Ἀρκετὲς φορὲς ὁ Γέροντας μοῦ μιλοῦσε γιὰ ἐνέργειες ποὺ ἔκανε
ἢ συμβουλὲς ποὺ ἔδωσε καὶ στὸ τέλος μὲ ρωτοῦσε: «Ἐσὺ τί λές; Ἔκανα καλά; Μίλησα
καλά; Ναὶ ἢ ὄχι;»
Βρισκόμουν τότε σὲ ἀμηχανία. Ἀποκλειόταν, βέβαια, νὰ ἀπαντήσω ὄχι. Διότι
ἔβλεπα, ὅτι οἱ ἐνέργειές του χαρακτηρίζονταν ἀπὸ Θεία φώτιση, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
τετράγωνη λογική. Νὰ ἀπαντήσω ναί; Ἀλλὰ αὐτὸ θὰ ἔμοιαζε μὲ θράσος νηπίου, ποὺ
πληροφορεῖ σοφὸ καθηγητῆ ὅτι συμφωνεῖ μὲ τὴν διδασκαλία του. Νὰ μὴν ἀπαντήσω
καθόλου;
Μήπως ὅμως, αὐτὸ θὰ ἀποτελοῦσε ἀνυπακοὴ ταπεινοσχήμου μπροστά σε ἀληθινὰ ταπεινό; Προτιμοῦσα νὰ τοῦ ἀπαντήσω, ναί, συμπληρώνοντας, ὅτι θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου ἀναρμόδιο νὰ ἀξιολογήσω τὶς ἐνέργειές του.
Μήπως ὅμως, αὐτὸ θὰ ἀποτελοῦσε ἀνυπακοὴ ταπεινοσχήμου μπροστά σε ἀληθινὰ ταπεινό; Προτιμοῦσα νὰ τοῦ ἀπαντήσω, ναί, συμπληρώνοντας, ὅτι θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου ἀναρμόδιο νὰ ἀξιολογήσω τὶς ἐνέργειές του.
Ὅμως ὁ Γέροντας ἤθελε πραγματικὰ τὴν γνώμη μου. Ὄχι, φυσικά, διότι ἐγὼ εἶχα ἰδιαίτερη εὐθυκρισία, ἀλλὰ διότι ἐκεῖνος εἶχε ἰδιαίτερα ἀνεπτυγμένη ταπεινοφροσύνη. Ἄλλωστε αὐτὴ τὴν ἐρώτηση, ἂν ἔπραξε ἢ μίλησε ὀρθά, τὴν ἔκανε, ὅπως πληροφορήθηκα, καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους. Ὑπέβαλλε αὐτὴ τὴν ἐρώτηση, ὄχι γιὰ νὰ δημιουργήσει ἐντυπώσεις ταπεινώσεως, ἀλλὰ γιατί ἦταν πραγματικὰ ταπεινὸς καὶ ἔνοιωθε τὴν ἀνάγκη νὰ διασταυρώσει, μὲ δεύτερη γνώμη, τὴ δική του.
Ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του ἴσο μὲ τοὺς ἄλλους καί, τὶς πιὸ πολλὲς φορές, κατώτερό τους, ἐπειδὴ αἰσθανόταν βαθιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔλεγε ἐκεῖνο τό: «Εὔχομαι ταπεινὰ στὸ Θεὸ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς Πορφύριος», τὸ ζοῦσε, δὲν ταπεινολογοῦσε.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Κοντὰ στὸν Γέροντα Πορφύριο”