Σε ένα από τα κελιά της σκήτης του Πρωτάτου που ήταν
αφιερωμένο στη Κοίμηση της Θεοτόκου, μόναζε ένας Γέροντας Ιερομόναχος, ο
Σεραφείμ, με τον υποτακτικό του. Το απόγευμα του Σαββάτου ο Γέροντας πήγε στην
καθιερωμένη αγρυπνία αφήνοντας τον υποτακτικό του στο κελί. Μόλις πέρασε το
απόγευμα ένας ξένος μοναχός χτύπησε τη πόρτα του κελιού και αφού του άνοιξε ο
υποτακτικός πέρασε τη νύχτα του εκεί.
Μαζί τέλεσαν την ακολουθία του Όρθρου
όταν ο μεν υποτακτικός έψαλε “Την Τιμιωτέρα των Χερουβείμ”, ο δε επισκέπτης μοναχός
τον ύμνο : “Άξιον εστίν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον...” και στο τέλος
σύναπτε και “Την Τιμιωτέρα των Χερουβείμ”. Ο υποτακτικός του είπε ότι δεν
γνωρίζουν τον ύμνο που έλεγε και ότι έψαλλαν μόνο “Την Τιμιωτέρα των
Χερουβείμ”., ζητώντας του παράλληλα να του γράψει τον ύμνο αυτό για να τον λέει
κι αυτός με τον Γέροντά του. Η έλλειψη χαρτιού για τη γραφή του ύμνου, ώθησε
τον επισκέπτη μοναχό να χαράξει με το δάκτυλό του πάνω σε πλάκα μαρμάρινη τον
ύμνο, σαν να ήταν από πηλό. Αφού παράγγειλε στον υποτακτικό να λένε τον ύμνο
αυτοί και όλοι οι Ορθόδοξοι, έγινε άφαντος και ήταν μάλλον ο Αρχάγγελος
Γαβριήλ. Μόλις επέστρεψε ο Γέροντας Σεραφείμ στο κελί μετά το πέρας της
αγρυπνίας, άκουσε τον υποτακτικό του να ψάλλει τον ύμνο και είδε την μαρμάρινη
πλάκα με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. Αφού ο Γέροντας έμεινε έκπληκτος με την
αγγελοφάνεια, πήραν τη πλάκα και την έδειξαν στους άλλους Γεροντάδες του
Πρωτάτου, διηγούμενοι παράλληλα το θαύμα, δόξασαν τον Θεό και την έστειλαν στην
Κωνσταντινούπολη στον Πατριάρχη και τον Αυτοκράτορα. Έκτοτε ο υπέροχος ύμνος
“Άξιον εστίν” ψάλλεται σε όλη την οικουμένη, η δε εικόνα της Παναγίας που
υπήρχε στο κελί αυτό, μεταφέρθηκε από τους Πατέρες στο ιερό σύνθρονο του Αγίου
Βήματος του Πρωτάτου, αφού μπροστά σε αυτή ψάλθηκε για πρώτη φορά ο ύμνος, ενώ
το κελί πήρε την ονομασία “Άξιον εστί”. Το Θαύμα του Αρχαγγελικού ύμνου “Άξιον
εστί”, λέγεται ότι έλαβε χώρα τον 10ο αιώνα επί της Πατριαρχείας του Νικόλαου
Χρυσοβέργη.
ΠΗΓΗ: ΑΝΩΤΕΡΑ
ΕΠΙΣΚΙΑΣΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΘΩ, ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ 1861, σ. 3 κ.ε.