Όταν ο Αββάς Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης ήταν Πρεσβύτερος στη
σκήτη, μεταξύ των αδελφών ήταν και κάποιος Διάκονος, πολύ ενάρετος και ευλαβής.
Ο Αββάς Ισίδωρος σκόπευε να τον κάνη Πρεσβύτερο και να τον αφήση διάδοχό του.
Εκείνος όμως, από μεγάλη ταπεινοσύνη, δε δεχόταν χειροτονία, λέγοντας πως ήταν
ανάξιος να γίνη ιερεύς. Αυτόν τον ενάρετο αδελφό τον εμίσησε τόσο πολύ κάποιος
άλλος μοναχός στη σκήτη, νικημένος από το πάθος του φθόνου, και γύρευε με κάθε
τρόπο να τον βλάψη και να τον δυσφημήση.
Να λοιπόν τι τον έβαλε ο διάβολος να κάνη: Πήρε μια μέρα ένα από τα βιβλία του
και το έβαλε κρυφά στο κελλί του Διακόνου, χωρίς εκείνος να πάρη είδησι. Ύστερα
πήγε στον Αββά Ισίδωρο και του παραπονέθηκε πως έχασε το βιβλίο του και πως
κάποιος από τούς αδελφούς έπρεπε να το είχε κλέψει. Απαιτούσε λοιπόν να γίνη
έρευνα σ’ όλα τα κελλιά.
- Τετοιο πράγμα, παιδί μου, έκανε έκπληκτος ο Γεροντας, δεν έχει ξαναγίνει στη σκήτη. Αλλά, για να βεβαιωθής, πάρε δυο αδελφούς και ψάξε τα κελλιά.
- Τετοιο πράγμα, παιδί μου, έκανε έκπληκτος ο Γεροντας, δεν έχει ξαναγίνει στη σκήτη. Αλλά, για να βεβαιωθής, πάρε δυο αδελφούς και ψάξε τα κελλιά.
Έτσι κι’ έγινε. Αφού έψαξαν μερικά άλλα κελλιά, επήγαν και στου Διακόνου και
φυσικά εκεί βρήκαν το βιβλίο. Το πήραν λοιπόν και το έφεραν στην Εκκλησία την
ώρα του εσπερινού, που ήσαν συγκεντρωμένοι οι αδελφοί, και είπαν μεγαλοφώνως
στον Αββά Ισίδωρο, για ν’ ακουστή απ’ όλους, που είχε βρεθή το βιβλίο.
Ο αθώος Διάκονος δεν διαμαρτυρήθηκε για την συκοφαντία. Έπεσε με ταπείνωσι στα
γόνατα και ζήτησε απ’ όλους συγχώρησι, λέγοντας πως έσφαλε.
-Συγχωρήσατέ με, αδελφοί, γιατί είμαι κλέφτης.
-Συγχωρήσατέ με, αδελφοί, γιατί είμαι κλέφτης.
Σαν πέρασαν οι τρεις εβδομάδες και ο Διάκονος τελείωσε το
επιτίμιόν του και έγινε δεκτός στο Άγιον Βήμα, ο συκοφάντης δαιμονίστηκε και με
γοερές κραυγές ωμολόγησε την αμαρτία του.
-Αδίκως κατηγόρησα τον δούλο του Θεού, φώναζε για να
ξαλαφρώση την συνείδησί του.
Οι αδελφοί στην σκήτη έκαναν ολονύκτιο προσευχή γι’ αυτόν, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Εκείνος ο δυστυχής βασανιζόταν σκληρά από το πονηρό πνεύμα. Τότε ο Όσιος Ισίδωρος είπε στον Διάκονο:
-Προσευχήσου γι’ αυτόν, αδελφέ, γιατί μόνο συ, που συκοφαντήθηκες, αν το ζητήσης, θα τον ελεήση ο Κύριος.
Οι αδελφοί στην σκήτη έκαναν ολονύκτιο προσευχή γι’ αυτόν, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Εκείνος ο δυστυχής βασανιζόταν σκληρά από το πονηρό πνεύμα. Τότε ο Όσιος Ισίδωρος είπε στον Διάκονο:
-Προσευχήσου γι’ αυτόν, αδελφέ, γιατί μόνο συ, που συκοφαντήθηκες, αν το ζητήσης, θα τον ελεήση ο Κύριος.
Και πράγματι, όταν προσευχήθηκε ο συκοφαντηθείς,
ελευθερώθηκε από την τυραννία του δαίμονος ο συκοφάντης.