Εγώ οίδα και πέπεισμαι ακριβώς, άχραντε Θεοτόκε, ότι ούκ
ειμί άξιος ατενίσαι όλως, ούτε ικανός ιδείν είς τό ύψος του ουρανού από του
βάρους των εμών κατακαμπτόμενος αμαρτιών. Και
δίκαιον έστιν εμέ τόν άσωτον, εμέ τόν βέβηλον, τόν υπέρ πάντα άνθρωπον
άμαρτήσαντα, μισείσθαι ώς βέβηλον, υπό σου της καθαράς, υπό σου της άμωμου, υπό
σου της ασπίλου και ψυχήν καί σώμα. Αλλ' επειδή Μήτηρ εδείχθης του μή δικαίους
ελθόντος καλέσαι, αλλά αμαρτωλούς είς
μετάνοιαν, ιδού φόβω προσέρχομαι σοι, συγχώρησιν αιτούμενος λαβείν διά σου
των εμών αμύθητων πταισμάτων.
Μή ουν παρίδης με, Δέσποινα Θεοτόκε, τόν αμελή, τόν
άκάθαρτον, τόν ανάξιον του ουρανού και της γής και άξιον πάσης κολάσεως καί
τιμωρίας, τόν υπέρ πάσαν τήν των ανθρώπων φύσιν αμαρτήσαντα, αλλά την του
αγαθού Υιού καί Θεού σου μιμησαμένη ευσπλαγχνίαν τε καί φιλανθρωπίαν, έπιδε
έπ'εμέ ιλέω σου όμματι καί δέξαι μου τήν ευτελή καί ράθυμον ταύτην δέησιν, καί
ταύτην τω σω Υιώ καί Θεώ προσάγουσα, περιποίησόν μοι συγχώρησιν, Πάναγνε, ων
άφρόνως έν τω βίω ετέλεσα, ενδυναμούσά με ταίς προς τόν Υιόν σου ευπροσδέκτοις
δεήσεσι, προθύμως φθάσαι και προς τάς μεσημβρινάς και νυκτερινάς, μεσονύκτιους
τε και εωθινάς λειτουργίας.
Ναί, Δέσποινα Θεοτόκε, μή απώση μου τους εγκαρδίους
στεναγμούς, μή παρίδης μου τους οδυρμούς, μή παραβλέψης μου τόν διάπυρον προς
σέ πόθον, μή σβέσης μου τήν προς σέ προσδοκίαν, μή άποβάλης τήν οικτράν μου
δέησιν, μή απορρίψης με από του προσώπου
σου, ίνα μή ό πονηρός εχθρός της σης σκέπης και αντιλήψεως έρημον και γυμνόν με
εύρων, εις τέλος ταπεινώση και καταπίη με. Διά τούτο πρόφθασον και
αντιλαβού μου, Πανάμωμε, τού αμαρτωλού και ταπεινού, και λύτρωσαί με της πικράς τυραννίδος του διαβόλου, ρύσαι με τής των
πονηρών δαιμόνων ενέδρας και επιβουλής, και αξίωσόν με απροσκόπτως βιώσαι και
τής ουρανίου τυχείν βασιλείας. Έχεις γάρ τό δύνασθαι, ώς Μήτηρ ούσα Θεού,
όπως κάγώ διά σου σωτηρίας επιτυχών, μεγαλύνω διά παντός και δοξάζω σου τήν
βεβαίαν αντίληψιν. Ότι ευλογημένη υπάρχεις είς τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.