Μιζέρια
ἢ χαρά;
π. Δημητρίου Μπόκου
«Ἄννα …τὴν ἁγνὴν
ἀειπάρθενον προσάγει μετ’ εὐφροσύνης εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ» (Ἀπόστιχα
Εἰσοδίων).
Οἱ εὐλογημένοι
Θεοπάτορες Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα δὲν παύουν νὰ μᾶς ἐκπλήττουν εὐχάριστα,
καθώς, ἐναλλασσόμενο ἀδιάκοπα τὸ ἐτήσιο ἑορτολόγιο, ἀποκαλύπτει μπροστά
μας ἀξιοπρόσεκτες πτυχὲς τῆς θεοχαρίτωτης ζωῆς τους (βλ. καὶ ΛΥΧΝΙΑ
ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 386, Σεπτ. 2015).
Δὲν πρόλαβαν
νὰ χαροῦν καλὰ-καλὰ τὴν ἀγαπημένη τους κορούλα, ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει
πρὸς τὴ δύση τῆς ζωῆς τους, μετὰ ἀπὸ ἰσόβια σχεδὸν ἀναμονή. Τρία χρόνια
ὅλα κι ὅλα τὴν ἔζησαν καὶ τὴ χάρηκαν. Μὰ ἦταν ἀρκετὰ αὐτὰ γιὰ νὰ ἀναπληρώσουν
στὴν εὐγνώμονη καρδιά τους τὴ λύπη γιὰ τὴ μακρὰ περίοδο τῆς πικρῆς ἀναμονῆς.
Εἶχαν διδαχθεῖ
νὰ ἀποδέχονται ἤρεμα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ ἐπώδυνη ἡ ἀναμονή
τους, δὲν τοὺς ἐξώθησε ποτὲ σὲ ἀλλαγὴ στάσης ἀπέναντι στὸν Θεό. Ἡ
στάση τους, στάση ἐμπιστοσύνης καὶ ἀγάπης, ἦταν ἀπόλυτα σταθερή,
χωρὶς νὰ στηρίζεται στὸ δοῦναι καὶ λαβεῖν. Ἂν καὶ ἀδιάλειπτο τὸ αἴτημά
τους, δὲν ἦταν μονόπλευρα ἀπαιτητικό, ἐπίμονα ἐγωκεντρικό. Ζητοῦσαν
καὶ περίμεναν. Χωρὶς νὰ βάζουν στὸν Θεὸ χρονοδιάγραμμα. Ζητοῦσαν
καὶ δὲν εἶχαν πρόβλημα νὰ ξαναεπιστρέψουν μὲ ζηλευτὴ εὐχαριστιακὴ
διάθεση στὸν δωρεοδότη τὸ δῶρο του. Ἡ Ἄννα θυμᾶται μὲ εὐγνωμοσύνη τὸν
καιρὸ ποὺ παρακαλοῦσε μὲ πίστη καὶ προσευχὴ τὸν Θεὸ νὰ ἀποκτήσει τέκνο καὶ
θεωρεῖ ἀπολύτως δίκαιο «μετὰ τόκον τὸ κύημα προσάγειν τῷ παρέχοντι». Νὰ ἀντιπροσφέρει
τὸ παιδί της σ’ αὐτὸν ποὺ τῆς τὸ ἔδωσε. Ἀναγνωρίζει ὅτι «νόμιμον ὄντως τὸ ἔργον
ἐστίν».
Εἶχαν τὸ οὐσιωδέστερο,
τὸν Θεό. Δὲν ἦταν καίριας σημασίας συνεπῶς γι’ αὐτοὺς σὲ τίνος τὰ χέρια
θὰ βρίσκονταν τὰ δῶρα του. Πρόθυμα τοῦ τὰ ἀντιπρόσφεραν. Ὄχι ἀπὸ ἀνάγκη.
Ὄχι μὲ μίζερη, γκρινιάρικη διάθεση. Ἀλλὰ μὲ χαρά. «Μετ’ εὐφροσύνης».
Καὶ μὲ διάθεση εὐγνωμοσύνης. Γι’ αὐτὸ στὴν ὁρισμένη ὥρα, ὅπως εἶχαν
ὑποσχεθεῖ στὸν Θεό, ἔφεραν τὴν τρίχρονη μόλις θυγατέρα τους στὰ Ἅγια
τῶν Ἁγίων, στὸν ναό, δῶρο, ἀφιέρωμα σ’ αὐτόν. Καταλάβαιναν πὼς πιθανότατα
δὲν θὰ τὴν ἔβλεπαν ποτὲ ξανά. Ἦταν γέροι. (Καὶ πράγματι, ὅταν ἡ Παναγία
- δεκαπεντάχρονη πλέον - βγῆκε ἀπ’ τὸν ναό, οἱ γονεῖς της δὲν ζοῦσαν
πιά). Μὰ δὲν θρηνοῦν γι’ αὐτό. Δὲν κλαῖνε γιὰ τὸν ἀποχωρισμό της. Χαίρονται
ποὺ τὴν προσφέρουν στὸν Θεό, γιὰ νὰ γίνει «ἱερὸν ἀνάθημα (=ἀφιέρωμα),
εὐῶδες θυμίαμα, δοχεῖον τοῦ ἀπροσίτου καὶ θείου Φωτός, τοῦ Ἰησοῦ
οἰκητήριον, Θεομήτωρ καὶ Θεόνυμφος» (Ὑμνολογία τῶν Εἰσοδίων).
Τὸ γνήσιο τῆς συμπεριφορᾶς τους φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ
ὅτι προετοίμασαν καὶ τὴ μικρή τους κόρη νὰ δεχθεῖ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὸ
γεγονὸς τῆς ἀφιέρωσης καὶ τοῦ ἀποχωρισμοῦ της ἀπὸ τοὺς γονεῖς. Καί,
πράγμα ἀφύσικο γιὰ παιδάκι τριῶν χρονῶν, ἡ ὄντως χαριτωμένη Μαρία
φεύγει μὲ χαρὰ ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά τους, ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ τοῦ ναοῦ «περιχορεύουσα
(=χορεύοντας), χαίρει εἰσερχομένη ἐν τῷ Ναῷ... Καὶ χαίρουσι σὺν αυτῇ Ἰωακεὶμ
καὶ ἡ Ἄννα τῷ πνεύματι». Οἱ ἅγιοι γεννήτορες, «συζυγία ἡ ἄριστος, Ἰωακεὶμ καὶ ἡ
Ἄννα χορεύοντες», δὲν θρηνοῦν, ἀλλὰ σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά. «Ἡ Ἄννα ἡ ἄμεμπτος ἠγαλλιᾶτο,
ὡς δῶρον πολύτιμον τῷ Θεῷ προσφέρουσα ἐν τῷ ναῷ μητρικῶς,
Ἰωακεὶμ δὲ σὺν αὐτῇ πανηγυρίζει φαιδρῶς».
Ἡ ἀφιέρωση τῆς κόρης τους στὸν Θεό εἶναι γεγονὸς εὐφρόσυνο
γι’ αὐτούς. «Εὐφραίνεται σήμερον φαιδρῶς Ἰωακείμ, καὶ Ἄννα ἡ ἄμεμπτος Κυρίῳ τῷ
Θεῷ προσφέρει θυσίαν τὴν δοθεῖσαν αὐτῇ, ἐξ ἐπαγγελίας, ἁγίαν θυγατέρα». Ὄχι μόνο
δὲν στενοχωριοῦνται γιὰ τὸν πρόωρο ἀποχωρισμό τους απὸ τὴν ἀγαπημένη τους κόρη,
ἀλλὰ ἀντιθέτως παρακινοῦν καὶ τοὺς ἄλλους νὰ χαροῦν μαζί τους. «Υποδέχου οὖν τὴν
ἄχραντον ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Κτίστου σου καὶ χαίρων ψάλλε αὐτῷ», παρακινεῖ τὸν
Ζαχαρία «σκιρτῶσα» ἡ Ἄννα. Ἀδιανόητα
πράγματα γιὰ τὸ φτωχό μας μυαλό! Μεγαλειῶδες φαινόμενο καὶ οἱ γονεῖς
καὶ ἡ κόρη! Πῶς νὰ μὴν ἀνακράξει περιχαρὴς καὶ ἐκστατικὸς «ὁ Βαραχίου
υἱός», ὁ προφήτης Ζαχαρίας καὶ πατέρας τοῦ Προδρόμου: «Χαῖρε θαῦμα
παγκόσμιον»!
Ἐμεῖς τώρα;
Προσφέρουμε τίποτε στὸν Θεό; Σταυρώνουμε τὰ πάθη μας καὶ τὶς ἐπιθυμίες
μας γιὰ νὰ ἑτοιμάσουμε καὶ νὰ προσφέρουμε τὸν ἑαυτό μας «εἰς κατοίκησιν»
τοῦ παμβασιλέως Θεοῦ; Θυμούμαστε ὅτι καὶ τὸ δικό μας σῶμα «ναὸς τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου
Πνεύματός ἐστιν» (Α´ Κορ. 6, 19); Πόσο φροντίζουμε
αὐτὸν τὸν ναό; Τὸν φυλάγουμε μακριὰ «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες
ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 7, 1), ἀγαπώντας «τὴν εὐπρέπειαν τοῦ οἴκου»
Του; Καὶ μὲ ποιὰ διάθεση τὸ κάνουμε αὐτό; Μὲ προθυμία καὶ χαρὰ ἢ μὲ
τὴ μίζερη ἀδιάκοπη γκρίνια μας γιὰ τὶς ἀτέλειωτες (δῆθεν) ἀπαιτήσεις
τοῦ Θεοῦ;
Κι ὅταν τὸ παιδί
μας ἢ κάποιος ἄλλος δικός μας θέλει νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεό, πῶς ἀντιδροῦμε;
Κυριεύει τότε τὴν καρδιά μας ἡ χαρὰ ὅπως τοὺς Θεοπάτορες; Ἢ μήπως τὴν
κατακλύζει ἡ πνευματικὴ μιζέρια σὰν ἄλλος μολυσματικὸς λοιμός, μαραίνοντας
ἐν τῇ γενέσει του καὶ πνίγοντας κάθε «καλὸν σπέρμα» ποὺ ὁ Θεὸς πασχίζει
νὰ φυτέψει στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν μας και στὶς δικές μας ψυχές;
(ΛΥΧΝΙΑ
ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 388, Νοέμβρ. 2015, ἐπηυξημένο)
(Τέλος)
Ἀ ν τ ι ύ λ η
Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Τηλ. 26820-25861/23075/6980.898.504