Στις 27/14 Σεπτεμβρίου 1932 έγινε στο Άγιον Όρος δυνατός
σεισμός. Έγινε την τετάρτη ώρα της νύχτας, κατά το μέσον της αγρυπνίας της
Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Βρισκόμουν στους χορούς, κοντά στο εξομολογητήριο
του πάτερ Υφηγουμένου, ο οποίος εκείνη την ώρα βρισκόταν δίπλα μου, έξω από το
εξομολογητήριο. Από το εξομολογητήριο έπεσε ένα τούβλο με ασβέστη. Στην αρχή
φοβήθηκα λίγο, αλλά γρήγορα ησύχασα και λέω στο Γέροντα Υφηγούμενο: «Νά, ο
ελεήμων Κύριος θέλει να μετανοήσωμε».
Και βλέπαμε τους μοναχούς και κάτω στο ναό και στους
χορούς, κι ελάχιστοι απ’ αυτούς φοβήθηκαν. Περίπου έξι βγήκαν από την εκκλησία,
οι άλλοι όμως παρέμειναν στα στασίδια τους κι η αγρυπνία συνεχίστηκε με την
καθορισμένη τάξη και τόσο ήρεμα σαν να μην συνέβαινε τίποτε.
Και σκέφτηκα: Πόσο μεγάλη χάρη Αγίου Πνεύματος έχουν οι
μοναχοί, ώστε να μένουν ήσυχοι σε τέτοιο σεισμό· γιατί έτρεμαν όλες οι
τεράστιες οικοδομές της Μονής, έπεφταν οι σοβάδες, κουνιόνταν οι πολυέλαιοι, τα
καντήλια και τα μανουάλια και χτυπούσαν στο καμπαναριό οι καμπάνες, χτύπησε
ακόμα κι η μεγαλύτερη καμπάνα (σχεδόν δώδεκα τόνοι).
Και σκεφτόμουν: “Ψυχή που γνώρισε τον Κύριο δεν φοβάται
τίποτε, εκτός από την αμαρτία και προπαντός την αμαρτία της υπερηφάνειας.
Γνωρίζει πώς ο Κύριος μας αγαπά· κι αν Αυτός μας αγαπά, τότε τί να φοβηθούμε; Ο
ελεήμων Κύριος μας νουθετεί: «Παιδιά μου, μετανοείτε και ζήτε με αγάπη, γίνετε
υπάκουοι και εγκρατείς και μάθετε από μένα την πραότητα και την ταπείνωση, και
οι ψυχές σας θα βρουν ανάπαυση».
Από το βιβλίο «Ο Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης»