…Ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ παραβρέθηκα σὲ ἁγιορείτικη κηδεία καὶ
μάλιστα γνωστοῦ καὶ σεβαστοῦ μου προσώπου, παραξενεύτηκα γιὰ τὸ ὅτι, καθ’ ὅλη
τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία καὶ τὴν πρὸς τὸ κοιμητήρι λιτάνευσι καὶ τὴν τῆς ταφῆς
κανεὶς δὲν ἔδειχνε ὅτι πενθῆ καὶ κανένα δὲν εἶδα νὰ κλαίη, νὰ δακρύζη, νὰ
δείχνη λυπημένος.
Σὲ κάποιες στιγμές, ἀπὸ ἐγκόσμια συνήθεια ὡς φαίνεται, μοῦ
ἦρθε αὐθόρμητα κόμπιασμα στὸ λαιμὸ καὶ λίγο ἀκόμα θὰ ξέσπαγα σὲ λυγμοὺς καὶ θὰ
καταντοῦσα στὰ ἐπακόλουθά των. Γρήγορα ὅμως κατάλαβα πὼς ὅλοι οἱ κύκλω μου θὰ
ἄφηναν τὸν νεκρὸ καὶ θὰ ἔστρεφαν τὰ βλέμματα πρὸς ἐμένα. «Ἔπνιξα» λοιπὸν κι ἐγὼ
τὰ πάντα μέσα μου καὶ παρίστανα τὸν ψύχραιμο καὶ λιθοκάρδιο.
Στὴν πρώτη μου μετὰ ταῦτα συνάντησι μὲ τὸν πνευματικό,
τοὺς «κατήγγειλα» ὅλους ὡς ἀθεόφοβους, ὡς ἀσυγκίνητους καὶ συλλήβδην ὡς
χαλκοσπλάχνους. Μοῦ διώρθωσε ὅμως τοὺς ἀρχαριακοὺς λογισμούς, τὴν ὑποκρυπτόμενη
οἴησι καὶ τὸ κοσμικὸ φρόνημα, καὶ μάλιστα σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἔκτοτε καὶ
μέχρι σήμερα, ὁσάκις συμβαίνει νὰ βρίσκωμαι ἔξω καὶ νὰ παρίσταμαι σὲ κοσμικοῦ
κηδεία, νὰ μούρχεται νὰ κλαίω ὄχι γιὰ τὸν ἐκφερόμενο μακαρίτη, ἀλλὰ γιὰ τοὺς
μαυροφοροῦντας συγγενεῖς καὶ φίλους του, ποὺ τόσο εὔκολα...καὶ
γοερὰ θρηνολογοῦν καὶ κλαῖνε.
Στὸ Ἁγιονόρος μας δὲν πενθοῦμε οὔτε ἐκδηλωνόμαστε ὅπως οἱ
λαϊκοὶ στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἔκπαλαι καὶ μέχρι σήμερα παρατηροῦνται ὡς ἐπακριβῶς
ἰσχύοντα, τὰ ὅσα ἁγιογραφικῶς ἀπαιτοῦνται καὶ καθὼς οἱ ἅγιοι πατέρες μας ὡς
διδαχὴ καὶ πράξι τὰ θέσπιζαν καὶ τὰ καθιέρωναν στὴν ζωὴ τῶν πνευματικῶν τους
τέκνων. Τοὺς εὐγνωμονοῦμε, ποὺ φρόντισαν γιὰ τὴν καταγραφὴ των, πρὸς βοήθεια
καὶ σύνεσι καὶ ἠμῶν τῶν ἐλαχίστων καὶ ταλαιπώρων:
«Μὴ τοίνυν ἐπὶ τοῖς ἀποθνήσκουσι πενθῶμεν ἁπλῶς, μηδὲ ἐπὶ
τοῖς ζῶσι χαίρωμεν ἁπλῶς, ἀλλὰ τί; Πενθῶμεν τοὺς ἁμαρτωλοὺς μὴ ἀποθνήσκοντας
μόνον, ἀλλὰ καὶ ζώντας· χαίρομεν δὲ ἐπὶ τοῖς δικαίοις, μὴ ζῶσι μόνον, ἀλλὰ καὶ
τετελευτηκόσιν. Ἐκεῖνοι μὲν γὰρ καὶ ζῶντες τεθνήκασιν, οὗτοι δὲ καὶ ἀποθανόντες
ζῶσιν· ἐκεῖνοι καὶ ἐνταύθα ὄντες ἐλεεινοὶ πάσιν εἰσίν, ἐπειδὴ Θεῷ
προσκρούουσιν· οὗτοι καὶ ἐκεῖ μεταστάντες μακάριοι, ὅτι πρὸς Χριστὸν
ἀπῆλθον». (Ἰ. Χρυσοστόμου, Λόγος Δ’ εἰς Φιλιπ., 1, 19-21,ΕΠΕ 21, σελ. 434,
ἐξ.).
Ἡ ἐπὶ τὰ ἁπλούστερα κάτωθι ἐλευθέρα ἀπόδοσις, γίνεται
χάριν τῶν δυσκολευομένων, διότι καὶ αὐτῶν «ὀφειλέτης εἰμὶ» (Ρωμ. 1, 14):
Δὲν πρέπει νὰ πενθοῦμε ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε γιὰ κείνους ποὺ
πεθαίνουν, οὔτε δὲ καὶ νὰ χαιρώμεθα ἀδιακρίτως καὶ ἐξ ἴσου γιὰ ὅσους ζοῦνε.
Ἀλλὰ πῶς; Νὰ πενθοῦμε τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὄχι μόνο κατὰ τὴν θανὴ καὶ τὴν ταφή τους,
ἀλλὰ καὶ ὅταν ζοῦνε ἀκόμη· νὰ χαιρώμαστε δὲ γιὰ τοὺς εὐσεβεῖς καὶ ἐναρέτους ὄχι
μόνο ὅταν ζοῦνε, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκουν. Διότι ἐκεῖνοι μὲν καὶ ἐνῶ
ἀκόμη ζοῦν θεωροῦνται καὶ εἶναι πεθαμένοι, οἱ δὲ ἐνάρετοι καὶ ἂν εἶναι
πεθαμένοι, ζοῦνε αἰωνίως. Ἐκεῖνοι καὶ ἐδῶ εὐρισκόμενοι ἐλεεινοὶ καὶ
ἀξιοθρήνητοι ἀπὸ ὅλους λογίζονται καὶ εἶναι, ἀφοῦ ἀντίθετα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ διάγουν· ἐνῶ οἱ εὐσεβεῖς, καὶ ὅταν πεθαίνουν πανευτυχεῖς εἶναι, ἐπειδὴ
πρὸς τὸν Χριστὸ ἐκδημοῦν καὶ στὶς ἀτελεύτητες ἀπολαύσεις των ἀπ’ τὸν Ἴδιο
ἑτοιμασμένων ἀγαθῶν καταφθάνουν.
Ἀπὸ τὸ
βιβλιο Θεομητορικὰ καὶ Ἐξόδια στὸν Ἄθωνα τοῦ Ἐπισκόπου Ροδοστόλου κ.
Χρυσοστόμου