Έλεγε ο Γέροντας : «Κάποτε ήρθε ένα πρόσωπο μορφωμένο να
μείνει στο Μοναστήρι και σε γενομένη συζήτηση μαζί του μου είπε ότι προτίθεται
να κοινωνήσει στη Θεία Λειτουργία της επομένης ημέρας. Έβλεπα ότι δεν έπρεπε να
κοινωνήσει, γιατί ήταν ανεξομολόγητος και οι αμαρτίες του δεν του επέτρεπαν τη
Θεία Κοινωνία. Προσπάθησαν στην συζήτηση που είχαμε να του δώσω την ευκαιρία να
εξομολογηθεί, αλλά στάθηκε αδύνατον.
Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα συλλογιζόμενος
πώς να τον κοινωνήσω, αφού δεν έπρεπε, αλλά και πώς να μην τον κοινωνήσω που θα
ήταν προσβολή να του αρνηθώ τη Θεία Κοινωνία. Όταν έφθασε η ώρα και
προσήλθε αναξίως να κοινωνήσει, κάποιο ενάρετο πρόσωπο είδε μια χρυσή ακτίνα,
μια λάμψη να φεύγει από την Αγία Λαβίδα, να περνάει πάνω από τον ώμο του Ιερέα
και να πηγαίνει πάνω στο Άγιο Δισκάριο, πάνω στην Αγία Τράπεζα. Ήταν η
Αγία Μερίδα που έφυγε και έτσι ο άνθρωπος δεν κοινώνησε φυσικά, που θα ήταν σε
κατάκριμα».
ΠΗΓΗ: ΨΥΧΟΣΩΤΗΡΙΑ
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σελ. 91.