάλι. Με τέτοια βαναυσότητα του φέρθηκαν που τον έσερναν δεμένο και ημιθανή από τα χτυπήματα, ως εγκληματία. Στη δε Αγία του κάρα, διασώζεται μέχρι σήμερα το σημείο που δέχθηκε τα χτυπήματα, ως σχισμή. Η αγάπη όμως του Χριστού, που μιμούνται οι Άγιοι, δε χωρίζει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς. Έτσι λοιπόν, μέσα στα αίματα και σέρνοντας τα πόδια του, κατευθυνόταν προς τη Λιβαδειά. Στο δρόμο όμως οι στρατιώτες δίψασαν και επειδή δεν εύρισκαν νερό, θεώρησαν και γι’ αυτό ένοχο τον Άγιο, που ξαναχτύπησαν. Όταν πια τελείωσαν τις βαρβαρότητες και ως άλλος πρωτομάρτυρας Στέφανος ο Άγιος τους είπε: παιδιά μου αφήστε με λίγο να προσευχηθώ και ο Θεός θα στείλει το ποθούμενο νερό. Λαμβάνοντας λοιπόν την άδεια των δεσμωτών του, στη θέση Παμπλούκι, σήκωσε τα ευλογημένα χέρια του και προσευχόμενος με πίστη, χτυπώντας τη γη ανεύλισε νερό που μέχρι σήμερα τρέχει, θυμίζοντας την άπειρη αγάπη του θεού. Βλέποντας οι Τούρκοι το θαυμαστό αυτό γεγονός, άλλαξαν αμέσως συμπεριφορά και άρχισαν να του φέρονται με σεβασμό και ευλάβεια. Όμως τα θαύματα του Θεού δε σταματούν. Κατά τη συνέχεια της πορείας του πείνασαν και προσπάθησαν να χτυπήσουν με τα όπλα τους ένα κοπάδι άγρια περιστέρια, χωρίς να καταφέρουν τίποτε. Τότε ο Άγιος τους ηρέμησε λέγοντας «σταματήστε να χτυπάτε» και προσευχόμενος, κατέβηκαν στα χέρια του τρία περιστέρια. Και έδωσε στον κάθε ένα από ένα. Μετά και το δεύτερο αυτό εξαίσιο γεγονός, οι Τούρκοι θαύμασαν και είπαν στον Άγιο να πράξει ότι επιθυμεί και τον άφησαν ελεύθερο. Επιστρέφοντας στην Ιερά Μονή βρήκε λυπημένους τους μαθητάς του οι οποίοι νόμιζαν ότι είχαν χάσει το δάσκαλό τους, εκείνος όμως τους ενθάρυνε, τους είπε τις επεμβάσεις του Θεού και έτσι πνευματικά ενισχυμένοι, συνέχισαν αόκνως να εργάζονται για να έλθει εις πέρας το έργο και όταν πια τελείωσε το Μοναστήρι έγινε πραγματικά χώρος ιερός που προσέρχονταν πλήθη που ποθούσαν το μοναστική πολιτεία και τους ασκητικούς αγώνες. Τρία έτη μετά το τέλος του έργου ο Άγιος πληροφορήθηκε ότι πλησίαζε το τέλος της επίγειας ζωής του και η μετάβασή του στην ουράνια βασιλεία την ετοιμασμένη από το Θεό για τις πιστές ψυχές. Έτσι κάλεσε τους μοναχούς, τους ευλόγησε, τους συμβούλευσε και παρέδωσε την ευλογημένη και αγιασμένη ψυχή του στις 6 Μαΐου του 1602, ημέρα της μεσοπεντηοκοστής και ώρα 18:00 μ.μ. στον Ουράνιο Βασιλεά Χριστό. Θα μπορούσαμε να κλείσουμε τα ελάχιστα λόγια εδώ, όμως θεωρούμε ευλογία να μεταφέρουμε ως κατακλείδα στο μικρό αυτό βιογραφικό σημείωμα, τα λόγια του Οσίου μας προς τους μαθητάς του, λίγο πριν την αναχώρησή του από τον κόσμο, που αφορούν όμως άμεσα και όλους τους χριστιανούς όλων των εποχών: «Η προσευχή αγαπητά μου τέκνα, είναι η γλυκύτατη συνομιλία μετά του Ουρανίου Βασιλέως, ήτις αποβαίνει πνευματική της ψυχής τροφή και διά ταύτης ανοίγεται η θύρα προς την Ουράνιαν Βασιλείαν. Μη λησμονείτε λοιπόν την προσευχή αγαπητά μου τέκνα, ίνα μη στερηθείτε της γλυκυτάτης μετά του Θεού συνομιλίας, διότι η εγκατάλειψις της προσευχής είναι πνευματικός της ψυχής θάνατος. Ας μην απορροφήσουν την ψυχή σας, αγαπητά μου τέκνα, αι Βοιωτικαί μέριμναι και ας μην καταλάβει υμάς η θανατηφόρος ασθένεια της υπερηφανείας, ήτις αρμόζει εις τον εωσφόρον, αλλά να είσθε πάντοτε ταπεινόφρονες και ολιγαρκείς, μιμούμενοι κατά τούτο το Σωτήρα ημών, όστις δεν είχε που την κεφαλήν κλίναι και όστις εταπείνωσεν εαυτόν μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού». Μετά την κοίμηση του Αγίου και ενώ κατόπιν επιθυμίας του είχε ταφεί σε τόπο που δεν ήξεραν πολλοί, αλλά μόνο οι μοναχοί και εκείνοι βέβαια δε μπόρεσαν να το κρύψουν για πολύ, διότι πάνω από τον τάφο του Αγίου κατέβαινε ένας στύλος φωτός, πολλά βράδια, δείχνοντας στους χριστιανούς τον τόπο ταφής του Οσίου, έτσι δύο χρόνια μετά, έγινε η ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, τα οποία μέχρι σήμερα, χαριτώνουν και αγιάζουν και τη Μονή του και την περιοχή μας και κάθε χριστιανό που με πίστη και ευλάβεια προσέρχεται, τα ασπάζεται, δεχόμενος τις πνευματικές ευεργεσίες που προσφέρουν οι άοκνες πρεσβείες του Αγίου στο θρόνο του Χριστού και Θεού μας.

Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του στις 6 Μαϊου.

Ἀπολυτίκιον
Εκ, γης ανατείλασα, ως της Ελλάδος βλαστός, η πάντιμος κάρα σου, Πατήρ ημών Σεραφείμ, εκβλύζει ιάματα και εκπλήττει ημάς τους πόθο τιμώντας σε. Όθεν οι τη σορώ σου ευλαβώς προσιόντες, λαμβάνουσι θεραπεία και ιάσεις τελείας. Διό σε τιμώμεν πατήρ ημών Όσιε.

Όσιος Μελέτιος ο Νέος
Με ιδιαίτερη χαρά και σεβασμό όπως αξίζει σε όλους τους Αγίους που αναφερθήκαμε αλλά και σε αυτούς που θα αναφερθούμε, προσεγγίζουμε το Οσιακό πρόσωπο του Αγίου Μελετίου του εν Κιθαιρώνι. Και προσφέρουμε στην αγάπη σας λίγα λόγια, παρακαλώντας θερμά τον Όσιο να πρεσβεύει για τη σωτηρία μας, διότι και ο γράψας αυτά, πατά πάνω σε ιερούς χώρους, όπως είναι το μοναστήρι του Αγίου, που με τους αγώνες του και την πνευματική του καλλιέργεια, αγίασε και χαρίτωσε. Ο Όσιός μας γεννήθηκε το 1035 μ.Χ. σε ένα χωριό της Καππαδοκίας, Μουταλάσκι καλούμενο, στο οποίο είχε γεννηθεί και ο Μέγας Άγιος της Εκκλησίας μας, Σάββας. Οι γονείς του ενάρετοι και πιστά μέλη της Εκκλησίας, ο Ιωάννης και η Σοφία, μεγάλωναν το παιδί τους με σοφία και φόβο Θεού. Όταν έφθασε σε ηλικία να μπορεί να παρακολουθήσει μαθήματα, οι γονείς του τον οδήγησαν στο σχολείο. Όμως ο Άγιός μας, αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα, είχε βραδύ νου και δε μπορούσε εύκολα να καταλάβει και να συμμετάσχει στο μάθημα. Είχε όμως απόλυτη πίστη στο Χριστό, ότι με την προσευχή του θα του φωτίσει το νου. Πήγε λοιπόν στο ναό, μπήκε μέσα στην εκκλησία και κρύφθηκε κάτω από την Αγία Τράπεζα, σκεπάζοντας το σώμα του με τον ενδύτη, από την  αρχή της Θείας Λειτουργίας, έως το τέλος. Ο Θεός αδελφοί μου, που χαριτώνει τους πιστούς, έκανε το θαύμα του στην ευλογημένη ψυχή και με το τέλος της λειτουργίας βγήκε ένας άλλος Μελέτιος. Πλέον όχι μόνο μπορούσε να μάθει αλλά και να αποστηθίσει ολόκληρα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης απέξω. Περνώντας τα χρόνια, ο Άγιός μας ξεχώριζε ακόμη και από τους μεγαλύτερους σε σύνεση, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών και πήγαινε στην εκκλησία, είχε τόση ευλάβεια και ευταξία, που προκαλούσε το σεβασμό σε μικρούς και μεγάλους. Οι γονείς του σκέφθηκαν ότι πλησίαζε πλέον ο καιρός που πρέπει να του προτείνουν κάποια κοπέλα για να παντρευτεί. Ο Όσιός μας όμως με πολύ όμορφο τρόπο τους εξήγησε ότι η απόφασή του είναι να αφιερωθεί στο Σωτήρα Χριστό και τους ανακοίνωσε ότι θα φύγει για να οδηγήσει τα βήματά του σε κάποιο μοναστήρι, τους παρακάλεσε δε ότι ήταν δικό του να το δώσουν στους έχοντες ανάγκη αδελφούς ως ελεημοσύνη. Πράγματι πορεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πήγε να ζήσει στην Ιερά Μονή, την οποία είχε ιδρύσει ο Ιερός Χρυσόστομος, όταν ήταν Πατριάρχης. Μετά από τρία χρόνια μέσα στη Μονή έγινε μοναχός. Όταν πια έμαθε τη μοναχική τάξη, επεθύμησε τη σκληρότερη πολιτεία της ερήμου. Παίρνοντας ευλογία, έφυγε από την Ιερά Μονή και έφθασε ως προσκυνητής στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης. Εκεί θερμά παρακάλεσε τον Άγιο να του υποδείξει χώρο προσευχής και μετάνοιας. Βγαίνοντας έξω από το ναό, συναντήθηκε με ένα νέο που δε γνώριζε και εκείνος τον ρώτησε που πηγαίνει. Ο Όσιος του είπε ότι θέλει να πάει στη Ρώμη να προσκυνήσει τα Ιερά Λείψανα των Αγίων Αποστόλων, Τότε ο άγνωστος νέος του είπε «δεν είναι καιρός τώρα να υπάγεις εκεί, αλλά ύπαγε εις τα μέρη της Ελλάδος, εις τας Θήβας πλησίον, προς το νότιον μέρος, είναι μοναστήριον Γεωργίου του Μεγαλομάρτυρος και εκεί σου ητοίμασε την κατοικίαν ο Κύριος». Λέγοντας αυτά εξαφανίσθηκε από μπροστά του. Καταλαβαίνοντας ο Όσιος ότι ήταν Θεία Όραση αυτό το γεγονός, ήλθε πρώτα στην Αθήνα, προσκύνησε στο Ναό της Θεοτόκου στον Παρθενώνα και από εκεί οδήγησε τα βήματά του στην πόλη των Θηβών, που βρήκε το προαναφερόμενο Μοναστήρι (κτίσματα της Ιεράς Μονής, σώζονται σήμερα, δίπλα στον Ενοριακό Ναό του Αγίου Γεωργίου της πόλεώς μας). Εκεί άρχισε τους ασκητικούς του αγώνες. Όσο και αν κρυβόταν από τους ανθρώπους, τόσο πιο πολύ τον γνώριζαν οι άνθρωποι και έτρεχαν κοντά του να λάβουν γιατρειά από τις ασθένειες, υπομονή στους αγώνες τους και λύση στα ποικίλα προβλήματά τους. Ο Όσιος όμως ήθελε να εκπληρώσει και το τάμα του. Έτσι ζητώντας την ευλογία από τους πατέρες της Μονής, παίρνοντας μαζί του ένα μοναχό, ξεκίνησε το πιο ευλογημένο προσκύνημα για κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό. Πήγε στους Αγίους Τόπους, προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο του Αναστημένου Χριστού μας, βάδισε στα Θεοβάδιστα χώματα και έλαβε τη χάρη των Παναγίων προσκυνημάτων. Σε μία εποχή που πρέπει να τονίζουμε ότι η πορεία προς τους Ιερούς Χώρους, ήταν δύσκολη ως ακατόρθωτη, διότι είχαν κυριαρχήσει οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από τα αιμοβόρα αισθήματά τους. Ο Όσιός μας μετά από αυτό, προσκύνησε και στη Ρώμη, τον τάφο των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και ξαναγύρισε στο κοινόβιό του στη Θήβα. Γυρίζοντας στην Ιερά Μονή, συνέχισε τον αδιάλειπτο αγώνα του, η εγκράτειά του ήταν χαρακτηριστική, η τροφή που ελάμβανε στην κοινή τράπεζα, η απολύτως απαραίτητη, η παρουσία του στις ιερές ακολουθίες αδιάλειπτη, στο δε κελί του ομολογείται ότι δεν είχε καν κρεβάτι, αλλά σε μία γωνία στο χώμα ξεκουραζόταν ελάχιστα και σχεδόν όλη τη νύκτα με το κομποσκοίνι του προσευχόταν στον Παντοκράτορα Θεό. Όταν δε πέρασε έναν έντονο πειρασμό, επέβαλε ουσιαστικά επιτίμιο ο ίδιος στον εαυτό του, κλείστηκε για σαράντα ημέρες στο κελί χωρίς να δεχθεί κανένα, με απόλυτη νηστεία και προσευχή και όταν πια τελείωσε αυτό επειδή από την ατέλειωτη ορθοστασία απέκτησε κάποια προβλήματα υγείας, όταν επισκέφθηκε την Ιερά Μονή κάποιος γιατρός, όλοι χάρηκαν που θα του έδινε τα κατάλληλα φάρμακα προς ίαση. Ο Όσιος όμως αρνήθηκε και είπε στο γιατρό «Ιατρέ, θεράπευσον μάλλον σεαυτόν, οικονόμισον τα πράγματα της οικίας σου, ότι μετά τρεις ημέρας τελειώνει η παροικία σου και τότε υπάγεις εις τον τόπον τον οποίον σου ητοίμασαν τα έργα σου». Η προόρισις του γέροντος εφαρμόσθηκε κατά γράμμα και ο γιατρός μετά από τρεις ημέρες εκοιμήθη εν Κυρίω. Με γενναιότητα λοιπόν αντιμετώπιζε τα ποικίλα προβλήματα που παρουσιάζονταν στη ζωή του. Όμως ο Θεός, που θέλει διά των Αγίων του να παρουσιάσει τη μόνη Ζωντανή και Αληθινή Πίστη στους ανθρώπους, επεφύλαξε στον Άγιο, στη Μονή του και στην πόλη των Θηβών, ένα συγκλονιστικό γεγονός. Υπήρχε στο μοναστήρι ένας ιερομόναχος, το όνομα του οποίου ήταν Μάρκος, ο οποίος ένα από τα διακονήματά του, ήταν να ευλογεί και το κοινό τραπέζι των αδελφών. Αυτός λοιπόν εκοιμήθη. Όταν λοιπόν μαζεύτηκαν όλοι οι μοναχοί να ενταφιάσουν κατά το μοναχικό τύπο τον ιερομόναχο, ένας από τους αδελφούς για αδιευκρίνιστους λόγους, πετάχτηκε και είπε στον Όσιο «πρόσταξε, πάτερ, το μαθητή σου να κάμει στίχον, να ψάλλομεν» . Ο Όσιος διαβλέποντας ίσως απιστία στα λόγια του αδελφού και για να θεραπεύσει την απιστία του είπε προς το νεκρό «τέκνον μου Μάρκε ευλόγησον». Τότε ο νεκρός άνοιξε τα μάτια του σήκωσε το δεξί του χέρι, κάνοντας το σχήμα του Σταυρού και είπε «ευλογητός ο Θεός» και τα υπόλοιπα και ξαναέμεινε πάλι στη νεκρική του κλίνη. Μπορούμε όλοι μας αδελφοί μου να αντιληφθούμε τα μεγαλεία της δόξας του Θεού. Μπορούμε όμως να καταλάβουμε έστω και νοερά τι συνέβη από τη στιγμή που διαδόθηκε αυτό το εξαίσιο γεγονός. Χιλιάδες πιστοί από όλα τα μέρη της Ελλάδας, επισκέπτονταν τον Άγιο, σίγουροι για τις πνευματικά θεραπευτικές ικεσίες του προς το Χριστό μας. Μετά από οκτώ χρόνια στη Μονή του, ο Όσιός μας και με τη συνεχή προσέλευση πιστών που εμπόδιζε κατά κάποιον τρόπο την προσευχή και τον αδιάλειπτο αγώνα του, φεύγει αφήνοντας στη θέση του για Ηγούμενο, έναν αδελφό το όνομα του οποίου ήταν Νικόλαος. Εκείνος δε οδήγησε τα βήματά του στο όρος Μυουπόλεως (Κιθαιρώνας) στην Ιερά Μονή του Συμβόλου, όπως ονομαζόταν και που εόρταζε των Αγίων Ασωμάτων. Ηγούμενος της Μονής ήταν ένας ευλαβέστατος κληρικός ονόματι Θεοδόσιος, ο οποίος με πολλή χαρά και αγάπη δέχθηκε τον Όσιο. Το διακόνημα που ανέλαβε ο Άγιός μας ήταν το ευκτήριον του Σωτήρος Χριστού. Περνώντας ο καιρός, η αγάπη του Οσίου, συνοίθρισε κοντά του πολλούς αδελφούς, κάνοντας το χώρο μία μικρή Λάβρα. Όπως ήταν αναμενόμενο, η φήμη του έφθασε μέχρι την Κωνσταντινούπολη, ο δε Πατριάρχης Νικόλαος Γραμματικός, έδωσε ευλογία στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Νικήτα το Γ΄ να χειροτονήσει το Μελέτιο σε Πρεσβύτερο για να έχει έτσι την ευλογία του δεσμείειν και λύειν και να ανακουφίζονται πολλαπλώς οι ψυχές που τον προσεγγίζουν. Μετά από πολλή πίεση και κάνοντας υπακοή δέχθηκε το Ιερό αξίωμα της ιεροσύνης. Όταν εκοιμήθη ο Ηγούμενος, όλοι οι μοναχοί με ένα στόμα, ψήφισαν για τη θέση αυτή το Μελέτιο. Πραγματικά από τη στιγμή που ανήλθε στη θέση του Ηγουμένου, η Μονή που μέχρι τότε αριθμούσε περίπου εκατό μοναχούς, υπερδιπλασίασε τη δύναμή της, αναγκάζοντας τον Όσιο να χτίσει κελιά και να δέχεται τους νέους αγωνιστές του Κυρίου. Η διδασκαλία του ήταν πάντοτε πνευματική, τους νουθετούσε να μην ασχολούνται με τη σάρκα και τις τροφές, αλλά να ενδιαφέρονται για την πνευματική τους καλλιέργεια. Τους προέτρεπε να ζουν φτωχικά και να πιστεύουν ότι όπως ο Κύριος του ουρανού και της γης δεν αφήνει ούτε τα πτηνά χωρίς να μεριμνήσει, έτσι δε θα αφήσει και τους ελπίζοντες σε Αυτόν. Τους ζητούσε να προσεύχονται αδιάλειπτα και ο νους τους να είναι στο Γλυκύτατο Ιησού. Επειδή όμως όπως είπαμε αυξήθηκαν οι μοναχοί ο Όσιος ίδρυσε σε πολλά μέρη της Ελλάδος διάφορα παραλάβρια, στα οποία εγκατέστησε  και σε αυτά μοναχούς. Τα θαύματα του Οσίου αναρίθμητα. Όμως θα σταθούμε σε ένα το οποίο μπορεί η αγάπη κάθε καλοπροαίρετου να βρει και στα βιβλία της Βυζαντινής ιστορίας. Με τον Όσιο είχε δημιουργήσει μία έντονη πνευματική σχέση ο Αυτοκράτορας της εποχής Αλέξιος, ο οποίος σεβόταν, εκτιμούσε, αγαπούσε και βοηθούσε ποικιλοτρόπως τον Όσιο και την Ιερά Μονή. Όταν λοιπόν ο Αυτοκράτορας βρέθηκε αντιμέτωπος με τους Κομάνους, οι οποίοι είχαν καταλάβει τα περίχωρα της Αγχιάλου, αποφάσισε να τους εκδιώξει. Αν όμως τους αντιμετώπιζε την ημέρα που είχε αποφασισθεί, τότε οι βάρβαροι θα σκότωναν το Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Αυτό ο Όσιος το προγνώριζε με τη χάρη του Θεού και βγαίνοντας στην αυλή της Μονής, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά φώναξε δεόμενος «φυλάττου να μην εξέλθεις από την πόλη της Αγχιάλου θαυμαστέ Αλέξιε». Λέγοντας αυτά γυρνώντας προς την προαναφερθείσα περιοχή, εσφράγισε με το δεξί του χέρι, σχηματίζοντας το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Αυτά όλα τα παρακολουθούσε έκπληκτος ένας μοναχός, το όνομα του οποίου ήταν Ιλαρίων, ζήτησε δε με πολύ σεβασμό από το γέροντα να του εξηγήσει τι ακριβώς συμβαίνει. Τότε ο Όσιος του είπε «την ώραν ταύτην βούλεται να εξέλθει ο Βασιλεύς εις πόλεμον κατά των Κομάνων και εάν πολεμήσει, τον φονεύουσι». Η Χάρις του Πανάγαθου Θεού που εκπληρώνει όλων τις ταπεινές δεήσεις και προσευχές, ήταν αδύνατο να μην εκπληρώσει κα τη θερμή δέηση του Οσίου και με τρόπο θαυμαστό, μετέβαλε την απόφαση του Αυτοκράτορα, ο οποίος γύρισε υγιής στην Πόλη. Οι δε Κομάνοι τελικά αλληλοεξοντώθηκαν. Ο Ιλαρίων ο οποίος σημείωσε την ημέρα και την ώρα των γεγονότων, όταν επισκέφθηκαν την Ιερά Μονή οι υπασπιστές του Αυτοκράτορα, πήγε και τους ρώτησε για τη συγκεκριμένη υπόθεση και διαπίστωσε έκπληκτος την ακρίβεια των γεγονότων που του εξιστορούσε ο Όσιος τη στιγμή που συνέβαιναν. Έτσι η ζωή του Αγίου μας ήταν πραγματικά γεμάτη θείες παρεμβάσεις και ευλογίες. Όταν πλέον έφθασε εβδομήντα χρονών, αγωνιζόμενος σκληρά, νικώντας με τη χάρη του Θεού τα πάθη του, παρέδωσε την ψυχή του στο Λυτρωτή μας, την 1η Σεπτεμβρίου 1105. Μετά την κοίμηση του Οσίου, το Ιερό του λείψανο ενταφιάσθηκε στη βόρεια πλευρά, εκεί που τιμώνται οι Ασώματοι Άγγελοι, στο νάρθηκα του Ιερού Ναού της Μονής, η οποία ουσιαστικά από τότε πήρε και το όνομα του Οσίου. Η παρουσία του στη ζωή των ανθρώπων και μετά την κοίμησή του είναι έντονη. Ενεργεί πλείστα θαύματα και η Αγία του Κάρα, αποτελεί πηγή ιαμάτων, για τις πονεμένες ψυχές που με πίστη προσεγγίζουν τη Μονή, με ευλάβεια στέκονται στο χώρο ενταφιασμού του Οσίου και με σιγουριά προσεύχονται και παρακαλούν στον Αναστημένο Κύριό Μας, Ιησού Χριστό, για τη λύτρωση και τη σωτηρία των ψυχών τους.

Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του, την 1η Σεπτεμβρίου.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄.
Ὡς ἔνσαρκος Ἄγγελος, καὶ ὑπηρέτης Χριστοῦ, ὡς ἔνθεος ἄνθρωπος καὶ ἀσκητῶν καλλονή, Μελέτιε Ὅσιε, χάριτας θεοδότους, ἐκομίσω διώκειν, πνεύματα πονηρίας, καὶ νοσοῦντας ἰᾶσθαι, δι’ ὅ καὶ ἡ σεπτή σου σορὸς βρύει ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἠ Παρθένος σήμερον.
Ἐξ ἐῴας ἔνδοξε, πρὸς τὴν ἑσπέραν φοιτήσας, ὥσπερ ἄλλος ἥλιος, τῶν ἀρετῶν τὰς ἀκτῖνας, ἥπλωσας, καὶ συνηγάγω πρὸς τὴν σὴν θάλψιν, ἅπαντας, τοὺς ἐν ψύχει παθῶν χειμαζομένους, ὅθεν νῦν σε συνελθόντες, ἀνευφημοῦμεν, Μελέτιε Ὅσιε.
                                                                  

Όσιος Νικήτας ο εκ Θηβών
Στο ανθόσπαρτο περιβόλι της Βοιωτικής γης, άνθισε και η ευλογημένη ψυχή της Οσιακής μορφής του Αγίου Νικήτα του εκ Θηβών. Ο Όσιος γεννήθηκε στην πόλη των Θηβών στις αρχές του 11ου αιώνος. Οι γονείς του, πολύ πιστοί άνθρωποι, του γνώρισαν το Χριστό και σε ηλικία πέντε ετών τον οδήγησαν στο σχολείο της εποχής. Περνώντας τα χρόνια και γνωρίζοντας την κοσμική παιδεία και την εκκλησιαστική γραμματεία, πιο έντονα πια αισθάνεται την ανάγκη να αναχωρήσει από τον κόσμο και να αφιερωθεί στο Θεό. Στα δεκαέξι του χρόνια, μαζί με τον αδελφό του, φεύγει κρυφά για το μοναστήρι του Θεοκλήτου και εκεί κείρεται μοναχός. Όμως ο ίδιος ζητά κάτι περισσότερο, η καρδιά του θερμά παρακαλά το Θεό να οδηγήσει τα βήματά του σε μία πιο έντονη πνευματική ζωή, ζητούσε λοιπόν ουσιαστικά την απόλυτη ησυχία και την πλήρη αφοσίωση στο Σωτήρα Χριστό. Όμως επειδή είναι νέος μοναχός, δεν τολμά να ζητήσει κάτι τέτοιο. Το κάνει αυτό θερμό αίτημα προσευχής. Κάποια στιγμή η προσευχή του εισακούγεται, η παράκληση του γίνεται δεκτή από τον ηγούμενο, ο οποίος ουσιαστικά έχει λάβει Θεία Εντολή από Άγγελο Κυρίου να μην αποτρέψει το μοναχό Νικήτα να φύγει για να δοκιμασθεί σε μεγαλύτερους αγώνες. ΄Ετσι και με την ευλογία του γέροντά του, οδηγεί τα βήματά του στην περιοχή της Οστείας (Χώστια – Πρόδρομος σήμερα). Εκεί βρίσκει σπηλιά στο βουνό και ξεκινά τους Εισαγγελικούς του αγώνες. (Η περιοχή που ο Άγιος ασκήτευσε, κατά το Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο, είναι πλησίον της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών των Χωστίων, προς το Σαράντι, υπάρχουν πολλές σπηλιές εκεί, πιθανώς εις μία από αυτές να είχε ασκητεύσει). Η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και εκατοντάδες ψυχές καθημερινά τον επισκέπτονταν, ζητώντας τις συμβουλές του, τον εμπιστεύονταν και με σιγουριά κατέθεταν τα προβλήματά τους με τη βεβαιότητα ότι είχαν μπροστά τους έναν Άγιο, που ακούγεται η προσευχή του στο Θρόνο του Χριστού. Οι αυξανόμενες ανάγκες οδήγησαν τον Όσιο να δημιουργήσει σε σπήλαιο, Ναό που τον αφιέρωσε στο Σωτήρα Χριστό. Η ζωή του πλέον είχε εξ ολοκλήρου αφιερωθεί στην προσευχή, στη νηστεία και στην ακτημοσύνη. Σχεδόν δεν αναπαυόταν ποτέ. Προσευχόταν γονατιστός και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, για όλους που του εμπιστεύονταν τα προβλήματά τους. Έφτανε σε τέτοια σημεία νηστείας, που ο βιογράφος του αναφέρει ότι τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εκτός από το Σάββατο και την Κυριακή, τις άλλες μέρες δεν έτρωγε τίποτε. Επειδή όμως οι Άγιοι ξεχωρίζουν για το μεγάλο χάρισμα της Διάκρισης, όταν τον επισκεπτόταν κάποιος προσκυνητής, για να αποφύγει τους επαίνους και τα σχόλια θαυμασμού, έτρωγε μαζί του. Όταν έμενε στη συνέχεια μόνος του συνέχιζε τον αγώνα της νηστείας. Όσον αφορά στην ακτημοσύνη, εφάρμοζε κατά γράμμα την Ευαγγελική ρήση για τους έχοντας τους δύο χιτώνας. Προσέφερε τα πάντα στους αδελφούς. Προσπαθούσε με κάθε δυνατό τρόπο να βοηθήσει τους έχοντας υλικές ανάγκες, δεν κρατούσε ούτε τα απαραίτητα ουσιαστικά για τον εαυτό του. Όλα αυτά τον έκαναν γνωστό σε χιλιάδες ψυχές, η προσέλευση προς τον Όσιο ήταν τεράστια. Αρχιερείς, Ιερείς, λαϊκοί, μοναχοί ζητούσαν τη συμβουλή του, την προσευχή του και εκείνος με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που στολίζει όλες τις αγιασμένες ψυχές, τους καθοδηγούσε. Όχι φοβίζοντάς τους, αλλά ενισχύοντάς τους, μιλώντας για την Αγάπη του Θεού και για το Έλεος που Τον διακρίνει. Έτσι όλοι με αναπτερωμένες τις ελπίδες έφευγαν έχοντας ενισχυθεί πνευματικά πολλές φορές δε έχοντας λάβει και σωματικές ευεργεσίες, δηλ. θεραπεία στην ασθένεια που τους βασάνιζε «ει μόνον γαρ την χείρα αυτού τω ασθενούντι επετίθει, θάττον η νόσος υπεχώρει, είτε πυρετός ην ή ρίγος. Αλλά και πυρροί και δαιμονιώντες, τάχος της ιάσεως ετύγχανον και στεριφαίς δε γυναιξί, διά της προς αυτόν μετά πίστεως αιτήσεως, διά της αυτού μεσιτείας και δεήσεως, Χριστός ο Θεός ημών επικαμπτόμενος, παρείχεν εκάστη τούτων τον εκ της οσφύος καρπόν». Ήταν δε  τέτοια η πίστη του στο Χριστό μας, που κάποτε επισκέφθηκε κάποιο μοναστήρι της περιοχής του, εκεί διαπίστωσε ότι ο ηγούμενος και οι μοναχοί είχαν παρασυρθεί από τις επίγειες μέριμνες και αμελούσαν το πνευματικό τους έργο. Τους μίλησε, τους συμβούλευσε, πάντα με την πατρική αγάπη που τον διέκρινε. Προσπάθησε να τους επαναφέρει στο σωστό πνευματικό δρόμο. Αυτό γαλήνευσε τις ψυχές των μοναχών και όταν πήγε να φύγει, το παρακάλεσαν να μείνει για λίγο καιρό ακόμη μαζί τους. Τους άκουσε και όταν εκείνοι κατευθύνθηκαν στα διακονήματά τους, εκείνος μπήκε στο Ναό, γονάτισε και άρχισε ολόψυχα να προσεύχεται για τους αδελφούς που είχαν ξεφύγει από την πνευματική οδό. Τότε ο Θεός, ακούγοντας την προσευχή του, με Άγγελο, του προσέφερε υλικά αγαθά, εκείνος στη συνέχεια τα προσκόμισε στην Τράπεζα της Μονής. Όταν γύρισαν οι μοναχοί και κάθισαν να φάνε, εντυπωσιάστηκαν από τα προσφερόμενα αγαθά και έκπληκτοι ρωτούσαν να μάθουν πού βρέθηκαν. Τότε ο Όσιος με ταπείνωση τους διηγήθηκε το θαυμαστό γεγονός και τους εξήγησε ότι αυτό έγινε για να καταλάβουν ότι, ότι ζητούν από το Θεό, εκείνος απλόχερα θα τους το προσφέρει, αρκεί εκείνοι να έχουν στη ζωή τους πρώτα την πνευματική ανάταση και μετά την υλική τους επάρκεια. Έναν τέτοιο λοιπόν Άγιο, έχουμε και εμείς οι Βοιωτοί και πιο συγκεκριμένα χωρίς τοπικιστική διάθεση, διότι οι Άγιοι ανήκουν σε όλους τους Ορθοδόξους, οι Θηβαίοι. Να τον επικαλούμεθα, να ζητούμε τις πρεσβείες του, να αγωνιζόμαστε να τον μιμηθούμε. Και την ημέρα της κοιμήσεώς του, 23 Ιουνίου, που οι Ναοί εορτάζουν και λειτουργούν στην πόλη μας τη μνήμη του, να μη χάνουμε την ευκαιρία να τον προσεγγίζουμε περισσότερο, για να λάβουμε και εμείς, όπως οι τότε Χριστιανοί, τις πνευματικές του δωρεές και ευεργεσίες.
           

Όσιος Λουκάς ο εν Στειρίω
Στο ανθισμένο περιβόλι της Βοιωτικής γης, άνθισε και το πανέμορφο Οσιακό άνθος αγνότητος, αγάπης και πίστεως η μορφή δηλαδή του Όσιου Λουκά, τον εν τω Στειρίω όρει ασκήσαντα. Οι γονείς του, άνθρωποι απλοί, πιστοί, κατάγονταν από τη νήσο Αίγινα. Όμως μη αντέχοντας τις συχνές επιδρομές των Αγαρηνών, άφησαν τον τόπο τους και μετώκησαν στη Φωκίδα και πιο συγκεκριμένα στο χωριό Καστόριον. Εκεί γεννήθηκε και ο Όσιος Λουκάς το 896 μ.Χ.. Τα ονόματα των γονέων του ήταν Στέφανος και Ευφροσύνη. Από μικρής ηλικίας ξεχώριζε από τους συνομήλικούς του. Ήταν παράδειγμα σεμνότητος και ευγένειας. Είχε εγκράτεια στις τροφές, σε σημείο που όπως ομολογούσαν οι ίδιοι οι γονείς τους, Τετάρτη και Παρασκευή έμενε νηστικός. Κάποτε οι γονείς του, νομίζοντας ότι δεν τρώει για άλλους λόγους και όχι νηστείας, με τέχνασμα στο φαγητό που του πρόσφεραν του έβαλαν μέσα κρέας. Όταν εκείνος το κατάλαβε, σταμάτησε να τρώει, στεναχωρήθηκε πάρα πολύ και για τρεις ημέρες δεν έφαγε τίποτε. Βέβαια παρόλα αυτά, ο Όσιος σεβόταν απόλυτα τους γονείς του, εργαζόταν ως άλλος Ιακώβ στα ποίμνια της οικογένειας. Συνάμα δε είχε μεγάλη συμπάθεια προς του πτωχούς αδελφούς, αγωνιούσε για τον τρόπο που ζουν. Πολλές φορές το φαγητό που ήταν γι’ αυτόν, το μοίραζε, όπως μοίραζε και τα ρούχα του, σε σημείο να τον μαλώνουν οι οικείοι του όταν γυρνούσε στο σπίτι του, άλλες φορές νηστικός, άλλες φορές χωρίς τα ρούχα του. Εκείνος όμως συνέχιζε περισσότερο να προσφέρει στους αδύνατους αδελφούς. Είχε τέτοια ευλογία από το Θεό, που ενώ έπαιρνε από τον πατέρα του συγκεκριμένη ποσότητα σπόρου για να σπείρει, εκείνος έσπερνε ελάχιστα, διότι τους μοίραζε στους άπορους αγρότες. Ποτέ όμως δεν το αντιλαμβανόταν ο πατέρας του, διότι το χωράφι εκαρποφορούσε περισσότερο ακόμη και από αυτό που είχε υπολογίζει ο γονιός του Οσίου. Ήταν ένα δώρο του Θεού στις ελεημοσύνες του Αγίου. Όταν ο πατέρας του εκοιμήθη, ο Όσιος Λουκάς αφιέρωσε περισσότερο χρόνο στην προσευχή. Η μητέρα του δε, αξιώθηκε να δει ένα θαύμα που τη συγκλόνισε, τον παρακολούθησε και παρατήρησε ότι την ώρα που απομονωμένος προσευχόταν, το σώμα του σηκωνόταν από τη γη, κάτι που αξιώθηκαν να το δουν και άλλες ψυχές. Ο Όσιος είχε πλέον την ανάγκη να φύγει, να απομονωθεί από τον κόσμο, ξεκίνησε λοιπόν για την περιοχή της Θεσσαλίας. Όμως ο διάβολος, που πολεμά τις ευλογημένες ψυχές, προσπάθησε να του βάλει εμπόδια. Έτσι στο δρόμο συνελήφθη από στρατιώτες, που τον νόμιζαν φυγά και ενώ τους είπε την αλήθεια, εκείνοι όχι μόνο δεν τον πίστεψαν, αλλά τον βασάνισαν και τον φυλάκισαν. Κάποιοι γνωστοί τον αποφυλάκισαν, τον προέτρεψαν να γυρίσει πίσω και του μίλησαν αρκετά άσχημα. Γυρνώντας σπίτι του συνέχισε τη ζωή του. Μία ημέρα, πέρασαν από το σπίτι του δύο μοναχοί, κατευθυνόμενοι προς τα Ιεροσόλυμα, φιλοξενήθηκαν στην οικία του Οσίου. Μόλις τους είδε ο Λουκάς, ο πόθος άναψε πάλι για το μοναχικό αγώνα και αφού τους έπεισε ότι δεν έχει κανένα στον κόσμο, τον πήραν μαζί τους και τον παρέδωσαν σε ένα μοναστήρι των Αθηνών. Εκεί ο ηγούμενος, μετά από συζήτηση μαζί του, τον κατέταξε στους μοναχούς, διαβάζοντάς του τις ευχές του λεγόμενου μικρού σχήματος. Αυτό όμως έριξε σε μεγάλη στεναχώρια τη μητέρα του που έκλαιγε και από τα βάθη της μητρικής της καρδιάς προσευχόταν και παρακαλούσε το θεό να επιστρέψει το παιδί της. Ήταν δε τόσο ένθερμη η προσευχή της, που έκαμψε τον Πανοικτήρμονα  Θεό και με θαυμαστό τρόπο εμφάνισε τη μητέρα του Οσίου στον ύπνο του ηγουμένου και κλαίγοντας του παραπονιόταν γι’ αυτό που τη βρήκε. Την πρώτη φορά ο ηγούμενος θεώρησε ότι ήταν σατανική ενέργεια, επειδή όμως συνεχίστηκε και άλλες φορές, αυτό προβλημάτισε το γέροντα της μονής και κάλεσε του Λουκά να του δώσει εξηγήσεις. Όταν ο Όσιος άκουσε τα γεγονότα φοβήθηκε, στεναχωρήθηκε και τα μάτια γέμισαν δάκρυα, όταν του ζητήθηκε να φύγει και να γυρίσει στη μητέρα του. Γυρίζοντας πλέον στο σπίτι του, υπηρέτησε τη μητέρα του με αγάπη, υπομονή και ταπείνωση. Μετά από τέσσερις μήνες, δέχθηκε πάλι τη Θεία Κλίση της μοναχικής ζωής, το ανακοίνωσε στη μητέρα του και εκείνη πλέον, γνωρίζοντας ότι ο υιός της καλείται από το θεό, τον ευλόγησε, δίδοντάς του τη μητρική της ευχή. Παίρνοντας λοιπόν και την ευχή της μητέρας του, ο Όσιος κατευθύνθηκε προς το βουνό που ονομάζεται Ιωάννιτρα. Εκεί βρήκε ναό αφιερωμένο στους Αγίους Αναργύρους, Κοσμά και Δαμιανό, έστησε δίπλα μία καλύβα και ξεκίνησε τους μοναχικούς του αγώνες, αγωνιζόμενος σκληρά με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, γονυκλισίες πολεμούσε τα πάθη του και δεχόταν πλούσια τις χάρες του Αγίου Πνεύματος. Ποθούσε δε να λάβει το Μέγα Αγγελικό Σχήμα, να γίνει δηλαδή μεγαλόσχημος μοναχός. Ο Θεός ακούγοντας τις προσευχές του, έστειλε δύο μοναχούς, οι οποίοι πορεύονταν προς τη Ρώμη να περάσουν από το ασκητήριο, εκείνος τους εξομολογήθηκε τον ιερό του πόθο, αυτοί με τη Χάρη του Θεού διέκριναν την αγιότητα του Οσίου και του διάβασαν τις ευχές του Μεγάλου Σχήματος. Μετά από αυτό ο Άγιος, έχοντας και πνευματικό όπλο τη μεγαλοσχημία του, πολλαπλασίασε τους πνευματικούς του αγώνες, φθάνοντας σε αγγελικές καταστάσεις. Για να έχει δε συνέχεια μνήμη θανάτου, έσκαψε και ένα λάκκο δίπλα στην καλύβα του και έμπαινε μέσα προσευχόμενος, ζητώντας συνέχεια το έλεος του Θεού. Τα λόγια του Οσίου ήταν πάντα Ευαγγελικά, επαναλάμβανε συχνά την ευαγγελική ρήση «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους ημάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσι υμάς» (Ματθαίου Ε 44). Είχε φυτέψει και περιβόλι αφενός για να κοπιάζει το σώμα του και αφετέρου να προσφέρει τους καρπούς της γης στους απόρους αδελφούς. Μάλιστα πολλές φορές, τα γεννήματα της γης τα πήγαινε στη μέση της πόλης που ήταν κοντά, στην πλατεία και εκεί πήγαιναν οι αδύναμοι αδελφοί και τα ελάμβαναν. Αυτό έγινε αντιληπτό, πολλοί πλέον θέλαν να τον γνωρίσουν και πολλοί γίναν μαθητές του. Κάποτε μιλώντας με τους μαθητές του, λέγει «έρχεται προς ημάς άνθρωπος με πολύ βάρος» και μετά από αυτή του τη φράση, σηκώνεται και φεύγει. Πράγματι σε λίγη ώρα έφθασε κάποιος, χωρίς όμως να κρατάει τίποτε, ζήτησε το γέροντα και άκουσε ότι μόλις είχε φύγει. Εκείνος όμως με πείσμα και επιμονή τους είπε ότι δεν φεύγει αν δεν τον δει. Μετά από επτά ημέρες εμφανίσθηκε ο Όσιος από το χώρο που ήταν και είπε με αυστηρότητα στον άνθρωπο τι ζητάς άνθρωπε εδώ στην έρημο, σε ανθρώπους αμαθείς και ολιγογράμματους, γιατί άφησες την πόλη σου που έχεις αρχιερείς και διδασκάλους, δε φοβάσαι τη Θεία Καταδίκη, υπόδικος τέτοιου αμαρτήματος; Εκείνος ακούγοντας τον Όσιο φοβήθηκε, έχασε τη μιλιά του και άρχισε να κλαίει σαν παιδί. Ο Άγιος τότε του είπε, ως πότε θα σιωπάς και δε θα εξομολογείσαι μπροστά σε όλους την αμαρτία, φανερώνοντας τον άδικο φόνο τον οποίο έκανες, κατηγορώντας έτσι τον εαυτό σου για να εξιλεώσεις λίγο το Θεό. Τότε ο φονιάς συντετριμμένος του λέγει, άνθρωπε του Θεού, πριν στα πω εγώ, στα είχε όλα εμφανίσει η Χάρις του Θεού, εξομολογήθηκε το κακό που είχε κάνει, κλαίγοντας γοερά και παρακαλώντας το έλεος του θεού. Ο Όσιος βλέποντας τη συντριβή του και τη  μετάνοιά του, τον λυπήθηκε, τον σήκωσε από τη γη που είχε πέσει και του είπε πατρικά,  παιδί μου, πήγαινε στον τόπο του φόνου, χύσε δάκρυα μετανοίας, κάμε τρεις χιλιάδες μετάνοιες, εκτέλεσε πλουσιοπάροχα όλα τα μνημόσυνα του δολοφονημένου αδελφού, έχοντας πάντα στο νου σου την αμαρτία και στο τέλος να πας σε κάποιον πνευματικό να εξομολογηθείς από βάθους καρδίας και να λάβεις τη συγχωρητική ευχή από το πετραχήλι. Ο Όσιος μετά από επτά χρόνια αναγκάσθηκε να φύγει από το όρος διότι ο αιμοβόρος Βούλγαρος Συμεών, κατέστρεφε και κατέβαινε προς το κέντρο της Ελλάδας, αθετώντας τη συμφωνία ειρήνης που είχε υπογράψει με τους Βυζαντινούς. Πήγε λοιπόν μαζί με άλλους συγγενείς του στην πόλη της Κορίνθου. Εκεί επόθησε να διδαχθεί τα γράμματα και αποφάσισε να πάει σε σχολείο, όμως γρήγορα απογοητεύθηκε από τη συμπεριφορά των παιδιών και προτίμησε να μείνει πτωχός στη γνώση παρά να αποκτήσει κακία. Άκουσε ότι υπάρχει εκεί κάποιος στυλίτης και σκέφθηκε να πάει κοντά του. Πριν ξεκινήσει όμως ο Όσιος, ο στυλίτης που βρισκόταν στην περιοχή του Ζεμενού, έστειλε άνθρωπο και τον παρακάλεσε, εκείνος να πάει κοντά του και εάν ήθελε να τον βοηθούσε στον πνευματικό του αγώνα. Αυτό ενθουσίασε τον Όσιο, ο οποίος ένοιωθε την ανάγκη να υπηρετεί τους ανθρώπους και όχι να τον υπηρετούν και αμέσως ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα. Δέκα ολόκληρα χρόνια, υπηρέτησε το στυλίτη, μιμούμενος την ταπείνωση του Χριστού. Ο μισόκαλος διάβολος όμως που δεν αντέχει τη θεοδώρητο ταπείνωση, αντέδρασε για να απομακρύνει τον Όσιο από το στυλίτη. Έτσι ο Άγιος που δεν ήξερε ότι υπήρχε απαγόρευση στα πλοία να περνούν στα μέρη της κεντρικής Ελλάδας, λόγω των εχθρικών επιδρομών, συνελήφθη σε ένα πλοιάριο από τον επιστάτη που ήταν υπεύθυνος να τηρεί την απαγόρευση και πραγματικά βασανίσθηκε ανηλεώς αν και ανεύθυνος της πορείας του πλοιαρίου. Μετά από αυτό οδήγησε τα βήματά του στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου και ησύχαζε. Εκεί μία καταστροφική βροχή διέλυσε το πτωχό του κελάκι και τον ανάγκασε να φύγει. Αυτό όμως μπορεί να θεωρηθεί και οικονομία Θεού, διότι πλέον είχε πεθάνει ο αιμοσταγής Βούλγαρος Συμεών, είχε αποκατασταθεί η ειρήνη και έτσι ο Όσιος πέρασε πάλι στην περιοχή του, ήρθε στο χώρο του, στο όρος Ιωάννιτρα, συνεχίζοντας ανελλιπώς του εισαγγελικούς του αγώνες. Συχνά επισκεπτόταν το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου της πόλης των Θηβών (ερείπιά του βρίσκονται έναντι του ενοριακού ναού του Αγίου Γεωργίου Θηβών). Σε μία από αυτές τις επισκέψεις του συνέβη το εξής: ασθένησε σοβαρά ο γιος του άρχοντα της πόλης των Θηβών, εκείνος μόλις το έμαθε προσέτρεξε και παρακάλεσε θερμά τον Όσιο να επισκεφθεί το σπίτι του και να προσευχηθεί για την αποκατάσταση της υγείας του παιδιού του. Μετά από κάποιο δισταγμό ο Όσιος σκεπτόμενος την ευαγγελική ρήση «ασθενής ήμην και ουκ επεσκέψασθέ με» οδήγησε τα βήματά του μπροστά στον ασθενή νέο, αυτό χαροποίησε αφάντασθα τους συγγενείς, οι οποίοι δοξολογούσαν το Θεό για την ευλογημένη παρουσία του Οσίου. Ο Άγιος προσευχήθηκε θερμά σταύρωσε τον ασθενή και εν σιωπή έφυγε. Το άλλο πρωί ο ηγούμενος, θέλοντας να μάθει την πορεία του ασθενούς, έστειλε μοναχό να ρωτήσει για την υγεία του. Έκπληκτος όμως ο μοναχός, πλησιάζοντας την οικία, είδε να βγαίνει έφιππος ο νέος και να πηγαίνει στα λουτρά υγιέστατος. Όλα αυτά όμως, κάναν τον Όσιο πολύ γνωστό και οι επισκέψεις πλέον ήταν πολλές, κάτι που ανάγκασε τον Όσιο, κατόπιν της συμβουλής και του σοφού διδασκάλου Θεοφύλακτου, να αλλάζει τόπους, έχοντας κατά νου το σοφό ρητό «φεύγε και σώζου». Αναχώρησε λοιπόν και πήγε σε ένα ήσυχο χώρο που ονομαζόταν Καλάμιον, αγωνιζόμενος στην ησυχία και στην προσευχή. Μετά από τρία χρόνια οι επιδρομές των Αγαρηνών, ανάγκασαν τον Όσιο να πάει στη νήσο Αμπελών. Ένα νησί άνυδρο και ξερό, που ο Όσιος με κόπους και αγώνες, μεταφέροντας με πλοιάριο νερό, γονιμοποίησε τη γη του, δίδοντες τους καρπούς αυτής στους φτωχούς αδελφούς. Όταν έφυγαν οι Αγαρηνοί, οι άνθρωποι γύρισαν πλέον στα πάτρια εδάφη και ο Άγιος μη μπορώντας πλέον να ζήσει στον τόπο αυτό, διότι λόγω των ισχυρών ανέμων δε μπορούσε να πλησιάσει πλοιάριο με νερό, έφυγε και από αυτόν το χώρο. Οι άνθρωποι που θυμούνταν τις ευεργεσίες του, τον παρακάλεσαν να έλθει στον τόπο τους, στο όρος Στείριον, να δει το χώρο και εάν του αρέσει να μείνει εκεί. Πράγματι ο Άγιος επισκέφθηκε τον τόπο, του άρεσε και ξεκίνησε τους αγώνες μένοντας εκεί. Καθάρισε το χώρο, εφύτευσε δέντρα, αλλά το κελί του το έστησε πιο πέρα για να αποφεύγει τους επαίνους των ανθρώπων. Ο Όσιος έζησε στο όρος Στείριον, επτά χρόνια, κατάλαβε το επερχόμενο τέλος, αποχαιρέτισε όλους τους γνωστούς και φίλους επέστρεψε στο κελί του και παρακάλεσε τους αδελφούς να εύχονται γι’ αυτόν. Μετά από τρεις μήνες επιδεινώθηκε σιγά σιγά η υγεία του, τότε όλοι οι χριστιανοί της περιοχής μόλις τα μάθαιναν με μάτια δακρυσμένα κατέφευγαν προς αυτόν για να πάρουν για τελευταία φορά την πολυπόθητη ευχή του. Την τελευταία μέρα και πλέον έχοντας καταλάβει όλοι τι θα συμβεί από λεπτό σε λεπτό, ο Όσιος ρώτησε τον πρεσβύτερο Γρηγόριο, τι ώρα είναι και όταν άκουσε ότι πλησίαζε η δύση του ηλίου, ζήτησε από το Γρηγόριο να αναγνώσει σύντομα τον εσπερινό, διότι έμελε και η αναχώρηση του ιδίου μετά τα τέλος. Ο Γρηγόριος, αμέσως μετά την ακολουθία, τον ρώτησε που θέλει να ενταφιασθεί και εκείνος από άκρα ταπείνωση του είπε «να με δέσεις και να με ρίξεις στο δάσος να με φάνει τα θηρία». Όμως εκείνος συνέχιζε κλαίγοντας να τον παρακαλά να αλλάξει γνώμη, κάτι που έκαμψε τον Όσιο και του είπε να τον θάψει στο σημείο που ήταν ξαπλωμένος, προλέγοντας ότι ο τόπος αυτός θα γίνει τόπος λατρείας του Αληθινού Θεού. Μετά από έξι μήνες, περνούσε από κει μοναχός, το όνομα Κοσμάς, στάθηκε λίγο να αναπαυθεί και στον ύπνο του είδε όραμα, που όταν το διηγήθηκε στους ντόπιους, εκείνοι του είπαν ότι ήταν θέλημα Θεού να μείνει εκεί. Ο μοναχός το δέχθηκε χωρίς δισταγμό, πήγε στο κελί του Οσίου και πραγματικά σα να τον οδηγούσε κάτι αόρατο, δούλευε. Ευπρέπισε το κελί του Οσίου, επιμελήθηκε στον τάφο του, τον ύψωσε από τη γη, τον ευπρέπισε με πλάκες και γύρω από αυτόν κατασκεύασε κάγκελο για να μη καταπατείται ο τάφος, αλλά να τον πλησιάζουν μόνο όσοι με ευλάβεια πιστεύουν στις μεσιτείες του Οσίου. Μετά από δύο χρόνια, οι μοναχοί που είχαν ζήσει κοντά του, βλέποντας τα θαύματα που συνέβαιναν και νοιώθοντας την πνευματική ανάγκη να προσφέρουν κάτι στον πνευματικό τους πατέρα, αποφάσισαν να χτίσουν μοναστήρι. Έτσι τελείωσαν το ναό της Αγίας Βαρβάρας, που ήταν ημιτελής, δημιούργησαν κελιά και χώρους φιλοξενίας των προσκυνητών. Στο χώρο που ήταν ο τάφος του Οσίου, το ανακατασκεύασαν σε σχήμα σταυρού, το έκαναν έναν ωραιότατο ευκτήριο οίκο, εκπληρώνοντας ουσιαστικά την προφητεία του Οσίου για τον ιερό αυτό τόπο και την παρουσία ανά τους αιώνες χιλιάδων ψυχών που θα βρίσκουν εκεί γιατρειά στις πνευματικές και σωματικές τους πληγές. Ο Όσιός μας λοιπόν και σήμερα αιώνες μετά, συνεχίζει να προσεύχεται για μας, να πρεσβεύει για όσους με ευλάβεια τον προσεγγίζουν, να γίνεται αρωγός και συμπαραστάτης σε όλες τις πονεμένες ψυχές που του απευθύνουν ικετήριους λόγους, Στο μοναστήρι του εορτάζεται με λαμπρότητα η κοίμησή του 7 Φεβρουαρίου (εκοιμήθη 7 Φεβρουαρίου 953 μ.Χ.) και χιλιάδες ψυχές οδηγούν τα βήματά τους, αποδίδοντας την οφειλόμενη τιμή στον Όσιο με τη σιγουριά, ότι είναι δίπλα του και τους ευλογεί.

Ἀπολυτίκιον  
(Ἦχος α’.   Τῆς ἐρήμου πολίτης.)
Τῆς Ἑλλάδος τὸ κλέος, καὶ Ὁσίων τὸ καύχημα, καὶ τὸν τοῦ Στειρείου φωστῆρα, καὶ οἰκήτορα ὅσιον, τιμήσωμεν ᾀσμάτων ἐν ὠδαίς, Λουκᾶν τὸν θεοφόρον εὐσεθῶς, τῷ Χριστῷ γὰρ οἰκειούται διαπαντός, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.

Άγιος Ρούφος ο Εκλεκτός
Συνεχίζοντας την γνωριμία με τους Βοιωτούς αγίους θα αναφερθούμε στο ιερό πρόσωπο του πρώτου επισκόπου Θηβών, Ρούφου του εκλεκτού. Πριν γεννηθεί το φως το αληθινό στον κόσμο, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, το σκοτάδι, η άγνοια, ο φόβος, ο διάβολος επικρατούσε στην ανθρωπότητα. Αιτία η πτώσις των πρωτόπλαστων. Όμως την ώρα της φυγής από τα κάλη του Παραδείσου, οι πρωτόπλαστοι, απέσπασαν από το Θεό, δήλωση σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Και αυτή πραγματοποιήθηκε με την ευλογημένη, αγιασμένη ώρα της ενανθρωπήσεως του Σωτήρος μας. Ο Χριστός ήλθε, εδίδαξε, μαρτύρησε και ενδόξως αναστήθηκε, για να στείλει το μήνυμα σε όλους, ότι ο θάνατος νικήθηκε, η αλήθεια αποκαταστάθηκε, το ψέμα εξαφανίσθηκε. Όταν δίδασκε, τον ακολουθούσαν πολλοί μαθητές και εκτός του στενού κύκλου που είχε. Είδαν να ανασταίνει νεκρούς, να εγείρει παραλύτους, να δίνει φως σε τυφλούς. Είδαν το λαό να τον επευφημεί, είδαν τον ίδιο ευεργετημένο λαό, τυφλωμένο να φωνάζει σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. Μεταξύ λοιπόν εκείνων των πιστών μαθητών, που έμειναν έως το τέλος, ήταν και ο Ρούφος, ο οποίος εμφανίζεται στην επιστολή προς Ρωμαίους του Αποστόλου Παύλου με την εξής φράση «ασπάσασθε Ρούφον τον εκλεκτόν εν Κυρίω και τη μητέραν αυτού και εμού» (Ρωμαίους ισ 13). Μετά τα λυτρωτικά γεγονότα της Αναστάσεως του Κυρίου, οι μαθηταί και οι περί αυτών φωτισμένοι από τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, διασκορπίσθηκαν στα πέρατα της οικουμένης. Έτσι προτού ο Άγιος Ρούφος λάβει το της αρχιεροσύνης μέγα αξίωμα, τα μαρτυρικά εκείνα χρόνια, βρίσκουμε σε έναν παλαιό συναξαριστή τα εξής στοιχεία τα οποία είναι απολύτως δικαιολογημένα, διότι οι ομολογούντες το Χριστό βασανίζονταν ανηλεώς, μαρτυρούσαν και πολλοί από αυτούς αναγκάσθηκαν σε φυγή. Μας λέει λοιπόν αυτό το παλαιό κείμενο ότι ο Ρούφος πήγε και έμεινε στη Ρώμη, εκλεκτό μέλος της εκεί χριστιανικής κοινότητας. Εκεί φυσικά θα φιλοξένησε και τον Απόστολο Παύλο, γι’ αυτό μετά την εγκάρδια φιλοξενία που του πρόσφερε αυτός και η μητέρα του, ο Παύλος την ονόμασε και δικιά του μητέρα. (Οι βίοι των Αγίων Μιχαήλ Γαλανού, έτος έκδοσης 1906). Μετά από αυτό λοιπόν ο Ρούφος, έχοντας λάβει τις σχετικές πνευματικές καθοδηγήσεις από τον Απόστολο των εθνών, ήλθε στη Θήβα και ξεκίνησε τον αγώνα της διαδόσεως του Ευαγγελίου, της μεταδόσεως του μηνύματος της σωτηρίας, της εγκαταστάσεως πρεσβυτέρων, διότι σίγουρα το πλήρωμα θα αύξανε, επειδή υπήρχε και η ευλογημένη στην πόλη παρουσία του Ευαγγελιστού Λουκά. Ο Χριστός μας ευλόγησε το έργο αυτό, του πρώτου μας επισκόπου και ο τόπος μας, η Βοιωτία μας, η Θήβα μας, γνώρισε δια των πρεσβειών του, στον Ουράνιο Θρόνο του Κυρίου, μεγάλες ιερές προσωπικότητες. Αγίους πατέρες, Οσίους, μάρτυρες, που λάμπρυναν την περιοχή μας. Αυτόν λοιπόν τον πρώτο επίσκοπο, τον Άγιο Ρούφο τον εκλεκτό, εμείς οι απόγονοί του, πρέπει με ιδιαίτερη ευλάβεια να τον τιμούμε, την ημέρα της εορτής του 8 Απριλίου, να τον προσεγγίζουμε πνευματικά, έχοντας απόλυτη σιγουριά ότι πρεσβεύει για τα πνευματικά του τέκνα, να γνωρίζουμε ότι έχουμε αρωγό και προστάτη κάποιον που θυσιάστηκε για να έχουν οι πρόγονοί μας, όπως και εμείς σήμερα, την Αλήθεια στη ζωή μας, που δεν είναι άλλη από τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό.

Ἀπολυτίκιον 
(Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός)
Ἐξάριθμος χορός, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, ὑμνείσθω ἱερῶς, μελωδίαις ᾀσμάτων, Ἐρμᾶς καὶ Ἀσύγκριτος, Ἠρωδίων καὶ Ἄγαβος, σὺν τῷ Φλέγωντι, καὶ τῷ θεόφρονι Ρούφω, τὴν Τριάδα γάρ, διηνεκῶς δυσωπούσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ὡς μύσται Χριστοῦ, καὶ Ἀποστόλων σύσκηνοι, ἐν πάσῃ τῇ γῇ, τὴν τούτου συγκατάβασιν, Μαθηταί ἑξάριθμοι, ὡς λαμπάς ἑξάφωτος φάναντες, ἐλύσατε σκότος δεινόν, πυρσεύοντες πᾶσιν, ἀληθείας τὸ φῶς.


Άγιος Ρηγίνος ο Λεβαδεύς
Καταγόταν από τη Λιβαδειά και έζησε κατά τον 4ο αιώνα. Έγινε Επίσκοπός της νήσου Σκοπέλου, η οποία εκκλησιαστικά υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Χαλκίδος. Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Σαρδικής, ίσως και στην Α΄ Οικουμενική. Σφράγισε το βίο του μαρτυρικώς, αφού η τιμία κεφαλή του απετμήθη από τον ηγεμόνα της Ελλάδος.

Στις 25 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Ρηγίνου του Λεβαδέως.


Απολυτίκιον.
Ἦχος πλ.δ΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Δεῦτε, πάντες, Ρηγῖνον ἀνευφημήσωμεν ἱερομάρτυρα θείον, τῆς Λεβαδείας βλαστόν καί Σκοπέλου ἐνθεώτατον ἐπίσκοπον, ὅτι ὀρθῶν προασπισθείς τῶν δογμάτων καί ὁδόν ἀνύσας τοῦ μαρτυρίου ἡμῶν θερμότατος πρέσβυς πρός τόν Θεόν τῶν πάντων γέγονε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις, Λεβαδείας λαμπρέ φωστήρ, χαίροις, τῆς Σκοπέλου ἱεράρχης τε καί ποιμήν, χαίροις, Ὀρθοδόξων Πατέρων κοσμιότης, Ρηγίνε ἀθλοφόρε, μάρτυς στεῤῥότατε.


Όσιος Γερμανός ο εν Σαγματά
Ο Όσιος Γερμανός ο εν Σαγματά που έζησε στους σκοτεινούς χρόνους της δουλείας (1480 - 1540 μ.Χ.) είναι άλλη μια ασκητική μορφή που σαν φωτεινό αστέρι φωτίζει την Εκκλησία της Βοιωτίας και εορτάζει στις 26 Ιανουαρίου. Ο βιογράφος του τον ονομάζει «πνευματοφόρο» αφού η προσωπικότητά του έλαμπε από τα πνευματικά χαρίσματα και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, ώστε έφθασε σε ύψη ηθικής και πνευματικής τελειότητος, γενόμενος διδάσκαλος και καθοδηγητής των συνασκητών του.

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς
Η τελευταία αλλά ή σπουδαιότερη μορφή αγίου που έδρασε στην Βοιωτική γή είναι ο Ευαγγελιστής Λουκάς
Το Ιερό πρόσωπο του Ευαγγελιστού Λουκά είναι αυτό, που με την Ιερή του παρουσία ευλόγησε τον τόπο μας και έδιωξε το σκοτάδι της ειδωλολατρίας από την περιοχή μας. Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς, γεννήθηκε στην περιοχή της Αντιόχειας της Συρίας, ήταν Έλληνας και από μικρός ασχολήθηκε με τα γράμματα, έτσι γνώρισε τη Συριακή γλώσσα, την Εβραϊκή και φυσικά άψογα την Ελληνική. Φαίνεται δε ότι στο Ευαγγέλιό του και στις πράξεις των Αποστόλων που έγραψε, να χειρίζεται άψογα την Ελληνική γλώσσα. Συνέχισε τις σπουδές του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και τις ολοκλήρωσε στην Ελλάδα, γνωρίζοντας την ελληνική σοφία. Είχε μάθει την ιατρική επιστήμη, που εξασκούσε και επίσης είχε και το χάρισμα της ζωγραφικής. Στην αρχή όπως όλοι την εποχή εκείνη, που δε γνώριζαν την Αλήθεια, ζούσε μέσα στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας, όταν όμως γνώρισε τις διδασκαλίες του Ευαγγελίου, κατάλαβε ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας του κόσμου, ασπάσθηκε το Ευαγγέλιο και έγινε θερμός μαθητής του ευρύτερου κύκλου των μαθητών του Σωτήρος και αγωνίσθηκε για τη διάδοση της μόνης αληθινής διδασκαλίας Του. Ακολούθησε τον Απόστολο Παύλο παντού, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, μέχρι το μαρτυρικό του θάνατο. Τον συνόδευσε σε όλα τα μέρη, δε λογάριασε κόπους, δε φοβήθηκε τις παγίδες των Ιουδαίων, δεν υπολόγισε τη δολιότητα των ειδωλολατρών. Δοκίμασε όλα τα δεινά μαζί δίπλα στον Απόστολο Παύλο. Γι’ αυτό και λαμβάνει από κείνον το όνομα «Αγαπητός». Δεκαπέντε χρόνια μετά την Ανάληψη του Κυρίου, φωτισμένος από τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, γράφει το τρίτο στη σειρά Ευαγγέλιο, καταγράφοντας τις διηγήσεις από το στενό κύκλο των μαθητών και τις πράξεις των Αποστόλων, ακούγοντας τα γεγονότα από τους αυτόπτες μάρτυρες, που ήταν φυσικά οι Άγιοι του Κυρίου Απόστολοι. Μάλιστα μόνο αυτός από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, αναφέρει τη γέννηση του Τιμίου Προδρόμου, τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, θα τολμούσαμε δε να πούμε ότι εκείνος διηγείται και πιο έντονα τη Γέννηση του Χριστού. Όταν διαβάζει κανείς το σημείο εκείνο, είναι σα να βλέπει μπροστά του το Χριστό ξαπλωμένο στη φάτνη, τους ποιμένες να θαυμάζουν και τους Αγγέλους να ψάλλουν «δόξα εν υψίστοις Θεώ». Τα γεγονότα αυτά το πιο πιθανό είναι να του τα διηγήθηκε η ίδια η Παναγία μας. Προς το Θεόφιλο, που έγγραψε το Ιερό Ευαγγέλιο γράφει και τις Πράξεις των Αποστόλων. Εκεί γίνεται αναφορά στην Ανάληψη του Κυρίου, στην ομιλία του Αποστόλου Πέτρου στο λαό την ημέρα της Πεντηκοστής, στο λιθοβολισμό του Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος από τους Ιουδαίους, στα θαύματα του Αποστόλου Πέτρου. Έντονα όμως ασχολείται με τον Απόστολο Παύλο, πως πίστεψε το Χριστό, πως βαπτίσθηκε από τον Ανανία και στη συνέχεια, τον αγώνα που έκανε στους λαούς για να γνωρίσουν το Χριστό και φυσικά αναλύει το μαρτυρικό του τέλος στη Ρώμη. Όμως καλλιέργησε και το χάρισμα της ζωγραφικής. Από κείνον έχουμε κατά την Ιερά μας Παράδοση το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία όταν είδε για πρώτη φορά το έργο του Αποστόλου είπε «η χάρις του εξ εμού τεχθέντος δι εμού μετ’ αυτών», δηλ. η Χάρις του Χριστού που γεννήθηκε από μένα να είναι δια μέσω εμού πάντα με τις εικόνες αυτές». Η παράδοσή μας διασώζει τρεις εικόνες ως έργα των χειρών του, η μία βρίσκεται στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, όπου η Ιερά εικόνα βρέθηκε πάνω στην Αγία Τράπεζα που τελούσε την αναίμακτη θυσία ο Απόστολος Λουκάς, η δεύτερη βρίσκεται στην πόλη Βιλίνα, στη Μικρή Ρωσία, αυτή είναι κοσμημένη με χρώματα και πολύτιμους λίθους και η τρίτη βρίσκεται στο Μοναστήρι του Κύκου στην Κύπρο. Βέβαια υπάρχουν και άλλες εικόνες, όπως η Οδηγήτρια στην Κωνσταντινούπολη, που οι Αυτοκράτορες κρατούσαν μπροστά στα Βυζαντινά στρατεύματα και οδηγούσαν τις μάχες και φυσικά στην πόλη μας, η εικόνα της Μεγάλης Παναγίας στον ομώνυμο ναό.
Ο Απόστολος Λουκάς λοιπόν, μετά το θάνατο του Αποστόλου Παύλου, έρχεται στη Θήβα, την οποία ουσιαστικά γλιτώνει από το σκοτάδι της ειδωλολατρείας. Δημιουργεί στην πόλη ένα ιεραποστολικό ορμητήριο. Φθάνει στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και σε πολλά μέρη της Ασίας. Πάντα όμως επιστρέφει στο χώρο τον οποίο πλέον θεωρεί πατρίδα του, δηλ. τη Θήβα. Σε ηλικία ογδόντα ετών, συλλαμβάνεται από μαινόμενο πλήθος ειδωλολατρών, βασανίζεται ανηλεώς και απαγχονίζεται σε μία ελιά. Με αυτό το μαρτυρικό τρόπο, παραδίδει τη ζωή του στο Σωτήρα Χριστό. Οι χριστιανοί της πόλεως, παίρνουν το ευλογημένο σκήνωμά του και το θάβουν στην περιοχή Πολυάνδρειον.  Η συγκεκριμένη περιοχή, ήταν ο χώρος που οι Θηβαίοι έθαβαν τους ηρωϊκώς πεσόντας. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος γράφει: «ετάφη εν Θήβαις της Βοιωτίας, όπου το σώμα αυτού κατέθη μεταξύ μνημείων πολλών, προσευχή των πιστών καταμηνύεται». Στο χώρο ταφής του Αγίου Λουκά, υπάρχει ναός προς τιμή Του και μέσα στο ναό, στο δεξιό μέρος, η λάρνακα που ετάφη. Συμβαίνει συχνά ένα θαυμαστό γεγονός, ο τάφος του Αγίου ιδρώνει και το υγρό αυτό είναι φάρμακο για τις ασθένειες των οφθαλμών. Το Άγιό του Λείψανο μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Άγιο Αρτέμιο, με εντολή του Αυτοκράτορα Κωνστάντου το 313 μαζί με το Ιερό Λείψανο του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου και του Αγίου Τιμοθέου από την Έφεσο. Τα Ιερά Λείψανα κατατέθηκαν στο μεγαλοπρεπή ναό των Αγίων Αποστόλων της Βασιλεύουσας. Το Τίμιο Λείψανό του ήταν ένα από τα πολλά κλεμμένα των Σταυροφόρων Δυτικών, όταν άλωσαν την Πόλη. Το μετέφεραν στη Ρώμη, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται. Με πολλές προσπάθειες και προσευχητικό αγώνα, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κύριος Ιερώνυμος, κατάφερε να πάρει, ένα μικρό μέρος του Ιερού Λειψάνου, ως Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας και να το επαναφέρει με τις πρέπουσες τιμές στον τόπο όπου ουσιαστικά ανήκει, στην αγιασμένη γη της Βοιωτίας, προς ευλογία των χριστιανών της πόλεως αλλά και όλης της Ελλάδας. Το μήνυμα του Αποστόλου Λουκά είναι ένα και διαχρονικό, προς όλους μας: Αγωνισθείτε για τη διάδοση του Ιερού Ευαγγελίου, της μίας Αληθινής Πίστης και θα λάβετε από το Σωτήρα Χριστό το δώρο και το «μισθό» του Αποστόλου.


Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του στις 18 Οκτωβρίου. 

Ἀπολυτίκιον
Λουκᾶν τὸν θεηγόρον καὶ τοῦ Παύλου συνέκδημον καὶ Εὐαγγελίου τοῦ τρίτου συγγραφέα θεόπνευστον, ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν, πιστοί, ὡς ἄξιον ἐργάτην τοῦ Χριστοῦ. Τῷ φωτι γὰρ τοῦ Κυρίου καταυγασθεὶς μετέδωκε φῶς τῷ κόσμῳ. Γράψας τὰς θαυμαστὰς παραβολάς, σύστασιν ἐκκλησίας τε τῇ ἐπελεύσει τοῦ πνεύματος ἱστορησάμενος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μαθητὴς γεvόμενος τοῦ Θεοῦ Λόγου, σὺν τῷ Παύλῳ ἅπασαν, ἐφωταγώγησας τὴv γῆν, καὶ τὴν ἀχλὺν ἀπεδίωξας, τὸ θεῖον γράψας, Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.


Σύναξις Βοιωτών Αγίων
Οι Βοιωτοί Άγιοι τιμώνται το τελευταίο Σάββατο του Μαΐου εκάστου έτους

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τόν δεκάριθμον δῆμον τῶν Ἁγίων τιμήσωμεν, τῶν ἐν Βοιωτίᾳ λαμψάντων ἀρετῆς τελειότητι, δυάδα Ἀποστόλων ἱερῶν, ἐξάριθμον χορόν δέ Ἀσκητῶν, σύν δυσίν Ἀρχιερεῦσι τοῖς θαυμαστοῖς, καί πρός αὐτούς βοήσωμεν˙ δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ἡμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Βοιωτῶν τούς Ἐφόρους ἀνευφημήσωμεν, Λουκᾶν Ἀπόστολον Ροῦφον, Στειρίου κλέος Λουκᾶν, Σεραφείμ, Νικήταν, Κλήμεντα, Μελέτιον, Ρηγῖνον καί σύν Γερμανῷ Ἰωάννην τόν σοφόν ἐπίσκοπον, Καλοκτένην, αὐτῶν λιτάς τάς ἀόκνους πρός τόν Σωτῆρα ἐκδεχόμενοι.

Κοντάκιον
Ήχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τήν δεκάριθμον Ἁγίων χορείαν, τῆς Βοιωτίας τούς λαμπρούς πολιούχους, ὡς ἐν αὐτῇ ἐκλάμψαντας ὑμνήσωμεν˙ βίου γάρ λαμπρότητι, διαφόροις ἐν χρόνοις, τόν Χριστόν ἐδόξασαν, καί λαμπρῶς δοξασθέντες, ὑπέρ ἡμῶν πρεσβεύουσιν ἀεί, τῶν εὐφημούντων, αὐτῶν τήν ὁμήγυριν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ἡ δεκάριθμος καί σεπτή, χορεία Ἁγίων, Βοιωτίας οἱ ἀρωγοί, καί πρός τόν Δεσπότην, θερμότατοι μεσίται, καί πάσης Ἐκκλησίας, ἐγκαλλωπίσματα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σεραφείμ, Νικήταν, Ροῦφον, Λουκάν, Κλήμεντα, Ρηγίνον, Καλοκτένην τε Γερμανόν, καί σύν Μελετίῳ, Λουκάν πνευματοφόρον ως Βοιωτῶν προστάτας ὕμνοις γεραίρομεν.

Πηγές
  1. ΒΟΙΩΤΙΚΟΝ ΛΕΙΝΩΝΑΡΙΟΝ ΤΟΜΟΣ Α, ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΒΕΡΑΤΙΟΥ ΑΥΛΩΝΟΣ ΚΑΙ ΚΑΝΙΝΗΣ Κ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ
  2. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ & ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΟΣΙΟΥ ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ, ΕΚΔ. Ι.Μ. ΟΣΙΟΥ ΜΕΛΕΤΙΟΥ, ΑΘΗΝΑ 1996
  3. ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 1 ΟΣΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ, Δ. Ζ. ΣΟΦΙΑΝΟΥ
  4. ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑ ΒΙΒΛΙΟΝ Γ’, ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ  1978
  5. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΑΓΙΟΥ ΡΙΓΙΝΟΥ,  ΘΕΟΛΟΓΟΥ Γ. ΜΑΓΚΡΙΔΗ, ΑΘΗΝΑ 2006
  6. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΝΙΚΗΤΑ ΤΟΥ ΕΚ ΘΗΒΩΝ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Επιμέλεια-Σύνταξη κειμένου

π. Νικόδημος Κάστιζας
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...