+Ανδρέα
Θεοδώρου, Καθηγητή Πανεπιστημίου
Η αγιότητα είναι βασική ιδιότητα της ενέργειας και της φύσεως του Θεού. Σημαίνει απουσία από την πανακήρατη φύση κάθε ίχνους κακίας, στην οποιαδήποτε μορφή της. Ο Θεός είναι οντολογικά άγιος, διότι η ουσία του είναι «φύσει αγαθή». Η κακία αφ’ έτερου είναι οντολογικά ανύπαρκτη. Δεν ανήκει στην κλίμακα των υπαρκτών όντων, αλλά είναι επιφαινόμενο. Φαίνεται, δεν είναι, και λαμβάνει την υπόστασή της εκεί, όπου τα λογικά όντα απομακρύνονται ελεύθερα από το Θεό. Όπου απουσιάζει το αγαθό, εκεί εμφανίζεται η αμαρτία, η όποια εξαφανίζεται, όταν εμφανιστεί πάλιν εκείνο (το αγαθό). Έτσι και το φως, όταν αναχωρεί, παραχωρεί τη θέση του στο σκοτάδι, το οποίο με τη σειρά του αφανίζεται, όταν επανεμφανιστεί εκείνο.
Η αγιότητα είναι βασική ιδιότητα της ενέργειας και της φύσεως του Θεού. Σημαίνει απουσία από την πανακήρατη φύση κάθε ίχνους κακίας, στην οποιαδήποτε μορφή της. Ο Θεός είναι οντολογικά άγιος, διότι η ουσία του είναι «φύσει αγαθή». Η κακία αφ’ έτερου είναι οντολογικά ανύπαρκτη. Δεν ανήκει στην κλίμακα των υπαρκτών όντων, αλλά είναι επιφαινόμενο. Φαίνεται, δεν είναι, και λαμβάνει την υπόστασή της εκεί, όπου τα λογικά όντα απομακρύνονται ελεύθερα από το Θεό. Όπου απουσιάζει το αγαθό, εκεί εμφανίζεται η αμαρτία, η όποια εξαφανίζεται, όταν εμφανιστεί πάλιν εκείνο (το αγαθό). Έτσι και το φως, όταν αναχωρεί, παραχωρεί τη θέση του στο σκοτάδι, το οποίο με τη σειρά του αφανίζεται, όταν επανεμφανιστεί εκείνο.
Στο στάδιο της θείας οικονομίας, η
αγιότητα του Θεού είναι η θεία του ενέργεια στην πολλαπλή σχέση της προς τις
ελεύθερες πράξεις των λογικών κτισμάτων. Από τη θεία ενέργεια απορρέει και προς
αυτήν αναφέρεται κάθε ιδέα κτιστής αγιότητας. Ο Θεός, ως δημιουργός, έθεσε στα
όντα την ηθική τάξη και τους ηθικούς νόμους του την τήρηση των οποίων απαιτεί,
τιμωρώντας τις όποιες παραβάσεις τους. Από την άποψη αυτή ο Θεός είναι δίκαιος,
και κατ’ επέκταση κριτής των ηθικών ενεργειών των πλασμάτων του.
Στο μυαλό μας η αγιότητα του Θεού νοείται
σε συνδυασμό με την ηθική ποιότητα των ενεργειών του ανθρώπου. Ό,τι κακό
παρατηρείται σ’ αυτόν, το απομακρύνουμε από την καθαρή και αμόλυντη θεία φύση.
Ως γνωστόν, με τον τρόπο αυτό δουλεύει η άποφατική θεολογία, η όποια αφαιρεί
από την ουσία του Θεού κάθε τι το κακό, ατελές και άναγνο, που παρατηρείται
στην ηθική περιοχή του όντος. Διά των αφαιρέσεων φθάνουμε στην απόλυτη
τελειότητα του Θεού. Η αγιότητα είναι έκφραση της τελειότητας αυτής.
Ο Θεός είναι άγιος. Έτσι τον είδαν και
τον έψαλλαν οι άγγελοι σύμφωνα με το όραμα του Ησαΐα: «΄Αγιος, άγιος, άγιος
Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». Και επειδή ο Θεός δεν
αρέσκεται σε υπερβολές (προς τί άλλωστε;), η αγιότητα του είναι εκφρασμένη απλά
σε θετικό βαθμό. Όπως είναι εκφρασμένη και η αγιότητα του Χριστού: «άγιοι
γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α΄ Πέτρ. α’, 16), και όπως και του Πνεύματος του
Θεού, το οποίο προσωνυμείται απλά «άγιον» («Πνεύμα άγιον»), τόσο στη σειρά της
Αγ. Τριάδος, όσο και στις πολλές μαρτυρίες της θείας Γραφής. Βέβαια υπάρχουν
και προσωνυμίες σε βαθμό υπερθετικό: την Τριάδα αποκαλούμε «Παναγίαν»
(«Παναγία Τριάς ελέησον ήμας…»), όπως «Παναγία» προσαγορεύεται και η Μητέρα του
Χριστού. Τα επισημαίνω αυτά, γιατί εδώ στη γη συμβαίνουν άλλα πράγματα…
Το ιερό Σύμβολο της Πίστεως αποκαλεί την
Εκκλησία «αγίαν»: «Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Την
αγιότητά της η Εκκλησία αντλεί από την αόρατη και μυστική της κεφαλή, το
Χριστό: «καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ
αυτής, ίνα αυτήν αγιάση…, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον την εκκλησίαν, μη
εχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων, αλλ’ ίνα η αγία και άμωμος» (Εφ. ε’
26, 27). Περαιτέρω είναι αγία η Εκκλησία, γιατί και η χάρη του Αγ. Πνεύματος,
που την εμπνέει και την οδηγεί είναι αγία, όπως άγιος είναι και ο σκοπός της,
δηλαδή η αγιοποίηση των αμαρτωλών μελών της. Τη μεταφυσική αγιότητα της
Εκκλησίας δεν μειώνει το γεγονός, ότι τα μέλη της, άνθρωποι ατελείς και
έμπερίστατοι, είναι αμαρτωλά. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει η Εκκλησία, για ν’
αγιάζει τα ασθενή μέλη της και να τα οδηγεί στην ηθική και πνευματική τους
τελειοποίηση.
Άγια, τέλος, είναι και άλλα μεγέθη
πνευματικά και υλικά. Άγιος είναι ο Νόμος του Θεού (Ρωμ. ζ’, 12), ως
συγκεκριμένη έκφραση του αγίου του θελήματος, η τήρηση του οποίου δεσμεύει κάθε
άνθρωπο. Άγιες είναι οι θείες Γραφές (Ρωμ. α’ 2), στις οποίες είναι
καταχωριμένη η αλήθεια, την οποία φανέρωσε στον κόσμο ο σαρκωθείς Λόγος του
Θεού. Άγιος είναι και ο χριστιανικός ναός μαζί με όσα υπάρχουν σ’ αυτόν, τα
αφιερωμένα στη λατρεία του Θεού. Άγια είναι και τα ιερά μυστήρια, και προ
πάντων η θεία Ευχαριστία, διά των οποίων αναγεννάται και τρέφεται πνευματικά ο
άνθρωπος, και άλλα πολλά.
Στο ηθικοπνευματικό πεδίο η αγιότητα
εκφράζεται ως κατάσταση, στην οποία φτάνει ο άγιος, ως τέλειος και ολοκληρωμένος
χριστιανός. Είναι αγιότητα σχετική, συγκρινόμενη με την απόλυτη αγιότητα του
Χριστού, τον οποίο δεν εσπίλωσε κανένα ίχνος αμαρτίας (Α΄ Πέτρ, β’ 22), και ο
οποίος δεν είχε καν τη δυνατότητα ν’ αμαρτήσει, λόγω της συνθέσεως του
θεανδρικού προσώπου του.
Όπως εύκολα νοείται, η αγιότητα δεν είναι
τέλεια από την αρχή και στατική, φυτευμένη στη φύση του ανθρώπου, αλλά
κατάσταση δυναμική και εξιλεωτική. Δεν γεννιέται κανείς άγιος, αλλά γίνεται.
Το πρώτο αποτελεί αντίφαση. Αρετή και στάση είναι πράγματα αντιφατικά Για να
γίνεις άγιος πρέπει να διανύσεις πολύ δρόμο να δουλέψεις επίμονα κι εντατικά,
φυσικά πάντοτε με τα όπλα του φωτός (Ρωμ. ιγ’ 12) και με τη χάρη του Θεού να
πολεμήσεις την ευπερίστατη αμαρτία (Εβρ. ιβ’ 1) και τις μεθοδείες του διαβόλου
(Εφ. ζ’ 11)· να καθαρίσεις επιμελώς το σώμα και τη ψυχή σου από πάθη αμαρτωλά
(Α’ Κορ. ζ’ 1), από επιθυμίες και σκέψεις και λογισμούς πονηρούς, από τη φιληδονία
της σάρκας και την κακία στην όποια μορφή της, που κουβαλάει μέσα του κάθε
άνθρωπος, για να φθάσεις «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ.
δ’ 13). Παράλληλα πρέπει να κοσμήσεις τη ψυχή σου με τις ουρανοδρόμες αρετές,
την ταπείνωση, την πίστη και την αγάπη. Όταν φτάσει κανείς ν’ αγαπά σωστά το
Θεό (Ματθ. κβ’ 37), τότε αγγίζει τα όρια της σχετικής αγιότητας.
Με άλλα λόγια, η θεία «εικών», που
υπάρχει στην πλάση κάθε ανθρώπου (Γεν. α’ 27) και εντοπίζεται στο λογικό, το
νοερό και το αυτεξούσιο της ψυχής του στη θετική της φορά στο αγαθό και το Θεό,
πρέπει να γίνει «ομοίωσις», που σημαίνει να μοιάσει κανείς, σε μια πορεία
εξελικτική, μ’ εκείνο που είναι ο Θεός, το οποίο απηχείται στη ψυχή του και
δημιουργεί πνευματική συγγένεια με τον πλαστουργό του. Αυτό ισοδυναμεί με τη
χαρισματική θέωση του πιστού. Ο άγιος είναι ο θεωμένος άνθρωπος, ο θείας φύσεως
κοινωνός (Β΄ Πέτρ. α’ 4), ο οικείος Θεού (Εφ. β’ 20). Η θέωση είναι το όριο στο
οποίο εξαντλείται, και με το οποίο ταυτίζεται η αγιότητα του ηθικού όντος. Το
μέγεθος αυτό, αρχόμενο από την παρούσα ζωή, θα ολοκληρωθεί μελλοντικά στην
αιώνια θεία βασιλεία.
Στο ζήτημα της θεώσεως των αγίων είναι
πολύ ευαίσθητη η ορθόδοξη ψυχή. Πώς όμως νοούμε τη θέωση; Εδώ πρέπει να
κάνουμε μια πολύ σημαντική διασάφηση. Η θέωση δεν σημαίνει αφομοίωση της ουσίας
του ανθρώπου με την ουσία του Θεού, πράγμα που πολλοί νομίζουν, ότι διαβλέπουν
στο ορθόδοξο δόγμα. Η κτιστή ανθρώπινη φύση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ν’
αφομοιωθεί με την άκτιστη θεία. Δεν μπορούν να χαθούν οι κτιστοί χαρακτήρες
της, που την προσδιορίζουν ως πεπερασμένο δημιούργημα. Η μετάπτωση της ανθρώπινης
φύσεως στη θεία είναι αδύνατο να γίνει, δεδομένης της απειρίας και της
απόλυτης υπερβατικότητος της ουσίας του Θεού, η όποια είναι απρόσιτη,
ακοινώνητη και αμέθεκτη. Η θέωση δεν σημαίνει πανθεϊστική ανάχυση και
απορρόφηση του κτιστού από το άκτιστο (παράδειγμα: μια σταγόνα ξύδι στον
απέραντο ωκεανό), ένα είδος μονοφυσιτικής ουσιώσεως στο πέλαγος της θείας
απειρίας. Ο άνθρωπος σ’ αυτήν παραμένει άνθρωπος και ο Θεός, Θεός. Το πράγμα
είναι τόσο σαφές, ώστε να μην επιδέχεται αμφισβήτηση. Κι όμως η θέωση, για την
οποία μιλάμε, δεν είναι απλό σχήμα λόγου, ιδέα διάκενη ή ψιλός συμβολισμός της
ηθικής τελειώσεως του ανθρώπου, αλλά θέωση πραγματική, μεταφέρουσα όλο το
σημαινόμενο της λέξεως. Ο άνθρωπος γίνεται θεός (με μικρό βέβαια θ). Και φυσικά
δεν πρόκειται περί παραδοξολογήματος, ούτε περί αντιφάσεως προς όσα σημειώσαμε
πιο πάνω. Κατά την ορθόδοξη πίστη, η θέωση είναι ουσιώδης μετοχή στη θεότητα,
όχι βέβαια στην υπερβατική και αμέθεκτη ουσία του Θεού, αλλά στην άκτιστη θεία
του ενέργεια, η οποία πηγάζει αϊδίως από τη θεία ουσία, ως ο άφθαρτος και
εγγενής πλούτος της, είναι θεοπρεπής διάκριση, όπως είναι και οι τριαδικές
υποστάσεις στη θεότητα, χωρίς να επιφέρει σύνθεση στην απλότητα εκείνης. Η θεία
ενέργεια είναι αληθινός Θεός, εκφράζει την απρόσιτη και ανέκφραστη θεία φύση
και είναι εξωτερικά κοινωνητή και μεταδότη. Δι’ αυτής φανερώνεται ο Θεός στον
κόσμο, αγιάζονται οι λογικές φύσεις και συνάπτεται ο άνθρωπος με το Θεό.
Άκτιστη χάρη και άκτιστη θεία ενέργεια είναι ταυτόσημες. Ο άνθρωπος, μετά από
μακρά κάθαρση από την αμαρτία και την κόσμηση της ψυχής του διά των
ουρανοδρόμων αρετών, ενούται με τη φωτεινή ακτίνα της θείας ενέργειας, με τη
χάρη δηλαδή, λαμπρύνεται και θεοποιείται. Η ένωση αυτή του κτιστού με το
άκτιστο δεν είναι απλή ηθική επαφή (αυτό στη χριστολογία έλεγε ο
Νεστοριανισμός), αλλ’ανάκραση πραγματική, περιχώρηση της ανθρώπινης ουσίας από
τη φωτεινή ενέργεια του Θεού. Με αυτή την έννοια θα λάμψουν οι δίκαιοι στη
βασιλεία των ουρανών, όπως ο ήλιος (Ματθ. ιγ’ 43). Είναι θέωση κυριολεκτική,
χωρίς αυτό να σημαίνει και πανθεϊστική ανάχυση των φύσεων. Έχουμε και
παράδειγμα διασαφητικό, το οποίο χρησιμοποιούμε και στο πεδίο της χριστολογίας.
Όπως στον πυρακτωμένο σίδηρο η φύση του μετάλλου με τη φύση της φωτιάς
ενώνονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε να μη μπορείς να τα διαχωρίσεις, και ωστόσο
παραμένουν καθ’ εαυτές αλώβητες (ο σίδηρος παραμένει σίδηρος και η φωτιά,
φωτιά), έτσι κι εδώ το κτιστό πλάσμα ενώνεται βαθιά με την άκτιστη θεία
ενέργεια, χωρίς να αποβάλει τη φύση του, προσλαμβάνοντας τη φωτιά του Θεού,
στην οποία και θεοποιείται. Ο άνθρωπος γίνεται «χάριτι» θεός, αποκτά «κατά
χάριν» εκείνο, που είναι «φύσει» ο Θεός.
Η θέωση είναι το τέρμα της πνευματικής
εξελίξεως και τελειώσεως του άνθρωπου. Αρχομένη από την παρούσα ζωή, θα
τελειωθεί στα έσχατα, στο χώρο της θείας βασιλείας, στον οποίο ολόλαμπρες κι αστραφτερές
στήλες θεώσεως θα είναι οι καταξιωμένες μορφές των αγίων. Όχι βέβαια κι οι
φύσεις των αγγέλων, γιατί η θέωση άφορα μόνο τους ανθρώπους, για τους οποίους ο
Χριστός απέθανε (Ρωμ. ε’ 8). Οι άγγελοι βρίσκονται ήδη στο στάδιο της αφθορης
θείας δόξας.
Οι άνθρωποι, θείας φύσεως κοινωνοί (Β΄
Πετρ. α’ 4), και οι άγγελοι, τα λειτουργικά πνεύματα του Θεού(Εβρ. α’ 14),
είναι το πνευματικό επιτελείο της θείας βασιλείας. Οι πρώτοι, οι άγιοι, είναι
σεπτά σκηνώματα της χάριτος. Τα λείψανα τους είναι ιερά, άξια ευλαβικής
προσκυνήσεως και τιμής από μέρους των πιστών. Σ’ αυτά παραμένει η χάρη
(=ενέργεια) του Θεού, η οποία τα κάνει άφθαρτα και θαυματουργά. Το ίδιο
συμβαίνει και με τις ιερές εικόνες των αγίων, που κοσμούν τους χώρους της θείας
λατρείας. Οι άγιοι είναι αποδέκτες της προσευχής της Εκκλησίας, που μεταφέρουν
τα αιτήματα των πιστών στο Θεό, προσευχόμενοι συγχρόνως και οι ίδιοι για τους
επί γης αδελφούς τους, που αποτελούν τα μέλη της στρατευόμενης του Χριστού
Εκκλησίας.