Θυμάμαι, όταν είχα πάει κάποτε στο Άγιον Όρος, μέσα σε
έναν πυκνά δενδροφυτευμένο τόπο, βλέπω από μακριά κάποιον Aσκητή, ο οποίος
προχωρούσε ψάλλοντας. Ενώ έψαλλε, από ώρα σε ώρα έκανε μία βαθειά μετάνοια,
προσκυνούσε, σηκωνόταν και πάλι προχωρούσε. Μου έκανε εντύπωση. Ποιόν άραγε
προσκυνούσε;
Tρέχω μέσα από τα δένδρα, τον φθάνω, τον σταματώ.
-Γέροντα, ποιόν προσκυνάς στον δρόμο;
-Mα, παιδί μου, δεν Τον βλέπεις;
-Ποιόν;
-Τον Χριστόν. Τουλάχιστον, αν δεν Τον βλέπης, δεν Τον
νοιώθεις ότι είναι μπροστά σου; μου απήντησε εκείνος.
Αγαπητοί μου, οι άνθρωποι έλεγαν παλαιότερα το Όνομα
του Χριστού ή το άκουγαν και βούρκωναν τα μάτια τους, άρπαζαν φωτιές τα στήθη
τους, έπεφταν στα γόνατά τους. Εμείς γιατί; Γιατί, Θεέ μου, τόσο λίγο Σε
σκεπτόμαστε και τόσο λίγο συγκινούμεθα από Σένα; Γιατί τόσο σπάνια Σε ποθούμε;Όπου
ο θησαυρός μας εκεί και η καρδιά μας, λέγει η Αγία Γραφή.
Σαν νά λέμε: Θέλεις να μάθης πόσο κοστίζει,πόσο αξίζει η ζωή σου για τον
Χριστό, για τον Ουρανό; Όσο Τον διψάς, όσο Σε Αυτόν έχεις την καρδιά σου, τόσο
κοστίζει.