Μια νύκτα λοιπόν, όπως ηυχόμην, ήλθον πάλιν εις θεωρίαν και ηρπάγη ο νους μου εις ένα κάμπον.
Και ήσαν κατά τάξιν – κατά σειράν – μοναχοί συνταγμένοι εις μάχην. Και ένας υψηλός στρατηγός ήλθε πλησίον μου και μου λέγει: Θέλεις, μου λέγει, να εισέλθεις, να πολεμήσεις εις την πρώτην γραμμήν ;
Και εγώ τον απάντησα ότι σφόδρα επιθυμώ να μονομαχήσω με τους αντίκρυ αιθίοπας. όπου ήσαν κατέναντι ωρυόμενοι και πνέοντες πυρ ως άγριοι σκύλοι, όπου μόνον η θεωρία τους σου επροξένει τον φόβον. Αλλ΄ εις εμένα δεν ήτο φόβος. διότι είχον τοσαύτην μανίαν, όπου με τα δόντια μου να τους σκίσω.
Είναι δε αληθές ότι και ως κοσμικός ήμην τοιαύτης ανδρείας ψυχής. Τότε λοιπόν με χωρίζει ο στρατηγός από τας γραμμάς όπου ήτον η πληθύς των πατέρων. Και αφού διήλθομεν τρεις ή τέσσαρας γραμμάς συνταγματικώς με έφερεν εις την πρώτην γραμμήν, όπου ήσαν ένας ή δύο ακόμη κατά πρόσωπον των αγρίων δαιμόνων. Όπου αυτοί ήσαν έτοιμοι να ορμήσουν και εγώ έπνεον εναντίον τους πυρ και μανίαν. Κακείθεν με άφησεν επειπόντος ότι. εί τις επιθυμεί να πολεμήσει ανδρείως με αυτούς, εγώ δεν τον εμποδίζω, αλλά βοηθώ.
Και ήλθον πάλιν εις τον εαυτόν μου. Και διελογιζόμην. άραγε τί πόλεμος θα είναι αυτός ;
Έκτοτε λοιπόν άρχισαν οι άγριοι πόλεμοι, όπου δεν με άφηναν ησυχίαν ημέρα και νύκτα. Άγριοι πόλεμοι! Μήτε ώραν να ησυχάσω…………
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ, ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ, εκδ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΦΙΛΟΘΕΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2003, σσ. 222-223.