Υπό Δημητρίου Π.
Λυκούδη, Θεολόγου – Φιλολόγου
ΜΑ., ΜΑ.
Θεολογίας, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
«Aθανάσιον ἐπαινῶν,
ἀρετήν ἐπαινέσομαι». Με αυτή τη φράση
αρχίζει τον επιμνημόσυνο λόγο του ὁ Αγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος προς τον
Άγιο Αθανάσιο, επίσκοπο Αλεξανδρείας.
«Ὅτι πάσαν ἐν ἐαυτω εἶχε τήν ἀρετήν….Ἀρετήν δέ ἐπαινῶν, Θεόν ἐπαινέσομαι,
παρ’οὐ τοῖς ἀνθρώποις ἡ ἀρετή».
Ἡ ζωή του Αθανασίου
υπήρξε σταθερή μαρτυρία ορθοπραξίας, αγάπης και σεβασμού στην ευαγγελική
παράδοση και στην ακεραιότητα της Εκκλησίας. Διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο
στην καταστολή και αναίρεση της αιρετικής διδασκαλίας του Αρείου και πήρε μέρος στην Ἅ΄ Οικουμενική
Σύνοδο στη Νίκαια το 325 μ.Χ., ως διάκονος και γραμματέας του Επισκόπου
Αλεξανδρείας Αλέξανδρου1. Προσωπικότητα ισχυρή και ανήσυχη, γνήσιος εκφραστής
του χριστιανικού ήθους, ὁ Αθανάσιος
αναδέχθηκε το 328 επίσκοπος Αλεξανδρείας, με τη σύμφωνη γνώμη κλήρου και λαού
της θεοσώστου ποιμαντικής του περιφέρειας. Ὁ σθεναρός του αγώνας για τη διάσωση
του Ορθοδόξου δόγματος προκάλεσε την
οργή και το φθόνο τον αιρετικών, κυρίως δε τον Αρειανών, οι οποίοι εξαπέλυσαν
αμείλικτο και με κάθε ποταπό μέσο πόλεμο εναντίον του. Ὁ Αθανάσιος καταδιώχθηκε
και πέρασε περισσότερο από δεκαέξι χρόνια της αρχιερατείας του μακριά από το
ποίμνιό του. Εξορίσθηκε πέντε φορές και
επανειλημμένα καταδικάστηκε και καθαιρέθηκε από ψευδοσυνόδους. Παρά τις
δοκιμασίες και τις στερήσεις, ὁ
Αθανάσιος παρέμεινε ακλόνητος «στύλος Ορθοδοξίας » και με το πλούσιο συγγραφικό
του έργο, κυρίως δε με το Χριστομίμητο
παράδειγμα του βίου του, διέσωσε την Ορθόδοξη πίστη και έθεσε τα
δογματικά θεμέλια πάνω στα οποία οι μεταγενέστεροι Πατέρες στηρίχθηκαν και αποδέχτηκαν καθολικά, καθώς
εξέφραζαν τον γνήσιο οικουμενικό εκκλησιαστικό Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο έργο το
Μεγάλου Αθανασίου αποτελεί ἡ διδασκαλία του
«Περί πρωτολογίας και εσχατολογίας» στην Εκκλησία. Σύμφωνα με τον
Αλεξανδρινό ιεράρχη, ἡ δημιουργία του ανθρώπου «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσαν
του Θεού» αποτελεί την αφετηρία, την έναρξη μίας πορείας προς την τελείωση. Ἡ
δημιουργία του κτιστού κόσμου, μέρους του οποίου αποτελεί ὁ άνθρωπος,
σηματοδοτεί μία κίνηση προς τα έξω της θείας θελήσεως3, είναι δηλαδή προϊόν της
αγαθότητας του Θεού. Το κατ’ εικόνα υποθέτει ότι ο άνθρωπος είχε στην ύπαρξη
του ορισμένα στοιχειά του Λόγου (σκιᾶς
τινάς ἔχειν τοῦ Λόγου). Με άλλα λόγια, ἡ λογικότητα του ανθρώπου κατανοείται από
τον Αγιο Αθανάσιο ως έλεος του αγαθού Θεού, ώστε ὁ άνθρωπος να μην είναι «ερημός»
της θείας γνώσεως. Έτσι, οι πρωτόπλαστοι δημιουργήθηκαν «κατ’ εικόνα του Λόγου,
την εικόνα νοούντες του Λόγου του Θεού» και είχαν τη δυνατότητα, κατά σχετικό
τρόπο ασφαλώς, «ἔννοιαν δί’ αὐτοῦ του Πατρός λαβεῖν4».
Ἡ πτώση του ανθρώπου αποτελεί μία
δραματική φάση στην πορεία της ανθρωπότητας. Αυτή ακριβώς ἡ πτώση υπερβαίνεται
με την συνεχή πορεία της θείας οικονομίας. Ἡ πορεία και ἡ κίνηση
δηλαδή προς το μέλλον και επομένως προς την τελείωση, προς το «
καθ’ ομοίωσαν», καθορίζεται από τις αρχικές ρίζες της
δημιουργίας, οι οποίες με τη σειρά τούς είναι σχηματισμένες και
αγιαστικά εναρμονισμένες προς τη μελλοντική τελείωση. Ὁ άνθρωπος
με την πτώση του δεν απώλεσε ένα αγαθό του
παρελθόντος αλλά ένα αγαθό του μέλλοντος, απόδειξη του οποίου
είναι ὁ παραλληλισμός και ἡ συμπόρευση παρελθόντος και
μέλλοντος, τα οποία από κοινού εξακολουθούν να καθορίζουν την
πορεία του ανθρωπίνου γένους και μετά την απώλεια της « προτέρας εὐγένειας»5.
Με άλλα λόγια, ὁ άνθρωπος κινείται δυναμικά προς το
καθ’ ομοίωσαν και κάθε πτώση του αποτελεί απομάκρυνση από
το μέλλον και όχι από το παρελθόν. Υπό αυτό το πρίσμα, δύναται
κανείς να κατανοήσει το νόημα της ιστορίας της θείας οικονομίας,
της οποίας ἡ πορεία είναι μελλοντική
και άπειρη. ‘Έτσι, η εσχατολογία είναι ἡ ίδια ἡ δυναμική
πορεία της θείας οικονομίας, καθώς ὁ ενανθρωπήσας
Λόγος επαναφέρει τον άνθρωπο στην ορθή πορεία προς το μέλλον6.
Αυτή την εσχατολογική ιδιότητα
της Εκκλησίας, ὁ Μέγας Αθανάσιος,
την αντιλαμβάνεται εκκλησιολογικά και εκκλησιοκεντρικά. Το
γεγονός της θείας οικονομίας βιώνεται στην Εκκλησία, επομένως μόνο
μέσα στην Εκκλησία και με τούς δοκιμασμένους τρόπους πού ἡ Εκκλησία
γνωρίζει μπορεί αυθεντικά να εκφραστεί και να κατανοηθεί7. Τότε
μόνο ὁ άνθρωπος μπορεί να εκφράζει το
γνήσιο εκκλησιαστικό και χριστιανικό φρόνημα και ταπεινά να
δοξολογεί «ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἷς δόξαν Θεοῦ Πατρός»8.
Πρωτολογία και εσχατολογία στο έργο
του Μεγάλου Αθανασίου είναι έννοιες και μεγέθη άρρηκτα
συνυφασμένα και αλληλένδετα. Στην πρωτολογία αναφύονται ξεκάθαρα
οι καταβολές της εσχατολογίας και ακολούθως
στην εσχατολογία, ως δυναμική πορεία, διακρίνεται ἡ ανάπτυξη
των σπερμάτων της πρωτολογίας. « Ἡ ἐν Χριστῷ Ἀποκάλυψις
συνενώνει πάσαν ἐνέργειαν τοῦ Λόγου ἀπό τῆς δημιουργίας
καί ἑξῆς καί συνάμα προεκτείνει αὐτήν εἰς τήν μελλοντικήν πορείαν τοῦ ἀνθρώπου
πρός τήν ἀκατάπαυστον τελείωσιν»9.
Άρρηκτος δεσμός λοιπόν πρωτολογίας και εσχατολογίας
στην ¨ἐν Χριστῷ Ἀποκάλυψη¨. Άλλωστε, ἡ ενανθρώπηση
του Λόγου κατέστησε τον άνθρωπο και πάλι «δεκτικόν θεότητος»10.
Το περίσσευμα της ταπείνωσης του Μεγάλου Αθανασίου θα τον παρακινήσει
να σημειώσει : «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐνηνθρώπησεν, ἴνα ἠμεῖς
θεοποιηθῶμεν. Καί αὐτός ἐφανέρωσεν Ἑαυτόν διά σώματος , ἴνα ἠμεῖς
τοῦ ἀοράτου Πατρός ἔννοιαν λάβωμεν. Καί Αὐτός ὑπέμεινε τήν
παρ’ ἀνθρώπων ὕβριν, ἴνα ἠμεῖς ἀθανασίαν
κληρονομήσωμεν»11.
Παραπομπές:
Βλ. Σχ., Σκουτέρη Κωνσταντίνου, Ἱστορία Δογμάτων,
τόμος 2ος, Ἀθήνα 2004, σελ. 169-178.
Αὐτόθι, σέλ. 180-183.
Κατά Ἀρειανῶν, 2,2.
Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου,11.
Πρβλ., Αὐτόθι, 3.
Ἡ εσχατολογική ἰδιότης της Ἐκκλησίας εἶναι ἰδιότης
σύμφυτος μέ τήν συνολικήν ζωήν της. Ἐσχατολογία λοιπόν δέν εἶναι τό τέλος
,ἀλλά συνόλος ἡ πορεία πρός τό τέλος. Καί τοῦτο συμβαίνει, διότι ἡ πορεία
τῆς θείας οἰκονομίας καί ἡ πορεία τοῦ ἀνθρωπίνου προορισμοῦ εἶναι
δυναμικῆς φορᾶς.», (Βλ., Ματσούκα Νίκου, Θεολογία – Κτισιολογία - Ἐκκλησιολογία
κατά τόν μέγαν Ἀθανάσιον, σημεῖα πατερικῆς καί οἰκουμενικῆς
θεολογίας, ἔκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σέλ. 150).
Πρβλ., Σκουτέρη Κ., Ἱστορία Δογμάτων, σελ. 189.
Περί τῶν γενομένων ἐν τή Ἀριμινίω τῆς Ἰταλίας
καί ἐν Σελευκεια τῆς Ἰσαυριας Συνόδων, 20,4, Πρβλ., Φιλιπ., 2,11.
Ματσούκα Ν., Θεολογία – Κτισιολογία - Ἐκκλησιολογία
κατά τόν μέγαν Ἀθανάσιον, σελ. 151-152.
Πρβλ., Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 1καί 4.
Αὐτόθι, 54 .