Και όπως το κάλλος της θείας καλοσύνης σώζει, η αληθινή
σωτηρία μέσα στην Εκκλησία γεννά αγίους-καλλιτέχνες. Και συνεχίζεται η ζωή, ως
φιλοκαλία Παραδείσου.
Όταν τον δέκατο τέταρτο αιώνα συκοφάντησαν τους ησυχαστές
του Αγίου Όρους ως πεπλανημένους, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι συνασκητές
του υπερασπίσθηκαν τη γνησιότητα της μοναχικής εμπειρίας, μιλώντας για το φως
της Μεταμορφώσεως. Η θεολογία του ακτίστου φωτός είναι αυτή πού ορίζει τον
χαρακτήρα και το περιεχόμενο της ζωής των μοναχών.
Είπαν ότι το φως της Μεταμορφώσεως δεν είναι ούτε κτιστό
ούτε η αμέθεκτη ουσία του Θεού. Δεν είναι λάμψι υλική, πού μια στιγμή φαίνεται
και μετά χάνεται. Δεν είναι ίνδαλμα φαντασίας, πού ρίχνει τον άνθρωπο «πολλάκις
... εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ». Είναι η άκτιστη χάρι και ενέργεια πού
προΐεται αχωρίστως από τη θεία ουσία. Είναι η φυσική δόξα της Θεότητος. Είναι
Θεότης. Είναι «κάλλος δε αληθινόν και εράσμιον περί την θείαν και μακαρίαν
φύσιν». Είναι η βασιλεία του θεού.
Και γίνονται κοινωνοί αυτής της χάριτος όχι οπωσδήποτε οι
διανοητικά ισχυροί ή οι θεολογικά καταρτισμένοι, αλλά οι πνευματικά
κεκαθαρμένοι, με την ταπείνωσι, τη συντριβή της καρδιάς, την πίστι και την
αγάπη. Αυτοί πού διαρκώς μετανοούν, ζητούν το έλεος του Κυρίου και
παρακαταθέτουν τον εαυτό τους και όλους τους άλλους Χριστώ τω Θεώ. Αυτοί
δέχονται μέσα τους τη Χάρι και τη βιώνουν ως ανάπαυσι ψυχής, Βασιλεία του Θεού
και δύναμι αγάπης.
Ζης το γεγονός ότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί».
Πιστεύεις όχι επειδή κάποιος κάτι σου είπε, αλλά επειδή γεννιέται μέσα σου η
πίστι, γεννιέται μέσα σου η ζωή. Αντανακλάται από παντού μια χάρι άκτιστη.
Και ακούγεται από την ησυχία «φωνή αύρας λεπτής».
Δεν υπάρχει κάτι πού να το συνηθίζης. Όλα είναι μια
ειρηναία έκπληξι, ανατολή φωτός πού ταυτίζεται με τη ζωή και σωτηρία του
κόσμου. Όλα τροφοδοτούν μια πηγή παρακλήσεως, πού νοιώθεις μέσα σου να ενοποιή
τα πάντα.
Μένεις μόνος και βρίσκεις όλους. Χάνεις δυνάμεις με το πέρασμα του χρόνου και χαίρεσαι μυστικώς, γιατί χάνεται κάτι το πρόσκαιρο και φθειρόμενο, ενώ μένει το αιώνιο και ανανεούμενο, που λέει καλά για όλο τον κόσμο.
Μένεις μόνος και βρίσκεις όλους. Χάνεις δυνάμεις με το πέρασμα του χρόνου και χαίρεσαι μυστικώς, γιατί χάνεται κάτι το πρόσκαιρο και φθειρόμενο, ενώ μένει το αιώνιο και ανανεούμενο, που λέει καλά για όλο τον κόσμο.
Ξεκουράζεσαι με τον κόπο. Αγαπάς τους ταπεινούς.
Αδελφώνεσαι με τους βασανισμένους. Εντυπωσιάζεσαι από τους ανύπαρκτους. Αυτοί,
ως οι τολμηροί της πίστεως και ελεύθεροι, δόθηκαν στον Δυνατό. Δεν ζήτησαν
τίποτε για τον εαυτό τους. Δέχθηκαν το πλήρωμα της ζωής. Έζησαν το «αρκεί
σοι η χάρις μου» που είπε ο Κύριος στον Παύλο. Και σου μεταδίδουν δωρεάν, χωρίς
να ζητούν κανένα αντάλλαγμα, τη χάρι που πήραν από την πηγή της
ζωής. Έτσι, ο απλός και αληθινός αγιορείτης είναι αυτός που σε βοηθά με
μόνη την παρουσία του. Δεν θέλει να κατάπληξη κανένα με τις αρετές και τις
γνώσεις του. Δεν θέλει να επίπληξη κανένα για τα ελαττώματα ή τις ελλείψεις
του. Ο ίδιος κατακρίνει τον εαυτό του ολοχρονίς. Και φανερώνεται δι' όλης
της συμπεριφοράς του η εύσπλαγχνία του Θεού, που του μαλάκωσε την καρδιά και
τον κατέπληξε, κατά τη φράσι του αγίου Ιγνατίου: «καταπέπληγμαι την
επιείκειαν» του Θεού.
Η αγάπη πού συναντάς, η λεπτότης πού βρίσκεις, σου κάνουν
καλό. Και η επίθεσι πού δέχεσαι αργότερα από πειρασμούς και συμφορές πού
πέφτουν επάνω σου, η μία μετά την άλλη, με πρόθεσι να σε εξαφανίσουν
κυριολεκτικά, σε ευεργετούν περισσότερο.
Τότε βρίσκεις μια θεία επίσκεψι και ξένη παρηγοριά. Σαν
να είχε μαζευτή πολύ πουρί γύρω σου. Σαν να ήσουν φασκιωμένος, γυψωμένος από
γεγονότα και αισθήσεις πού σε πνίγανε. Και ενώ εσύ δεν μπορούσες να
ελευθερωθής, ήλθαν άλλοι έξωθεν και σε χτύπησαν, θέλοντας να σε σκοτώσουν.
Χτύπαγαν μετά μανίας. Έριχναν τα τείχη πού σε είχαν φυλακίσει. Έσπαζαν τη γερή
κρούστα από κάποιο ψέμα πού σε είχε περιβάλει· ενώ αυτόι χτύπαγαν μανιασμένα,
εσύ άκουγες έντρομος.
Εν τέλει, αυτοί πού θέλησαν να σε εξαφανίσουν σε
ελευθέρωσαν από μια ψευτιά και αορασία καταχνιάς, πού σε χώριζε από την
αλήθεια. Σ' αφήσανε μόνο, «ημιθανή τυγχάνοντα», αλλά σκεπασμένο από τη
φροντίδα κάποιου καλού Σαμαρείτη, πού τον ένοιωσες δίπλα σου.
Και αποδείχθηκαν βοηθοί σου οι πειρασμοί πού θέλησαν να σε
εξαφανίσουν. Έκαναν αυτό πού εσύ έπρεπε να κάνης, και δεν το μπορούσες. Έζησες
την αλήθεια του Γεροντικού: «Έπαρον τους πειρασμούς, και ουδείς ο σωζόμενος».
Κατέστρεψαν ό,τι χρειαζόταν καταστροφή. Και φάνηκε μέσα
σου κάτι πού δεν καταστρέφεται, γιατί έχει άλλη αντοχή και φύσι· «χαίρει εν
τοις παθήμασι».
Τελικά μας σώζει αυτό πού μας καταστρέφει, όπως σώζει τον
σπόρο ο θάνατος του μέσα στη γη, όταν έλθη η ώρα του. Σωτηρία δεν είναι οι επιτυχίες
και η σταδιοδρομία μας στον χώρο της φθοράς αλλά η κατάργησι του θανάτου και η
βασιλεία της αγάπης.
Και θέωσι δεν είναι η άπόκτησι των αρετών αλλά η ύπ' αυτών
θεία αλλοίωσι και μεταμόρφωσι. Και το βραβείο στους αγίους δεν δίδεται,
κατά τον αββά Ισαάκ, για τις αρετές ούτε για τον κόπο των αρετών, αλλά για την
ταπείνωσι πού άπ' αυτές γεννιέται. Με την ταπείνωσι ο άνθρωπος συστέλλεται.
Χάνεται. Γίνεται «ως μη ελθών εις το είναι»· και ταυτόχρονα διαστέλλεται,
γινόμενος κατά χάριν χώρα του Αχώρητου.
Όλα αυτά αποκτούν υπόστασι και αξία όταν τα βλέπης
σαρκούμενα στη ζωή των Αγίων, δηλαδή στη ζωή και στο ήθος των όντως ταπεινών.
από το βιβλίο: "Τοκάλλος
θα σώση τον κόσμο".
Ιερά Μονή Ιβήρων